Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Κοινωνική επανάσταση ή ατομικιστική έκρηξη;


Του Αλέκου Αναγνωστάκη

Οι αναρχικοί απορρίπτουν κάθε πολιτική δραστηριότητα που δεν έχει σαν άμεσο στόχο «τη νίκη των εργατών ενάντια στον καπιταλισμό» και σαν άμεση συνέπεια, την «κατάργηση του κράτους». Στη βάση αυτής της αδιέξοδης άρνησης πολιτικής τακτικής βρίσκεται η έλλειψη συνεκτικής γενικής θεωρίας, η απουσία οικονομικής θεωρίας ειδικά, η έλλειψη ενός συγκεκριμένου προγράμματος, η απουσία συγκεκριμένων απαντήσεων στα συγκεκριμένα εργατολαϊκά προβλήματα.

Η μεγαλύτερη μεταπολιτευτική πολιτική διήμερη απεργία στην Ελλάδα της 19ης και 20ής Οκτώβρη, η δράση των πολιτικών δυνάμεων σε αυτή, η ίδια η προσχεδιασμένη από τις κρατικές και κυβερνητικές πολιτικές υπηρεσίες, διά της επίθεσης στο ΠΑΜΕ, επίθεση στην τάση κοινής δράσης της Αριστεράς με ανατρεπτικά στοιχεία και κυρίως προοπτική και δυνατότητα, πυροδοτεί ξανά συζητήσεις και τροφοδοτεί ερωτηματικά για τον πολιτικό ρόλο του αναρχικού ρεύματος στην ελληνική πραγματικότητα. Το ρεύμα της σύγχρονης αναρχίας και αυτονομίας συμπεριλαμβάνει ένα γαλαξία οργανώσεων, αντιλήψεων και πρακτικών που αποτελούνται –εκτός από τους αναρχικούς που έχουν αυτοαναφορά σε αστικά και νεοφασιστικά ρεύματα– από τα σύγχρονα ήπια ρεύματα της αυτοδιεύθυνσης, τα ρεύματα της αποθέωσης της «θεαματικής λάμψης των δρόμων και των αυτοκινήτων που καίγονται», ως το μηδενιστικό ρεύμα της ακραίας απόγνωσης και απελπισίας, ιδιαίτερο αποκλειστικό γέννημα της κανιβαλικής αστικής πολιτικής, που περιορίζεται στην εχθρική για το εργατικό κίνημα χαοτική καταστροφή και μαφιόζικη πρακτική. Κοινό χαρακτηριστικό των αστεριών αυτού του πολιτικού και κοινωνικού γαλαξία είναι η πρόταση - επίκληση κοινωνικών σχέσεων που θα θεμελιώνονται στην «εκούσια» ομαδική συγκρότηση αυτόνομων ατόμων, «την αλληλεγγύη και την αυτοδιαχείριση αντί των σημερινών ιεραρχικών, εξουσιαστικών πολιτικών δομών και οικονομικών θεσμών». Η πρόταση δηλαδή μιας αρμονικής, αντιεξουσιαστικής, αναρχικής κοινωνίας. Ενίοτε, συγκεκριμένοι και ορισμένοι άλλοτε φανερά άλλοτε ντροπαλά, συνδέουν το στόχο αυτό με το σκοπό για μια αταξική, κομμουνιστική κοινωνία.

Αυτός ο σκοπός προϋποθέτει την αποδοχή από την αναρχία της ύπαρξης ασυμφιλίωτων κοινωνικών τάξεων και της εργατικής τάξης ως το υποκείμενο της επανάστασης. Ο αναρχισμός όμως υποτιμά είτε εξαφανίζει την εργατική τάξη γενικά και ειδικά σαν το υποκείμενο της επανάστασης. Αποκηρύσσει την αυτοτελή μετωπική συγκρότησή του. Αρνείται την πολιτική οργάνωση των πρωτοπόρων δυνάμεών του αρνούμενος προσωρινά αυτή καθ’ αυτή την πρωτοπορία την οποία όμως, στο πλαίσιο της αυτοαναφοράς, πιστώνει από την πίσω πόρτα στον εαυτό του. Αντ’ αυτής, ο Μπακούνιν και σύγχρονοι αναρχικοί θεωρούν a priori πως «στο λούμπεν προλεταριάτο –δηλαδή τα εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα, που βρίσκονται έξω από την παραγωγή– σ’ αυτό και μόνο σ’ αυτό κι όχι στο αστικοποιημένο στρώμα της εργατικής μάζας, βρίσκεται το πνεύμα κι η δύναμη της μελλοντικής κοινωνικής επανάστασης».

Θέση που δεν είναι τυχαία, αφού αυτός καθ’ αυτός ο ρόλος της εργατικής τάξης στην παραγωγή απαιτεί και οργάνωση και συλλογική δράση και στρατηγικούς στόχους και ταχτικούς ελιγμούς, τα οποία ο αναρχισμός δεν μπορεί να τα προσφέρει, καθώς και μέθοδες πάλης που δεν έχουν σχέση με τον αναρχισμό.

Οι αναρχικοί αδυνατούν παντελώς να κατανοήσουν τη φύση και το ρόλο του κράτους, το πώς αυτό θα καταργηθεί, τι θα το διαδεχθεί. Γι’ αυτό το αντιμετωπίζουν το κράτος και κάθε μορφή εξουσίας γενικά –ακόμη και το μεταβατικό εργατικό κράτος και την εργατική εξουσία– ως την πηγή όλων των κακών. Αδυνατούν να κατανοήσουν πως η κατάργηση του κράτους είναι συνάρτηση της κατάργησης της ταξικής κοινωνίας που αυτή γεννάει το κράτος. Πράξη που δεν θα είναι καθόλου εύκολη, στιγμιαία και τοπική.

Ο αναρχισμός και ημιαναρχισμός στις διάφορες παραλλαγές είναι εγκλωβισμένος και ακρωτηριασμένος στα όρια μιας θολής, απροσδιόριστης ατομικής πρωτίστως ελευθεριότητας. Η αναρχική κοινωνία θα στηρίζεται στη βάση του ατομικού αυτοπροσδιορισμού, της προσωπικής συμμετοχής, εθελοντικής συνεργασίας και αμοιβαίας βοήθειας των ανθρώπων. «Κανένας άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να κάνει οτιδήποτε, αλλά και κανένας δεν έχει το δικαίωμα να τον εμποδίσει να το κάνει», σύμφωνα με το θεωρητικό των αναρχικών Νίκολας Ουώλτερ (Για τον Αναρχισμό, 1969). Προέκταση αυτής της θέσης είναι το σύνθημα «τα δοκιμάζουμε όλα», το οποίο οδηγεί στην προσωπική διάλυση. Συμπληρώνει δε την κλασσική διατύπωση του Μπακούνιν «το Καλό από τη στιγμή που το διατάζουν, γίνεται Κακό». Έτσι οι αναρχικοί μένουν στο αφηρημένο επίπεδο των ανθρώπινων σχέσεων, χωρίς να τις συνδέουν με το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων, ιδίως με την καθοριστική σχέση της ιδιοκτησίας γύρω από την οποία και για την οποία ξεσπούν αγώνες, πόλεμοι και διαπροσωπικά δράματα.

Οι αναρχικοί προσβλέπουν σε μία γενικευμένη «κοινωνική επανάσταση» (κολεκτιβιστές, αναρχοκομμουνιστές) ή σε γενικές απεργίες (αναρχοσυνδικαλιστές) ή σε μία καθολική «ανυπακοή των μαζών» (αναρχοατομικιστές) προκειμένου να επέλθει η αναρχική κοινωνία. Θεωρούν ότι στις κοινωνικές εκρήξεις, εξεγέρσεις και επαναστάσεις παρεμβαίνει μια τέτοια απειρία οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών στοιχείων αλλά και τοπικών, υλικών και ψυχολογικών, που είναι αδύνατον να τα κατατάξεις, να τα αναλύσεις και δι’ αυτών να προσδιορίσεις μορφές πάλης. Οι συνθήκες, οι μαζικοί αγώνες και οι μορφές πάλης «γεννιούνται αποκλειστικά από τη δημιουργική πρωτοβουλία των μαζών». Αόριστη επίκληση στην πρωτοβουλία μαζών, ώστε οι ίδιοι ως «πρωτόβουλη μάζα» και στο όνομα της αυτοαναφοράς να επιλέγουν μορφές πάλης κατά το δοκούν, χωρίς να δίνουν λόγο σε κανένα.

Αυτοεγκλωβίζονται στη σταθερή πεποίθηση πως το κάθε φορά αυθόρμητο και ημισυνειδητό «προηγείται» του συνειδητού. «Μισή πλευρά» που έχει δόση αλήθειας αλλά και μεγάλη δόση αοριστίας. Κυρίως δε έλλειψη της άλλης μισής. Ότι σ’ ό,τι αφορά τον προσανατολισμό, «τελικό» σκοπό και στόχο του κινήματος, αυτός προσδιορίζεται από το επαληθευόμενο και έμπρακτα αναγνωριζόμενο καθοριστικό ρόλο και πρωτοπόρα δράση της κομμουνιστικής πρωτοπορίας οργανωμένης σε κόμμα, από τη συνακόλουθη δράση του αναγκαίου για την εργατική τάξη πολιτικού μετώπου που συνενώνει τον πολυκόσμο της ίδιας της τάξης και τα πληττόμενα μεσαία στρώματα. Πλευρά την οποία όχι μόνο αρνούνται αλλά εχθρεύονται. Πλευρά της «χωρίς να δίνω λόγο σε κανένα, επιλογής εντυπωσιακών και μιντιακού υπόβαθρου (σπάω και βαράω) μορφών δράσης» είναι η εκμετάλλευση από τις υπερενισχυμένες σύγχρονες κρατικές υπηρεσίες ίδιων μορφών δράσης για την προώθηση προσχεδιασμένων προβοκατόρικων πολιτικών χτυπημάτων που ζήσαμε και στην περασμένη απεργία.

Οι αναρχικοί απορρίπτουν κάθε πολιτική δραστηριότητα που δεν έχει σαν άμεσο στόχο «τη νίκη των εργατών ενάντια στον καπιταλισμό» και σαν άμεση συνέπεια την «κατάργηση του κράτους». Στη βάση αυτής της αδιέξοδης άρνησης πολιτικής τακτικής βρίσκεται η έλλειψη συνεκτικής γενικής θεωρίας, η απουσία οικονομικής θεωρίας ειδικά, η έλλειψη ενός συγκεκριμένου προγράμματος, η απουσία συγκεκριμένων απαντήσεων στα συγκεκριμένα εργατολαϊκά προβλήματα. Γι’ αυτό και οδηγούνται σε αλληλοσυγκρουόμενες πρακτικές. Ο Προυντόν να εκλέγεται βουλευτής το 1848 στη Γαλλία, οι Ισπανοί αναρχικοί να συμμετέχουν στην αστική κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου με δύο μάλιστα υπουργούς και ο Κροπότκιν να εξακολουθεί να φλυαρεί ανέξοδα πως «ό,τι δεν ανήκει στη νομιμότητα είναι καλό για μας».

Ειδική πλευρά των αναρχικών αποτελούν οι σύγχρονοι μηδενιστές, νεονετσαγιεφικοί, που έρχονται από το ρωσικό νιχιλισμό (νίχιλ, που σημαίνει μηδέν στα Λατινικά) και εμφανίζουν μια ολοένα ισχυρή παρουσία. «Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια εταιρεία», έγραφε ο Μαρξ, «που, κάτω απ’ τη μάσκα του πιο ακραίου αναρχισμού, δεν στρέφει τα χτυπήματά της ενάντια στις υπάρχουσες κυβερνήσεις ... Για να επιτύχει τους σκοπούς της, η εταιρεία αυτή δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο και κάθε δολιότητα. Το ψέμα, η συκοφαντία, οι εκφοβισμοί, οι τραμπουκισμοί, είναι χαρακτηριστικά της γνωρίσματα ... Εμείς τους παραδίδουμε στην περιφρόνηση των εργατών και στην εύνοια των κυβερνήσεων, στις οποίες πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες, αποδιοργανώνοντας το εργατικό κίνημα ... Σ’ όλη αυτή την υπόθεση ο ρόλος του απεσταλμένου ήταν πολύ ύποπτος». Ο απεσταλμένος αυτός ήταν ο Νετσάγιεφ (Μαρξ, Ένγκελς για τον αναρχισμό).

Η «Συσπείρωση Αναρχικών» το Δεκέμβρη του 2005, με αφορμή την έκδοση του Κατήχηση του Επαναστάτη αναφερόμενη για τους μηδενιστές σημειώνει: «Ο λεγόμενος νετσαγιεφισμός, αυτή η ακραία εφαρμογή του μισανθρωπισμού, αντί να ενισχύει τις απελευθερωτικές προσπάθειες των ανθρώπων από τα δεσμά της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, τις οδηγεί στον πλήρη αποπροσανατολισμό. Οι δολοφονίες αγωνιζόμενων ανθρώπων, το εμπόριο και η διακίνηση ναρκωτικών ... οι απάτες και τα ψέματα και ό,τι πιο αντιανθρώπινο μέσο και σχέση μπορεί να κατασκευασθεί προτείνονται και αναγορεύονται σε ουσιώδη μέσα του “αγώνα για την υπόθεση”, γιατί ο “σκοπός αγιάζει τα μέσα”».

«Ο μηδενισμός, λέει ο Νίτσε, είναι τελικά η συνειδητοποίηση της μακρόχρονης σπατάλης, η αγωνία του “εις μάτην”, η ανασφάλεια, η έλλειψη κάθε ευκαιρίας να συνέλθουμε, η ντροπή απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό, σαν να τον εξαπατήσαμε για πάρα πολύ καιρό». Κυρίως όμως είναι γέννημα της κανιβαλικής πολιτικής του καπιταλισμού και δευτερευόντως τιμωρία της Αριστεράς λόγω της ανεπάρκειας και των ορίων της.