Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Σε νέα κορύφωση θα οδηγηθεί η αντιπαράθεση στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης από αύριο, μετά την πρωτοβουλία του προέδρου της ΕΕ, Χέρμαν βαν Ρομπέι, να συγκληθεί έκτακτη Σύνοδος Kορυφής της ΕΕ την Πέμπτη 21/7. Το Βερολίνο δεν έκρυψε ούτε και τώρα τη διαφωνία του με τη συνεδρίαση, θέτοντας ως πρώτη προτεραιότητα τη συμφωνία επάνω σε ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων που είναι σε εξέλιξη. Με άλλα λόγια, θεώρησε μέσο εκβιασμού της Γερμανίας τη σύγκλιση της Συνόδου Kορυφής, πριν οριστικοποιηθούν οι αποφάσεις. Αν επομένως δούμε και αυτή τη συνεδρίαση να παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες, ας μην ξαφνιαστούμε...
Η αντιπαράθεση στο εσωτερικό της ΕΕ εξακολουθεί να επικεντρώνεται στη συμμετοχή των ιδιωτών στο σχέδιο αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους. Πριν δούμε όμως την επόμενη μέρα, ας σταθούμε σε όσα προηγήθηκαν. Ο πυρετός των σχετικών συζητήσεων και αντιπαραθέσεων αποτελεί την πιο αδιάψευστη απόδειξη της αποτυχίας του πρώτου Μνημονίου να δώσει μια βραχυπρόθεσμη έστω λύση στο πρόβλημα βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Με άλλα λόγια, απέδειξε ότι ζητούμενο του Μνημονίου δεν ήταν η μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ (που από τον Σεπτέμβριο του 2009 μέχρι φέτος θα έχει αυξηθεί από το 115% στο 164%, καταγράφοντας άνοδο ρεκόρ) αλλά η κατεδάφιση κοινωνικών κατακτήσεων και η διάσωση των γαλλο-γερμανικών τραπεζών που αυτό το χρόνο κατάφεραν και ξεφορτώθηκαν μεγάλο μέρος των ελληνικών ομολόγων που είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους. Φτάνουμε έτσι τώρα, ένα σχεδόν χρόνο μετά, το πρόβλημα του ελληνικού δημοσίου χρέους να προκύπτει πολύ πιο απειλητικό από πέρυσι, δεδομένου ότι αν πέρυσι χρειάστηκε προσπάθεια από την κυβέρνηση Παπανδρέου ώστε τα επιτόκια στη δευτερογενή να πάρουν φωτιά και να εμφανιστεί ως μονόδρομος η προσφυγή στον μηχανισμό ΔΝΤ - ΕΕ, φέτος η αδυναμία του ελληνικού Δημοσίου να ανταποκριθεί στις αυξημένες υποχρεώσεις του είναι πασιφανής. Το σχέδιο διάσωσης δηλαδή όχι απλώς δεν έλυσε αλλά οδήγησε σε παροξυσμό το πρόβλημα του δημόσιου χρέους, καθιστώντας το δυσεπίλυτο.
Οι περιορισμοί που ορθώνονται είναι κατά βάση δύο. Στις μυλόπετρές τους δε, όχι μόνο δεν αποτράπηκε ως προς το παρόν η ασφαλής επίλυση του «ελληνικού ζητήματος» αλλά επωάστηκε και η μετάδοσή του στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, την Ιταλία, όπως έδειξε η άνοδος των επιτοκίων με τα οποία δανείζεται η γειτονική χώρα. Ο πρώτος και καθοριστικότερος περιορισμός σχετίζεται με την απαίτηση της Γερμανίας να επωμιστούν και οι ιδιωτικές τράπεζες μέρος του κόστους της επιχειρούμενης αναδιάρθρωσης. «Εντάξει, να βάλουμε το χέρι στην τσέπη για να εγκρίνουμε ένα νέο δάνειο προς την Ελλάδα», φαίνεται να λέει η Γερμανία συνεπικουρούμενη από την Φινλανδία, την Ολλανδία και άλλες χώρες, «αλλά δεν είναι δυνατό οι δικοί μας φορολογούμενοι να πληρώσουν στο ακέραιο τόκους και κουπόνια που λήγουν την επίμαχη περίοδο, χωρίς οι ομολογιούχοι να επωμιστούν μέρος τουλάχιστον του κόστους». Εκ μέρους τους τοποθετήθηκαν οι οίκοι αξιολόγησης (τσάμπα πληρώνονται από τις τράπεζες;) ρίχνοντας στη μάχη το φονικότερο όπλο που διαθέτουν, δηλαδή τη δυνατότητά τους να βαθμολογούν. Έτσι, για να αποτρέψουν τις (αστείες σε κάθε περίπτωση) ζημιές των τραπεζών έχουν επιδοθεί τις τελευταίες δύο εβδομάδες σε μια παράκρουση υποβαθμίσεων που δεν πλήττει μόνο την Ελλάδα αλλά και άλλες χώρες που είναι στην κόψη του ξυραφιού, όπως η Πορτογαλία. Για την Ελλάδα επιπλέον προειδοποίησαν ότι θα την ανακηρύξουν σε καθεστώς «επιλεκτικής χρεοκοπίας», ένα πλαίσιο μερικής δηλαδή χρεοκοπίας, από τη στιγμή που η αδυναμία εξυπηρέτησης των χρεών της δεν είναι καθολική, πλήττοντας όλα τα ομόλογα που έχει εκδώσει το ελληνικό Δημόσιο, αλλά χρονικά οριοθετημένη.
Η κυβέρνηση μπροστά σε όλη αυτή την λυσσαλέα αντιπαράθεση στάθηκε αμήχανη, συμφωνώντας σε κάθε σχέδιο αναδιάρθρωσης που έπεφτε στο τραπέζι, μέχρι να αποσυρθεί και να πέσει κάποιο νεώτερο από τα 36 που έχει στα συρτάρια της η ΕΚΤ για να συμφωνήσει με αυτό, ενθουσιωδώς μάλιστα. Έτσι μέχρι πριν δύο εβδομάδες συμφωνούσε με το γαλλικό σχέδιο της οικειοθελούς ανανέωσης από τους κατόχους τους των ομολόγων που λήγουν τη δύσκολη αυτή τριετία. Όταν ναυάγησε, μάθαμε από το φιλοκυβερνητικό Τύπο ότι διαφωνούσε, ειδικότερα με το ύψος των επιτοκίων που έφθαναν στο 8% ετησίως! Προφανώς επρόκειτο για καθαρή τοκογλυφία, αλλά το θυμήθηκαν αφού απέτυχε το σχέδιο! Μετά, τη Δευτέρα ο πρωθυπουργός έστειλε επιστολή βάσει της οποίας απέρριπτε το σχέδιο της Μέρκελ για συμμετοχή ιδιωτών, με την ίδια σθεναρότητα που από το βήμα της Βουλής πριν λίγες εβδομάδες είχε απορρίψει κάθε σκέψη για παραχώρηση ενυπόθηκων εγγυήσεων, όπως ζητούν Φιλανδοί και Ολλανδοί. Την επόμενη μέρα στο θυελλώδες Γιούρογκρουπ ο Βενιζέλος αποδέχτηκε πλήρως όχι μόνο το γερμανικό σχέδιο για τη συμεμτοχή ιδιωτών και τις ενυπόθηκες εγγυήσεις αλλά και το χαρακτηρισμό της «επιλεκτικής χρεοκοπίας».
Μετά από αυτή τη στροφή 180 μοιρών και το ρεσιτάλ ενδοτικότητας και υποχωρήσεων στις Βρυξέλλες, στο εσωτερικό της Ελλάδας προχώρησε σε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα από κάθε τι άλλο η κυβέρνηση Παπανδρέου: Eπίδειξη δύναμης και προσπάθεια σύγχυσης με διαβεβαιώσεις που δεν αντέχουν στην πιο επιδερμική κριτική. Έτσι, δηλώσεις του τύπου «η επιλεκτική χρεοκοπία δεν είναι χρεοκοπία» εναλλάσσονταν με άλλες, από το βήμα της Βουλής μάλιστα, που απαγόρευαν την διαφωνία: «Καλώ την αντιπολίτευση να στηρίξει την κυβέρνηση και να ακολουθεί με στρατιωτική πειθαρχία αυτά που λέμε», τόνισε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, πείθοντάς μας πως οι αντιπρόεδροι του ΓΑΠ έχουν αναλάβει κατ’ εργολαβία να μας υπενθυμίζουν τα ρευστά όρια μεταξύ δημοκρατίας και χούντας στα χρόνια του Μνημονίου. Και δεν είναι μόνο αυτό. Ο Βαγγέλης Βενιζέλος δηλώνοντας ότι «ο όρος selective default δεν πρέπει να μεταφράζεται στα Eλληνικά», προσπάθησε να απαγορεύσει τη συζήτηση εξορίζοντας από το διάλογο την επίμαχη λέξη της χρεοκοπίας. Το ίδιο επιχείρησε να κάνει και με τις ενυπόθηκες εγγυήσεις, τα ενέχυρα δηλαδή που ζητούν οι βορειοευρωπαίοι για να εγκρίνουν το νέο δάνειο, υποδεικνύοντάς μας όταν αναφερόμαστε σ’ αυτό να χρησιμοποιούμε την αγγλική λέξη (collateral) κι όχι την ελληνική. Πίσω από αυτή την επίδειξη αυταρχισμού το ζητούμενο ήταν να μη φανεί η παταγώδης αποτυχία της πολιτικής που ακολουθήθηκε μέχρι πέρυσι, στο βαθμό που διλήμματα του τύπου «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» και «Μνημόνιο ή χρεοκοπία», απαντήθηκαν με τον απρόβλεπτο για την κυβέρνηση τρόπο: Παρότι όχι απλώς αλλάξαμε αλλά γίναμε αγνώριστοι, τελικώς βουλιάζουμε και παρότι δεχθήκαμε τέσσερα Μνημόνια, δύο Εφαρμοστικούς και ένα Μεσοπρόθεσμο, τελικά χρεοκοπούμε...
Τα σενάρια για την αναδιάρθρωση που συζητούνται αυτή την περίοδο στις Βρυξέλλες περιλαμβάνουν μια μεγάλη γκάμα λύσεων και συνδυασμών, ξεκινώντας από την οικειοθελή ή μη ανταλλαγή ομολόγων που λήγουν με νέα, περνώντας από την επαναγορά ομολόγων που αυτή τη στιγμή διαπραγματεύονται στη δευτερογενή αγορά ακόμη και στο 50% της ονομαστικής τους αξίας και καταλήγοντας σε νέα δάνεια. Αυτό ωστόσο που αποκρύπτεται είναι ότι όλες αυτές οι λύσεις έχουν τρία κοινά χαρακτηριστικά: Πρώτο, θα οδηγήσουν το χρέος μακροπρόθεσμα σε νέα ύψη με αποτέλεσμα η επιλεκτική χρεοκοπία του 2011 να μετατραπεί σε κανονική χρεοκοπία το 2014, αφού πρώτα, κι ιδιαίτερα τον Ιούλιο του 2013 όπως προβλέπεται στην απόφαση της τελευταίας συνόδου της ΕΕ, η Μέρκελ θα έχει ενεργοποιήσει το μηχανισμό της «συντεταγμένης χρεοκοπίας». Δεύτερο, είναι προς όφελος των πιστωτών καθώς τα νέα ομόλογα θα έχουν υψηλότερο επιτόκιο με αποτέλεσμα τα συνολικά τους έσοδα από την Ελλάδα να αυξηθούν και τρίτο, θα σημάνουν νέα μέτρα λιτότητας για τους εργαζόμενους στην Ελλάδα. Όπως ακριβώς εκβίασαν με το Μεσοπρόθεσμο δηλώνοντας δημοσίως μάλιστα «πρώτα το ψηφίζετε και μετά βλέπουμε για τη δόση», έτσι και τώρα προϋπόθεση για να δεχτούν το διακανονισμό θα είναι η επιβολή νέων μέτρων φορομπηξίας σαν κι αυτά που ανακοίνωσε το υπουργείο Οικονομικών την Πέμπτη. Πρόκειται για μέτρα τα οποία μπορεί να αποδίδουν πολύ λιγότερα απ’ όσα υπόσχονται, δεν παύουν όμως να μειώνουν ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα μισθωτών και συνταξιούχων.
Παρά το σφοδρό χαρακτήρα της αντιπαράθεσης για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αναδιάρθρωσης μεταξύ των διαφορετικών κέντρων, καθένα από τα οποία θέλει να χάσει όσο το δυνατόν λιγότερα στο πλαίσιο της λύσης που τελικά θα επιλεγεί, τα παραπάνω τρία χαρακτηριστικά αποτελούν τον κοινό παρανομαστή των λύσεων που εξετάζονται χωρίς να αμφισβητούνται από κανέναν. Ούτε καν από την ελληνική κυβέρνηση, που λειτουργεί σαν υπηρέτης όλων μαζί των αφεντάδων...