Του Ταξιάρχη Κωστογιάννη
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι
με μια ολόπλευρη ιστορική κρίση του
καπιταλισμού. Μια από τις πλευρές αυτής
της κρίσης είναι η κρίση των δημοσιονομικών
ελλειμμάτων. Με απλά λόγια, τα διάφορα
κράτη χρωστούν, έχουν διαρκώς λιγότερα
έσοδα από έξοδα. Η κατάσταση γίνεται
στις μέρες μας εκρηκτική και οι κυρίαρχες
πολιτικές που ασκούνται από τα
καπιταλιστικά κέντρα ισοπεδώνουν με
αυτό το πρόσχημα κατακτήσεις και
ανθρώπους ετοιμάζοντας το εφιαλτικό
μας μέλλον. Ασφαλώς, τα δημοσιονομικά
αυτά προβλήματα εντάσσονται στη βαθύτερη
καπιταλιστική κρίση, αποδεικνύοντας
πως ο καπιταλισμός ταυτίζεται με αυτή.
Mάλιστα, στις κρίσιμες περιόδους αξιοποιεί
με τέτοιον τρόπο την κρίση ώστε να
καταφέρνει συντριπτικά πλήγματα στους
εκμεταλλευόμενους. Ένα από τα επιχειρήματα
που χρησιμοποιεί σήμερα είναι αυτό των
δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Με θρασύ
τρόπο τα αποδίδει στην ύπαρξη ενός
σπάταλου, αναποτελεσματικού κράτους
που δημιούργησε αυτά τα ελλείμματα
ακολουθώντας μια πολιτική παροχών, από
την οποία επωφελούνταν συγκεκριμένες
κατηγορίες ανθρώπων, όπως για παράδειγμα
οι δημόσιοι υπάλληλοι. Θεωρώ δυστυχώς
πως η αντίληψη αυτή για τις αιτίες και
οι προτεινόμενες λύσεις μπορεί να
κερδίσουν οπαδούς μέσα στα φτωχότερα
λαϊκά στρώματα, στους νέους και στους
άνεργους που χρόνια τώρα πλήττονται
πολύ άγρια, αν εμείς δεν καταφέρουμε
ανάμεσα στα άλλα να μιλήσουμε για τη
φύση των ελλειμμάτων αυτών, έχοντας
κατά νου πως τα ελλείμματα αυτά δεν
πλήττουν τα κέρδη των καπιταλιστών αλλά
ισοπεδώνουν τις ζωές των νέων και των
εργαζομένων.
Το πρόβλημα των διαρκώς
διευρυνόμενων κρατικών χρεών και
δημοσιονομικών ελλειμμάτων σχετίζεται
εκτός των άλλων με την ιδιωτικοποίηση
των πηγών έκδοσης του χρήματος και την
όλο και μεγαλύτερη προσφυγή των κρατών
στο δανεισμό χρήματος από τις περίφημες
χρηματαγορές. Θα επιχειρήσω στο πλαίσιο
αυτής της αντίληψης να αναφερθώ σύντομα
σε πλευρές της νομισματικής πολιτικής
της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και
ειδικότερα στο σοβαρότατο θέμα της
έκδοσης νέου χρήματος.
Οποιαδήποτε προσέγγιση
του θέματος της έκδοσης νέου χρήματος
αντιμετωπίζεται από τους αστούς με την
αντίληψη πως αναφερόμαστε σε πληθωριστικό
χρήμα. Η αντίληψη αυτή σχετίζεται με
την πλήρη επικράτηση της αντίληψης του
μονεταρισμού, ως θεωρητικής βάσης που
διέπει τα θέματα της νομισματικής
πολιτικής. Δυστυχώς όμως η αντίληψη
αυτή είναι διάχυτη ακόμη και στους
κόλπους της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς,
γεγονός που απαιτεί μια όσο το δυνατόν
καλύτερη ανάλυση του ζητήματος. Το
ζήτημα αυτό δεν έχει μόνο θεωρητικές
αλλά και απόλυτα πρακτικές και πολιτικές
διαστάσεις, που σχετίζονται με την πάλη
κατά του ευρώ και τη διαμόρφωση αιτημάτων
που θα συνοδεύουν αυτή την πάλη.
Ταυτόχρονα, θα βοηθούν στο συντονισμό
της πάλης των εκμεταλλευομένων όλων
των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και
ειδικά της ζώνης του ευρώ.
Για να έχει νόημα αυτή
η συζήτηση και για να προχωρήσουμε το
συλλογισμό που θα αποδεικνύει τον άθλιο
ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
και του ευρώ στην κρίση, που απειλεί να
μας μετατρέψει σε σκλάβους, πρέπει να
αναφερθούμε στη θεωρητική βάση έκδοσης
και κυκλοφορίας του χρήματος.
To θεμελιακό ερώτημα
που πρέπει να απαντήσουμε είναι το εξής:
Η ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί
παραμένει αμετάβλητη και είναι πάντα
η ίδια; Το 2010 κυκλοφορεί ο ίδιος όγκος
χρήματος σε εθνικό, περιφερειακό και
παγκόσμιο επίπεδο με αυτόν του υπήρχε
πριν από 5, 10 ή 50 και παραπάνω χρόνια; Δεν
νομίζω πως υπάρχει άνθρωπος που στα
σοβαρά να ισχυριστεί πως η ποσότητα του
χρήματος έχει μείνει χρονικά σταθερή.
Είναι προφανές πως δεν θα μπορούσε να
μείνει σταθερή για δύο συγκεκριμένους
λόγους. Γιατί υπάρχει διαρκής μεταβολή
του παγκόσμιου παραγόμενου προϊόντος
και γιατί οι τιμές των προϊόντων έχουν
πολλαπλασιαστεί λόγω του μακροχρόνιου
πληθωρισμού. Φανταστείτε τι συμβαίνει
σε μια κατάσταση όπου οι τιμές των
προϊόντων με την πάροδο ενός μεγάλου
χρονικού διαστήματος έχουν ανεβεί 50%
και η ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί
παραμένει η ίδια. Η ποσότητα του χρήματος
θα μπορούσε να ανταποκριθεί μόνο στο
50% των συναλλαγών, αν η ταχύτητα ροής
των συναλλαγών παρέμενε η ίδια. Υπάρχει
επομένως διαρκής ανάγκη έκδοσης νέου
χρήματος που θα έρχεται να αντιμετωπίζει
τον πληθωρισμό, χωρίς αυτό να το ενοχοποιεί
ως αιτία πληθωρισμού.
Η αναφορά γίνεται στο
χρήμα με τη μορφή τραπεζογραμματίων
και δευτερευόντως κερμάτων και όχι σε
ό,τι άλλο θα μπορούσε δυνητικά να
αποτελέσει χρήμα. Είναι αλήθεια πως η
έννοια του χρήματος θα μπορούσε να
διευρυνθεί πολύ και να συμπεριλάβει
και όλα εκείνα τα πλασματικά κεφάλαια
που ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει
δημιουργήσει.
Ποιος εκδίδει αυτό το
χρήμα; Κανονικά το νέο χρήμα πρέπει να
εκδίδεται από τις εκδοτικές τράπεζες
στο πλαίσιο άσκησης νομισματικής
πολιτικής ως κρατικής αρμοδιότητας και
να καταχωρείται ως έσοδο στους κρατικούς
προϋπολογισμούς. Με αυτόν τον τρόπο η
έκδοση νέου χρήματος θα ισοσκέλιζε τον
πληθωρισμό (π.χ. πληθωρισμός της τάξης
του 3% θα απαιτούσε κυκλοφορία 3% παραπάνω
χρήματος) και θα αποτελούσε σοβαρότατο
κρατικό έσοδο που θα μπορούσε να δώσει
σοβαρότατη διέξοδο στα δημοσιονομικά
αδιέξοδα κρατών.
Συνοψίζω λέγοντας πως
η διαρκής έκδοση νέου χρήματος είναι
αδήριτη ανάγκη, προκειμένου το χρήμα
να επιτελεί μια από τις βασικές λειτουργίες
του ως συναλλακτικού μέσου. Αυτός ο
οποίος έχει τη δυνατότητα να διαχειρίζεται
την έκδοσή του αποκτά τεράστια δύναμη.
Τα τελευταία όμως χρόνια
και ειδικά στο πλαίσιο του συστήματος
του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας, έχουν υπάρξει δραματικές
αλλαγές που έχουν οδηγήσει στην πλήρη
απεμπόληση του δικαιώματος έκδοσης
νέου χρήματος και το έχουν αντικαταστήσει
με την αποκλειστική αγορά του από τις
περίφημες χρηματαγορές και από την ίδια
την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Με απλές
κουβέντες, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα,
που έχει υποκαταστήσει τις κρατικές
εκδοτικές τράπεζες θα έπρεπε να εκδίδει
χρήμα στο ύψος του κοινοτικού πληθωρισμού
και να το δίνει αναλογικά στα κράτη που
συμμετέχουν στην ευρωζώνη. Αυτό όμως
δεν συμβαίνει.
Η ΕΚΤ ΜΑΣ ΟΦΕΙΛΕΙ!
Ιδιωτικός μηχανισμός
παραγωγής χρήματος
Από τη στιγμή που η ΕΚΤ
δεν τυπώνει επιπλέον χρήμα στο ύψος του
πληθωρισμού υποχρεώνει όλα τα κράτη
της ευρωζώνης να το αγοράζουν πανάκριβα. Εννοείται βέβαια πως
αυτή η αγορά βαραίνει όλα τα «έθνη των
εργαζομένων» της κάθε χώρας, τον Έλληνα,
τον Iσπανό, τον Πορτογάλο αλλά και το
Γάλλο ή Γερμανό εργαζόμενο. Η ΕΚΤ λειτουργεί δηλαδή
ως ένας ιδιωτικός μηχανισμός παραγωγής
χρήματος ή ως επίσημος παραχαράκτης,
αφού η νομοθεσία της ΕΕ της παρέχει αυτό
το δικαίωμα, χωρίς μάλιστα να λογοδοτεί
ή έστω να δίνει πληροφόρηση για το τι
κάνει. Η νομοθεσία της ΕΕ και
οι διάφορες συνθήκες έχουν παραχωρήσει
στην ΕΚΤ απόλυτο απόρρητο και πλήρη
αδιαφάνεια. Υπάρχει δηλαδή μια πλήρης
ιδιόμορφη και εξαιρετικά σοβαρή
ιδιωτικοποίηση, που σχετίζεται με τις
πηγές χρηματοδότησης των κρατών και
τις πηγές έκδοσης χρήματος.
Η ΕΚΤ και η ΕΕ βρίσκονται
μάλιστα στην παγκόσμια πρωτοπορία αυτής
της αντιδραστικής μετάλλαξης.
Οι περίφημες ενέσεις
ρευστότητας στοίχησαν στους Έλληνες
εργαζόμενους το αστρονομικό ποσό των
περίπου 110 δισ. ευρώ (συν το όχι μικρό
κόστος δανεισμού τους). Το αντίστοιχο πακέτο
στήριξης του Ομπάμα στις αμερικανικές
τράπεζες στοίχισε μόνο το κόστος έκδοσης
των νέων δολαρίων. Το απλό αυτό παράδειγμα
δείχνει τον αντιδραστικότατο χαρακτήρα
της ΟΝΕ και της ΕΕ. Θεωρώ πως στο πλαίσιο
της πολιτικής μας για το ευρώ πρέπει να
συμβάλλουμε στη δημιουργία ενός
πανευρωπαϊκού μετώπου όλων των εργαζομένων
που θα απαιτεί τη διάλυση της ΕΕ και του
ευρώ. Ένα από τα μάχιμα αιτήματα θα
πρέπει να είναι η ΕΚΤ να δώσει τώρα και
χωρίς καμιά άλλη προϋπόθεση το τεράστιο
εκείνο ποσό των χρημάτων που έχει κλέψει
από τους εργαζόμενους με τη μονεταριστική
της πολιτική όλα τα χρόνια της ύπαρξής
της και που αντιστοιχεί τουλάχιστον
στο μέσο κοινοτικό πληθωρισμό αθροιστικά
για όλα τα χρόνια που βρισκόμαστε στη
ζώνη του ευρώ, αίτημα που θα αφορά ακόμα
και την περίπτωση απομάκρυνσης μιας ή
πολλών χωρών από την ευρωζώνη ή και τη
διάλυσή της.