Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο, (Les Neiges Du Kilimandjaro, Robert
Guediguian, Γαλλία), σε
αντίθεση με τον τίτλο της, είναι μια πολύ ζεστή ταινία για τη φιλία, τη
συντροφικότητα, την αλληλεγγύη, τα ιδανικά της μαχόμενης και οργανωμένης
εργατικής τάξης που φθίνουν σε έναν καινούργιο κόσμο ατομικής απόγνωσης και
βίας.
του Παναγιώτη Φραντζή
Μεγάλωσαν μαζί, φίλοι από παιδιά, μπήκαν μαζί στη δουλειά,
οργανώθηκαν στο συνδικάτο, παντρεύτηκαν νωρίς και έκαναν οικογένεια,
πρωτοστάτησαν στις απεργίες και στους εργατικούς αγώνες. Τώρα στα πενήντα τους,
σε μια άλλη εποχή, έμειναν πιστοί στις ωραίες γυναίκες τους και προσπαθούν να
κρατήσουν ζωντανή την ιδεολογία τους, το σωματείο, που ανήκει στη δύναμη της
CGT, τους ήρωες των παιδικών χρόνων, τον άνθρωπο αράχνη αλλά και τον Ζωρές, την
ιδέα του σοσιαλισμού, είτε του 1936 είτε του 1972, και την αλληλεγγύη, αλλά δεν
είναι καθόλου εύκολο.
Η παγκοσμιοποίηση, η κρίση, απειλεί να ανατινάξει όχι μόνο
τις εργασιακές σχέσεις, αλλά και τους προσωπικούς δεσμούς. Ο ένας από τους δύο
απολύεται, αφού παρότι μέλος της διοίκησης του σωματείου, βάζει στην κληρωτίδα
το όνομά του γιατί δεν θέλει να κάνει χρήση των συνδικαλιστικών προνομίων, όπως
λέει. Η κλήρωση ίσως δεν ήταν η πιο δίκαιη λύση, ίσως ήταν ένας αναγκαίος
συμβιβασμός απέναντι στην πίεση της εργοδοσίας. Δεν είναι σίγουρος.
Η ζωή συνεχίζεται κι αυτός γυρίζει στο σπίτι – προσφέροντας
την εργασία του στις ανάγκες του νοικοκυριού. Μαγειρεύει για τη γυναίκα του που
ξενοδουλεύει και μαστορεύει στα σπίτια των παιδιών του. Στη γιορτή που
οργανώνεται για την επέτειο του γάμου του, λέει στη Μαρί Κλερ ότι την αγαπούσε
και την αγαπά ακόμα και δέχεται για δώρο από τους φίλους του ένα κουτί με λεφτά
και εισιτήρια για το χιονισμένο Κιλιμάντζαρο. Μετά από κόπους τόσων χρόνων,
δικαιούται κι αυτός να απολαύσει ένα ταξιδάκι σαν κι αυτά που συνηθίζουν να
κάνουν οι μισθωτοί της μεσαίας τάξης. «Γίναμε μεσοαστοί;», αναρωτιέται με τη
γυναίκα του με κάποια ενοχή.
Αλλά τι μεσοαστοί είναι αυτοί που μοιράζουν διαφημιστικά και
φυλάνε ηλικιωμένες γυναίκες, καταπίνοντας συχνά προσβολές από τους εργοδότες
τους, για να ζήσουν; Έτσι, σαν βολεμένους, μπορεί να τους βλέπουν οι κομπλεξικοί
νεότεροι, που βιώνουν μια χειρότερη εργασιακή και ευρύτερη ανασφάλεια για τη
ζωή τους και δεν γνώρισαν ποτέ τις βεβαιότητες που διέτρεχαν τις ζωές των
εργατών της προηγούμενης βάρδιας.
Σε αυτόν τον αντίποδα στέκεται εκείνος. Ο τρομερός νέος, για
λίγο συνάδελφος αλλά ποτέ σύντροφος, που απειλεί τη γαλήνη τους, αφού πάνω στην
απόγνωσή του, όταν απολύεται και δεν έχει φράγκο ούτε για το νοίκι ούτε για τη
φροντίδα των δύο μικρών του αδελφών, τους οποίους έχει αναλάβει μετά την
απόφαση της μητέρας τους να φύγει με έναν άντρα, αποφασίζει να τους ληστέψει,
αυτούς που φαίνεται να μισεί όσο και τα αφεντικά και να αρπάξει το κουτί με τα
λεφτά του μικροαστικού ονείρου.
Ο ίδιος δεν ταλαντεύεται, ούτε δείχνει να έχει ηθικούς
ενδοιασμούς ή να μετανιώνει για την πράξη του. Έχει τη βία και την ατομική
συνείδηση του εξαγριωμένου ανθρώπου που δεν γνώρισε ούτε της οικογένειας τη
θαλπωρή ούτε την προστασία των ρυθμισμένων εργασιακών σχέσεων ούτε αναγνωρίζει
στο συνδικάτο κάποια ουσία, στην εποχή της εξατομίκευσης και της ευελιξίας.
Όμως ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο τίμιος εργάτης και ανιδιοτελής
συνδικαλιστής ηγέτης της παλιάς γενιάς, δεν είναι καθόλου σίγουρος ότι έκανε το
σωστό, όταν αφού μετά από μια σύμπτωση τον ανακαλύψει, τον καταδίδει τελικά
στην αστυνομία.
Πυκνά ερωτήματα θέτει η ταινία, που στο σύνολό της αποτελεί
ένα σπουδαίο σχόλιο για τις αντιθέσεις εντός της εργατικής τάξης στην εποχή της
εξατομίκευσης, αν και δεν αποφεύγει σε κάποια σημεία το μελόδραμα – το οποίο
μάλλον μειώνει την αξία του έργου. Το στόρι έχει ένα γαλλικό χάπι εντ, που
υπογραμμίζει την ομορφιά και την ηθική ανωτερότητα των αγωνιστών, που
απορρίπτουν κάθε μικροαστικό όνειρο, ερχόμενοι σε σύγκρουση και με τα ίδια τα
παιδιά τους, αλλά αυτά που δίνει στο θεατή είναι πολύ περισσότερα.