Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

ΘEMA: Σε κατάσταση πολιορκίας τα δημοκρατικά δικαιώματα

Ενισχύεται το κράτος αστυνόμευσης

Πληθαίνουν οι φωνές από τη σκοπιά της αστικής τάξης που ζητούν την αναστολή άρθρων του Συντάγματος ακόμη και την αξιοποίηση του άρθρου 48 περί Κατάστασης Πολιορκίας. Η επίκληση της θεωρίας των «δύο άκρων» λειτουργεί νομιμοποιητικά για την κρατική βία, ενώ εξομοιώνει την επαναστατική τάση με τους ναζί. Απώτερος στόχος είναι να επιβληθεί το αντεργατικό πραξικόπημα χωρίς κοινωνικές αντιδράσεις.



του Δημήτρη Γρηγορόπουλου



Το νέο Μνημόνιο θα λυγίσει τις ήδη κυρτωμένες πλάτες των εργαζομένων. Μέχρι στιγμής η λάβα της λαϊκής αντίδρασης δεν έχει ξεχυθεί στους δρόμους, τις πλατείες, τα εργοστάσια. Όμως το ηφαίστειο θα εκραγεί. Γι’ αυτό, οι Κέρβεροι του Μνημονίου ακονίζουν τα μαχαίρια τους, για να αντιμετωπίσουν το λαό. Όταν πολώνεται η αντίθεση, τα πλάνα λόγια τους δεν βαυκαλίζουν πλέον το λαό. Τότε, το όπλο της κριτικής διαδέχεται η «κριτική των όπλων». Δηλαδή, η καταστολή που σε συνθήκες κρίσης απλώνει τα πλοκάμια της στην κοινωνία σ’ ένα θανάσιμο εναγκαλισμό. Είναι πολύπλευρη η καταστολή και οδυνηρή για το λαό:
Το κράτος επιτήρησης και αστυνόμευσης ενισχύεται και παίρνει οργουελικές διαστάσεις. Η νέα τεχνολογία προσφέρεται για ένα σύγχρονο και καθολικό φακέλωμα. Η παρακολούθηση, όπως πρόσφατα αποκαλύφθηκε, χιλιάδων τηλεφώνων για πολιτικούς προφανώς λόγους και όχι λόγους εθνικής ασφάλειας (όλοι πράκτορες ήταν;) ήρθε να προστεθεί στη χρήση των κοριών, των καμερών, στην παρακολούθηση των ιντερνετικών επικοινωνιών, την καταγραφή όλων των συνομιλιών από τους διαστημικούς έσελον, την ιδιοποίηση προσωπικών δεδομένων από κάρτες και φορολογικές δηλώσεις, που γίνονται μάλιστα αντικείμενο αγοραπωλησίας! Χιλιάδες υπόπτων καταγράφονται στους υπολογιστές της Ασφάλειας και των μυστικών υπηρεσιών και προσάγονται προληπτικά ή εκ των υστέρων στην Ασφάλεια, χωρίς απαγγελία κατηγορίας, ως δυνάμει ένοχοι.

Όμως το σιδερένιο χέρι του συστήματος για τη συντριβή των εχθρών του είναι η καταστολή καθαυτή. Γι’ αυτό, παρά την κρίση δεν μειώνεται ο υπερβολικός (όπως παραδέχτηκε κι ο Δένδιας) για τα δεδομένα της χώρας μας αριθμός αστυνομικών (55.000), ενώ ενισχύεται η δύναμη πυρός (κυριολεκτικά) της αστυνομίας με τη συγκρότηση ανεξάρτητου σώματος που θα φέρει βαρύ οπλισμό. Παράλληλα, έχει αποφασιστεί η αγορά οχημάτων εκτόξευσης νερού, που κάθε άλλο παρά αθώα είναι.

Στόχος της καταστολής είναι και η ματαίωση των διαδηλώσεων, ιδιαίτερα σήμερα ή ο περιορισμός τους σε μια βόλτα στο πεζοδρόμιο, αν είναι ολιγάριθμες (ποιος θα το κρίνει;). Και ισχύει βέβαια η πρόβλεψη του αντιτρομοκρατικού νόμου ότι η κατάληψη δημόσιων χώρων και κτιρίων αποτελεί τρομοκρατική πράξη.

Τέλος, ενισχύεται η αποτρεπτική (διά του φόβου) καταστολή, που είναι κυρίαρχο στοιχείο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Εκτός από τη συνήθη κινδυνολογία των καταστροφικών επιπτώσεων της εξόδου από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, τελευταία κλιμακώνεται επικίνδυνα η κινδυνολογία με επίκληση της σύγκρουσης των άκρων, του κινδύνου εμφυλίου πολέμου, αλλά ακόμη και με την ανοιχτή προτροπή στην κυβέρνηση για συνταγματική εκτροπή με αναστολή άρθρων του Συντάγματος!

Χέρι-χέρι λιτότητα και τρόμος

Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα η άρχουσα τάξη ασκούσε την εξουσία μέσω των κεντρώων και δεξιών κομμάτων και συνασπισμών τους, κυρίως με άγρια κααταστολή και αντικομμουνιστική τρομοκράτηση του πληθυσμού. Το νομοθετικό πλέγμα κατά του λαϊκού και εργατικού κινήματος, που χρονολογείται από την εποχή του Βενιζέλου (ιδιώνυμο), θωρακίστηκε με σειρά νόμων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου με «κορυφαίο» το Ν. 509/1947, που έστειλε δεκάδες χιλιάδες αγωνιστών, ανάμεσά τους τον Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη, στα ξερονήσια και το εκτελεστικό απόσπασμα. Το ΚΚΕ είχε τεθεί εκτός νόμου, κυριαρχούσε το φακέλωμα, ενώ για την πρόσληψη στο Δημόσιο οπωσδήποτε έπρεπε ο υποψήφιος να προσκομίζει πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων. Στην ιδεολογία και προπαγάνδα κυριαρχούσε ο τρόμος του κομμουνισμού: τα «κονσερβοκούτια», η απειλή κατά της πατρίδας, της θρησκείας, της περιουσίας, της οικογένειας. Στο σκηνικό αυτό είχαν σημαντικό ρόλο και οι παρακρατικές οργανώσεις, που το μεγαλύτερο επίτευγμά τους ήταν η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ, Γ. Λαμπράκη. Ο στρατός είχε επεμβατικό ρόλο στην πολιτική ζωή (πραξικόπημα του ΙΔΕΑ το 1951, προώθηση στην πρωθυπουργία του στρατάρχη Παπάγου, οργάνωση σαμποτάζ στον Έβρο από τον Γ. Παπαδόπουλο), που ολοκληρώθηκε με το απριλιανό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, με κύριο στόχο την αναχαίτιση του ισχυροποιημένου μετά το 1965 λαϊκού κινήματος.

Στον απόηχο του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμοόυ επήλθε κάποιος εκδημοκρατισμός και κατάργηση της εμφυλιοπολεμικής νομοθεσίας. Όταν, λοιπόν, μετά τέσσερις σχεδόν δεκαετίες, στην περίοδο του Μνημονίου επιβάλλεται μια πολιτική άγριας καταστολής, τρομολαγνείας, ακόμη και απειλούμενης δημοκρατικής εκτροπής, η γενιά της Εθνικής Αντίστασης και του Πολυτεχνείου θα έχουν την εντύπωση ότι ζουν μια «φάρσα» και όχι την αναπόφευκτη, στη συγκυρία που διανούουμε «επανάληψη» του πιο αυταρχικού χαρακτήρα του καπιταλισμού. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός στην επιχείρηση ιδιοποίησης όλο και μεγαλύτερου μεριδίου από τον παγκόσμια παραγόμενο πλούτο καταφεύγει και στα στρατιωτικά πραξικοπήματα (Χιλή, Βενεζουέλα) αλλά και σε πολέμους για να ενθυλακώσει πρώτες ύλες (Ιράκ, Λιβύη, Συρία κ.ά.). Ασφυκτική είναι η καταπίεση στις χώρες που το ΔΝΤ και Σία επιβάλλει τα κανιβαλικά προγράμματά του. Στη χώρα μας ιδιαίτερα, ενόψει του νέου αιματηρού Μνημονίου, ο αυταρχισμός προσεγγίζει τα ανώτερα όριά του: Άγρια αστυνομική βία, απαγόρευση διαδηλώσεων και απεργιών, καρατόμηση δικαιωμάτων, στρατόπεδα συγκέντρωσης. Για να αποτραπεί όμως η αγωνιστική αντίδραση των εργαζομένων στα μέτρα, επιστρατεύονται «ασύμμετρα» όπλα: Πρώτο, προσπάθεια καταστολής των αγώνων με άκρατη κινδυνολογία («δεν πρέπει να καεί και να πεθάνει οριστικά η Αθήνα») και προτροπή προς την κυβέρνηση «να επιβάλει τη νομιμότητα», δηλαδή, όπως συμβαίνει πάντα, να στραφεί κατά της ειρηνικής μάζας των διαδηλωτών (βλ. 12 Φλεβάρη) αφήνοντας στο απυρόβλητο τους κουκουλοφόρους και τις φασιστικές συμμορίες.

Δεύτερο: Επίκληση του κινδύνου εμφυλίου πολέμου (Καθημερινή 2/9/12) των «δύο άκρων», με την επιδαψίλευση εμετικών επαίνων και ευχαριστιών στη Χρυσή Αυγή («Οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Χρυσή Αυγή – και σοβαρολογώ απολύτως», Καθημερινή 16/9/12). Πρόκειται για το ανιαρό πλέον αναμάσημα του κλισέ της Βαϊμάρης: Όμως ούτε τότε ούτε τώρα στη χώρα μας οι κομμουνιστές και οι αριστεροί θεωρούν κύριο εχθρό τους τους φασίστες. Κύριος εχθρός τους είναι η αστική τάξη και το σύστημά της που υλοποιοεί το φασιστικό παράγοντα, για να αναχαιτίσει το κίνημα και την Αριστερά, θέτοντας σε κίνδυνο και την ίδια την αστική δημοκρατία.

Τρίτο και χειρότερο: Πληθαίνουν στο χώρο των συστημικών δυνάμεων οι φωνές που τάσσονται υπέρ κάποιας μορφής εκτροπής. Ο Μαρκόπουλος των Ανεξάρτητων Ελλήνων θεώρησε ότι ο στρατός κακώς δεν παρενέβη στα γεγονότα του 2008. Ο Φαήλος Κρανιδιώτης (σύμβουλος του πρωθυπουργού) φρονεί ότι «η τεράστια εθνική απειλή της λαθρομετανάστευσης θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ...με το άρθρο 48 του Συντάγματος περί Καταστάσεως Πολιορκίας», ενώ η σοβαρή (στην ταξική αποστολή της) Καθημερινή έχει ταχθεί υπέρ της αναστολής άρθρων του Συντάγματος, για να αντιμετωπιστούν οι κινητοποιήσεις και οι κίνδυνοι μη ψήφισης και μη εφαρμογής των μέτρων του Μνημονίου (Αυγή, 18/9/12). Η φιλολογία περί συνταγματικής εκτροπής είναι το έσχατο όπλο για την κινδυνολογία και την αποτροπή μαζικών και δυναμικών αντιδράσεων. Δεν αποκλείεται όμως στο πίσω μέρος του κεφαλιού κάποιων να υποβόσκει η σκέψη μιας «λάιτ» εκτροπής, που θα μπορούσε και από την Ευρωπαϊκή Ένωση να γίνει αποδεκτή ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο για την αντιμετώπιση έκτακτης κατάστασης.

Με κυρίαρχη την ερμηνεία ότι πρόκειται περί άκρας κινδυνολογίας, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι από ορισμένους ενδεχομένως εννοείται κυριολεκτικά. Εξάλλου, σε άλλες ιστορικές συνθήκες, το έδαφος για την απριλιανή χούντα προετοίμαζε επί μήνες με συστηματική αρθρογραφία ο διευθυντής του Ελεύθερου Κόσμου, Κ. Κωνσταντόπουλος.
Είναι χαρακτηριστικό της μέχρι μυελού διάβρωσης του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ από την αστική ιδεολογία ότι παρά την υποτιθέμενη υπεροχή των «προοδευτικών» ιδεών τους έναντι της ΝΔ, ενστερνίζονται ακόμη και αυτό το ανιστόρητο και αγοραίο ιδεολόγημα των «δύο άκρων». Σ’ ένα αντιαριστερό παραλήρημα, ο εκ των πρωτεργατών του Μνημονίου Φ. Σαχινίδης συμψήφισε την «ακροδεξιά και ακροαριστερή βία» και κατήγγειλε «τους εναγκαλισμούς των Συριζαίων με τους Χρυσαυγίτες στο Σύνταγμα και τις πλατείες» (Αυγή, 16/9/12). Αλλά και ο σοβαρός Κουβέλης και ευαίσθητος στην προστασία των δικαιωμάτων των μεταναστών, ταύτισε (αντί να επαινέσει σύμφωνα με τις αντιλήψεις του) τους υπερασπιστές αυτών των δικαιωμάτων με τους φασίστες βιαστές τους. Υποκύπτοντας έτσι στον πειρασμό του κινδυνολαγνικού αλλά και μικροπολιτικού συνδρόμου, για να πλήξει την «ανεύθυνη» Αριστερά, που εμπλέκεται σε «πόλεμο» με την ακροδεξιά. Γι’ αυτό, έσπευσε να επιτιμήσει τους «αυτόκλητους υπερασπιστές αλλοδαπών», ταυτίζοντάς τους με τα φασιστικά κτήνη. Η κινδυνολογία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στο μεσουράνημά της (να μην καεί η Αθήνα, εμφύλιος πόλεμος, συνταγματική εκτροπή) υιοθετείται, γιατί στο βαθμό που «πείθει», απαλλάσσει την ιθύνουσα τάξη από την προσφυγή στην ωμή και αντιδημοφιλή βία. Αντίθετα, η τρομολαγνεία έχει κάποιο χαρακτήρα «συναίνεσης», γιατί ο δέκτης πείθεται (πειθαγκάζεται για την ακρίβεια) να παραιτηθεί από την αγωνιστική αντιπαράθεση στα μέτρα του Μνημονίου, αφού εκτιμά ως υπαρκτούς τους κινδύνους που προβάλλει η κυβερνητική προπαγάνδα. Δημιουργείται έτσι μια κοινωνία φοβική, καταδικασμένη στην αδράνεια και την αυτοαναφορά. Ταυτόχρονα, οδηγείται στη φοβία, την αποξένωση ή και την αντιπαλότητα προς το διαφορετικό. Αυτή η τάση είναι ορμέμφυτη και απορρέει από το μηχανισμό της επιβίωσης. Καθορίζεται όμως από κοινωνικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς παράγοντες. Η αστική ιδεολογία, ιδιαίτερα στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή της, διδάσκει τον κοινωνικό δαρβινισμό, τον ανταγωνισμό, την επικράτηση του δυνατότερου. Οι αδύναμοι απωθούνται στο κοινωνικό περιθώριο και φυτοζωούν. Ο άνθρωπος υπερβαίνει το φόβο και την απειλή του άλλου ως άτομο και ως συλλογικότητα με τον ανταγωνισμό και την υπεροχή (υπεροχή ατόμου στις σπουδές, στην επαγγελματική σταδιοδρομία, στην οικονομική ευδοκίμηση, στην απόκτηση κύρους, υπεροχή της συλλογικότητας προς άλλες εθνότητες, θρησκείες, πολιτικές ιδεολογίες, πολιτισμό).

Ακραία έκφραση της αστικής, νεοφιλελεύθερης ιδίως, ιδεολογίας του κοινωνικού δαρβινισμού (υπεροχή των ισχυρών) και του ανταγωνισμού, αποτελεί η φασιστική ιδεολογία, αν και δεν έχει γενετική σχέση με το νεοφιλελευθερισμό.

Η φασιστική ιδεολογία δεν αρκείται στην υπέρβαση του φόβου του άλλου με την εξασφάλιση απλώς της υπεροχής. Την υπεροχή έναντι του άλλου, του διαφορετικού, τη θεωρεί δεδομένη. Η απειλή, κατά τον φασισμό, είναι μόνιμη και εξουδετερώνεται με τη στέρηση των δικαιωμάτων του απειλητικού άλλου (μετανάστη, πολιτικού αντίπαλου, αλλόθρησκου, ομοφυλόφιλου, διανοητικά καθυστερημένου κ.ά.), την απαξίωσή του, τη στέρηση εργασίας και μέσων επιβίωσης ως και τη φυσική εξόντωσή του σε ατομικό ή και συλλογικό επίπεδο (πογκρόμ, στρατόπεδα εξόντωσης, πόλεμοι). Αυτή η ακραία αντίληψη του φασισμού για τον απειλητικό άλλο ενισχύεται και αξιοποιείται από την αστική τάξη, ιδίως στην κατ’ εξοχήν ανταγωνιστική εκδοχή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, γιατί αυτές οι ενοχοποιημένες κοινότητες μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους, που φορτώνονται την ευθύνη για τα δεινά της κοινωνίας και γίνονται αυτές και όχι η αστική τάξη το αντικείμενο της οργής και αγανάκτησης των μαζών. Όταν σε μια κοινωνία κυριαρχεί ο φόβος, θα κυριαρχεί και η υποταγή και η χειραγώγηση από την άρχουσα τάξη ή το ρατσιστικό μίσος ή και τα δύο.
Αντίθετα, η προλεταριακή ιδεολογία με τον ταξικό ανθρωπισμό της αποβλέπει στο ξεπέρασμα του φόβου και του εξοντωτικού ανταγωνισμού μεταξύ ατόμων και ομάδων. Καλλιεργεί το πνεύμα συνεργασίας, αλληλεγγύης, σεβασμού των δικαιωμάτων όλων απ’ όλους σε μια προοπτική χειραφέτησης της κοινωνίας από την ανορθόλογη και βάρβαρη ταξική εκμετάλλευση. Στον αντίποδα του καπιταλισμού, του νεοφιλελευθερισμού και του φασισμού που καλλιεργούν τον ατομικισμό, τον εξοντωτικό ανταγωνισμό και το μίσος για τον διαφορετικό, η σοσιαλιστική ιδεολογία καλλιεργεί την κριτική σκέψη, την αλληλεγγύη, τη δικαιοσύνη.

Συναινετικός ολοκληρωτισμός

 Η ΟΞΥΝΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΛΟΝΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΗΓΕΜΟΝΙΑ

Ονειρο της αστικής τάξης σε κάθε στάδιο και μορφή του συστήματος είναι η ηγεμονία, η ικανότητα να πείθει την εργατική τάξη και τα υποτελή στρώματα ότι εκφράζει τα συμφέροντά τους, να τα πείθει να αποπολιτικοποιούνται εκχωρώντας την εξουσία ολοκληρωτικά σχεδόν στη συμμαχία οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας και να εξοστρακίζει τη βασική αντίθεση, που απειλεί να την εκβαραθρώσει, στο περιθώριο της κοινωνίας. Η πιο αποτελεσματική μορφή αυτού του συναινετικού ολοκληρωτισμού επιτεύχθηκε στο «κράτος πρόνοιας» (1945-1975), με τον περιορισμό της αντισυστημικότητας σ’ ένα οριακό τμήμα της εργατικής τάξης. Τα αριστερά κόμματα, σοσιαλδημοκρατικά ακόμη και τα ευρωκομμουνιστικά ήταν ενσωματωμένα στο σύστημα, όπως και τα συνδικάτα, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Οι αντισυστημικές πολιτικές δυνάμεις ήταν περιθωριακές, συνήθως μένοντας εκτός Βουλής. Εδώ το σύστημα είχε επιβάλει μια κατασταλτική δικλείδα ασφαλείας, με την καθιέρωση υψηλού ορίου εισόδου στη Βουλή (5% στη Γερμανία).

Ολοκληρωτισμός με ευρύτατη συναίνεση είχε επιτευχθεί στη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία, με την ανύψωση του βιοτικού επιπέδου, την εθνικιστική έξαρση, αλλά και με εκτεταμένη καταστολή των ισχυρών αντισυστημικών δυνάμεων (κομμουνιστές, συνδικάτα, διανόηση, εβραίοι κ.ά.). Τι συμβαίνει στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό; Η άγρια επίθεση στο βιοτικό επίπεδο και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης κλονίζει την αστική ηγεμονία και επιβάλλει την κατασταλτική μορφή διακυβέρνησης. Όπως είδαμε όμως, η άρχουσα τάξη προσπαθεί με την άκρα κινδυνολογία να αποφύγει την ωμή βία και να πετύχει μια μορφή «εθελούσιας» παραίτησης της εργατικής τάξης από τον αγώνα. Προσπαθεί να εξουδετερώσει το συνδικαλιστικό κίνημα ταυτίζοντάς το με την ενσωματωμένη ηγεσία της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Η συναινετική λειτουργία του συστήματος θα ενισχυθεί καθοριστικά, αν επιτευχθεί η ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα, τα κυβερνώντα κόμματα εστιάζουν την ιδεολογική τους παρέμβαση, αξιοποιώντας και το «κύρος» οργανικών οικονομολόγων, στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη της μοναδικής λύσης. Δηλαδή, ότι είναι επώδυνη η πολιτική των μνημονίων, αλλά ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση. Συμπληρωματικά προς αυτόν τον ισχυρισμό λοιδορούν την αριστερή πρόταση χαρακτηρίζοντάς την ξεπερασμένη και ανεύθυνη, αφού παλινδρομεί στην ενίσχυση του «κρατισμού», που φέρει και τη βασική ευθύνη για την κρίση της οικονομίας. Η προσπάθεια της άρχουσας τάξης παράλληλα με την καταστολή να εξασφαλίσει και μορφές συναίνεσης είναι αμφίβολο στοίχημα λόγω της αφόρητης πίεσης που ασκεί στους εργαζόμενους.


Μαζικό κίνημα,το δόρυ του λαού


Η έξαρση της καταστολής και του αυταρχισμού, η περιστολή των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, οι επιθέσεις των φασιστικών ταγμάτων εφόδου δεν πρέπει να μας οδηγήσουν στην υπεράσπιση απλώς της κλυδωνιζόμενης αστικής νομιμότητας ούτε στην αναγωγή της πάλης με το φασισμό σε κύριο μέτωπο.

Η παρέμβαση στην κρίση της αστικής νομιμότητας και δημοκρατίας δεν πρέπει να περιορίζεται απλώς στην αποκατάστασή της (π.χ. αποτροπή του εγκλεισμού σε στρατόπεδα των μεταναστών). Ο περιορισμός του κινήματος σε αυτό το πλαίσιο (αν και δεν είναι αρνητικός) είναι πολιτική αστικού και μικροαστικού ορίζοντα. Στόχος του κινήματος δεν πρέπει να είναι απλώς η εξιδανίκευση της αστικής δημοκρατίας, όπως συμβαίνει με τη θεσμολαγνεία του ΣΥΡΙΖΑ. Εξάλλου, η υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας είναι ουτοπία, γιατί η νεοφιλελεύθερη οικονομία από το χαρακτήρα της θα απαιτεί αδιάλειπτα την αυταρχικοποίηση της αστικής πολιτικής. Μια αριστερή πολιτική, υπερασπίζοντας και τα επιμέρους δικαιώματα, πρέπει να υπερβαίνει τα όρια της αστικής δημοκρατίας, να επεξεργάζεται και να προωθεί ένα εναλλακτικό πρόγραμμα δημιουργίας οργάνων άμεσης δημοκρατίας στους χώρους κατοικίας και εργασίας, που θα αποτελούν όργανα πάλης, φύτρα της δυαδικής εξουσίας και της εργατικής δημοκρατίας. Στόχος λοιπόν δεν μπορεί να είναι η πάλη απλώς κατά της καταστολής και η αποκατάσταση της αστικής δημοκρατίας. Ο στόχος αυτός δεν είναι μόνο αστικορεφορμιστικός, αλλά αναποτελεσματικός, αφού όπως είπαμε, ο αυταρχισμός και η καταστολή αποτελούν εγγενές γνώρισμα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Γι’ αυτό, στόχος του κινήματος δεν πρέπει να είναι μόνον η υπέρβαση της καταστολής με έναν εναλλακτικό ανώτερο δημοκρατισμό, αλλά και η υπέρβαση της οικονομικής πολιτικής που παράγει αυταρχισμό και καταστολή, στο πλαίσιο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και επανάστασης.

Είναι συγκοινωνούσα η λογική του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού και της φασιστικής βίας (καταστολή του απειλητικού άλλου, αριστερού, απεργού, μετανάστη κ.ά.). Ο φασισμός, παρά τη σχετική αυτοτέλειά του, αξιοποιείται από τον αστικό αυταρχισμό για την αναστολή του κινήματος και της Αριστεράς. Αυτό επιβεβαιώνεται αναντίρρητα από τα «εύγε» αστών δημοσιολόγων στη Χρυσή Αυγή για τις βιαιοπραγίες της και την αξιοποίησή τους από το σύστημα στο κυρίαρχο πλέον κλισέ του «πολέμου των άκρων». Η βασική λοιπόν αντίθεση είναι η αντίθεση ανάμεσα στη νεοφιλελεύθερη οικονομία και πολιτική και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Η φασιστική βία είναι δευτερεύουσα πλευρά αυτής της αντίθεσης. Ο κύριος αντίπαλος είναι η νεοφιλελεύθερη οικονομία και πολιτική. Με αυτήν πρέπει να γίνει η βασική αναμέτρηση. Η έξαρση της φασιστικής βίας το τελευταίο διάστημα δεν πρέπει να μας παρασύρει σε επικέντρωση της δράσης μας εναντίον της. Η πάλη κατά του φασισμού δεν θα αποτρέψει την επέλαση της νεοφιλελεύθερης οικονομίας και της κατασταλτικής πολιτικής για την επιβολή της. Απεναντίας, η επιβολή αυτής της πολιτικής θα διευκολυνθεί, αν στο επίκεντρο της πάλης τοποθετείται ο αντιφασισμός, γιατί έτσι θα δοθεί λαβή για την έξαρση της κινδυνολογίας και τη διάχυση του φόβου για τον πόλεμο των άκρων, για «εμφύλιο πόλεμο», για την κυριαρχία χάους, που λειτουργούν αποτρεπτικά στην αγωνιστική ενεργοποίηση των μαζών. Η μάχη λοιπόν που θα κρίνει την πορεία της βασικής αντίθεσης θα διεξαχθεί ανάμεσα στις λαϊκές δυνάμεις και τη νεοφιλελεύθερη πολιτική στη μνημονιακή της έκφραση στα καθ’ ημάς. Πλευρά αυτής της αναμέτρησης πρέπει να είναι και η καταπολέμηση της φασιστικής βίας, που οι κυβερνώντες την ανέχονται, αν δεν την πριμοδοτούν, και οπωσδήποτε την αξιοποιούν, για να κατατρομοκρατήσουν τις μάζες και να αμαυρώσουν τις αριστερές και ριζοσπαστικές δυνάμεις. Πέρα όμως από την ένταξη του αντιφασισμού στο αντικαπιταλιστικό αντιμνημονιακό μέτωπο πάλης, και ιδιαίτερα στο μέτωπο κατά της καταστολής, πρέπει να αναπτυχθεί κι ένα ευρύτερο δημοκρατικό αντιφασιστικό μέτωπο, που θα δώσει στους φασίστες να καταλάβουν ότι η ασυδοσία τους δεν είναι ανεκτή από το λαϊκό κίνημα...