Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Η Γερμανία, ξανά, τα πήρε όλα


Αντίθετα με το κλίμα νίκης, περιορισμένης έστω, των νοτίων χωρών που μεταφέρθηκε από τα μέσα ενημέρωσης την επομένη της συνόδου κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες, στις 28 και 29 Ιουνίου, η αλήθεια είναι πως το Τέταρτο Ράιχ κατάφερε να επιβάλει για μια ακόμη φορά τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά του (όπως η επιβολή των μνημονίων λιτότητας) έστω κι αν δέχτηκε να κάνει δύο μικρούς συμβιβασμούς.


Του Λεωνίδα Βατικιώτη


Παραποίηση της πραγματικότητας
Νέα ήττα του Νότου

Ο φιλοευρωπαϊσμός τυφλώνει! Μάρτυρας ο τρόπος που αποτίμησε τα συμπεράσματα της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής (στις 28 και 29 Ιούνη) ο Τύπος όχι μόνο στη Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες της Μεσογείου. Για να πούμε όμως την αλήθεια, πουθενά αλλού δεν έγινε τόσο χοντροκομμένη παραποίηση της πραγματικότητας όσο στην Ελλάδα, όπου η Μέρκελ παρουσιάστηκε να ηττάται σχεδόν κατά κράτος κι ο φτωχός πλην τίμιος Νότος επιτέλους να παίρνει αυτά που του χρωστούν.

Η πραγματικότητα ωστόσο είναι τελείως διαφορετική, καθώς η Μέρκελ εξήλθε νικήτρια και απ’ αυτή τη σύνοδο κορυφής που διεξήχθη στις Βρυξέλλες κι ήταν η 19η στη σειρά με αποκλειστικό σχεδόν αντικείμενο τη διαχείριση της κρίσης δημόσιου χρέους. Η εικόνα νίκης του ευρωπαϊκού Νότου δημιουργήθηκε με αφορμή την αποδοχή από τη μεριά της Γερμανίας δύο προτάσεων που παρεκκλίνουν από τα μέχρι τώρα συμφωνηθέντα. Η πρώτη αφορά την αποδοχή από τη μεριά της Γερμανίας της δυνατότητας αγοράς κρατικών ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM, ο οποίος ξεκίνησε να λειτουργεί την 1η Ιουλίου και αντικατέστησε το προσωρινό Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, EFSF). Αυτή η ευχέρεια ωστόσο απέχει σημαντικά από την εξασφάλιση των χρηματοδοτικών αναγκών των κυβερνήσεων. Κάτι τέτοιο θα συνέβαινε μόνο αν η αγορά των κρατικών ομολόγων γινόταν χωρίς όρους κι από την πρωτογενή αγορά. Αυτόματα δηλαδή με την έκδοση των ομολόγων από την κυβέρνηση, οπότε τάσεις ανόδου των επιτοκίων και κερδοσκοπίας από τους συνήθεις υπόπτους θα ακυρώνονταν εξ αρχής.

«Αν κοιτάξεις πίσω από την κουρτίνα, θα ανακαλύψεις ότι τουλάχιστον για την Ιταλία τίποτε απολύτως δεν έχει αλλάξει. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας ήταν ήδη σε θέση να αγοράσει ιταλικά ομόλογα από την αγορά. Το εργαλείο ήταν εκεί, αλλά δεν είχε χρησιμοποιηθεί. Οι αλλαγές που συμφωνήθηκαν ήταν αμελητέες», έγραφε στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς την Δευτέρα 2 Ιουλίου ο αναλυτής Βόλφγκανγκ Μινχάου σε άρθρο με τίτλο «Ο πραγματικός νικητής στις Βρυξέλλες ήταν η Μέρκελ, όχι ο Μόντι». Στο άρθρο δε, αφού επαναλαμβάνει το συμπέρασμά του για την επιτυχία της Μέρκελ, συνεχίζει με το εξής ειρωνικό σχόλιο για τα κέρδη του Νότου: «Η Μέρκελ κατάφερε να διατηρήσει τις υποχρεώσεις της Γερμανίας απαράλλαχτες. Κάποιος θα πρέπει να μου εξηγήσει πώς είναι δυνατό να μην έχουμε καμιά μεταβολή στις συνολικές υποχρεώσεις της Γερμανίας, ούτε στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κι από την άλλη Ιταλία και Ισπανία να μπορούν τώρα να είναι ασφαλείς όταν μια βδομάδα πριν δεν ήταν»...

Η δεύτερη απόφαση που λήφθηκε στη σύνοδο κορυφής της 28ης - 29ης Ιουνίου στις Βρυξέλλες, η οποία εμφανίστηκε ως επιτυχία των νότιων χωρών, αφορά τη δυνατότητα που έχουν οι τράπεζες να δανείζονται απ’ ευθείας από τον Μηχανισμό, παρακάμπτοντας έτσι τα κράτη. Πρακτικά δηλαδή η ανακεφαλαιοποίηση ενός ρημαγμένου τραπεζικού συστήματος δεν θα περνάει μέσα από τα κράτη, όπως συνέβη για παράδειγμα στην Ελλάδα, όπου τα 50 περίπου δισ. ευρώ τα οποία χρειάζονται οι τράπεζες προστίθενται στο νέο χρέος συνολικού ύψους 130 δισ. ευρώ που ανέλαβε στο πλαίσιο του προγράμματος ανταλλαγής ομολόγων (PSI) και θα επιβαρύνουν το ελληνικό δημόσιο χρέος, τινάζοντάς το στον αέρα.

Η αλήθεια είναι όμως πως ακόμη κι αυτή η απόφαση, συνολικά, εξετάζοντας δηλαδή και το πλαίσιο στο οποίο είναι τοποθετημένη, συνιστά μια αρνητική απόφαση που λειτουργεί προς όφελος της Γερμανίας κι αυτό για πολλούς λόγους. Κατά πρώτο, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, δηλαδή η αύξηση των μετοχικών τους κεφαλαίων έτσι ώστε να παραμείνουν εν ζωή καλύπτοντας τις συσσωρευμένες ζημιές τους, παραμένει οικονομικό και πολιτικό σκάνδαλο. Από το 2008, όταν ξέσπασε η κρίση, μέχρι και σήμερα οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν χρηματοδοτηθεί από τα κράτη είτε με τη μορφή ρευστού είτε με τη μορφή μετρητών με το μυθικό ποσό των 4,5 τρισ. ευρώ, που αντιστοιχεί σε κάτι περισσότερο από το ένα τρίτο του προϊόντος που παράγει η ΕΕ. Πρόκειται για μια σκανδαλώδη μεταβίβαση κοινωνικού πλούτου στο πιο παρασιτικό τμήμα του κεφαλαίου, το οποίο έχει πάψει προ πολλού να στηρίζει την ανάπτυξη της λεγόμενης πραγματικής οικονομίας και των παραγωγικών δυνάμεων και λειτουργεί σε βάρος της. Αυτό που θα έπρεπε να γίνει, ακόμη και με όρους αγοράς, θα ήταν οι τράπεζες να βάλουν λουκέτο υπό τη σημερινή μετοχική τους σύνθεση και εταιρική μορφή, όπως άλλωστε συνέβη με όλους τους κλάδους και τις επιχειρήσεις που απέτυχαν να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους στο πλαίσιο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, αφού φυσικά το Δημόσιο εγγυηθεί τις καταθέσεις οι οποίες ανέρχονται σε 5 τρισ. ευρώ, μιλώντας για τις τράπεζες της ευρωζώνης. Στη συνέχεια, αυτές οι τράπεζες θα πρέπει να εθνικοποιηθούν και σε κάθε κράτος να μείνουν εν λειτουργία 2-3 εξ αυτών, με αντίστοιχες εξειδικεύσεις, όπως συνέβαινε μέχρι και τη δεκαετία του ’80, όταν το δημόσιο τραπεζικό σύστημα αποτελούσε παράγοντα σταθερότητας κι όχι πολλαπλασιασμού των κραδασμών που δημιουργεί ο οικονομικός κύκλος. Και μόνο επομένως το γεγονός ότι αυτό το υδροκέφαλο τέρας διατηρείται στη ζωή, συνιστά αντιδραστική απόφαση. Δεν είναι όμως μόνο αυτό.

Το τραπεζικό σύστημα ταυτόχρονα συντηρείται στη ζωή με δημόσιους πόρους. Τα 500 δισ. ευρώ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας προέρχονται από τα κράτη της ευρωζώνης. Δηλαδή, δημόσιος πλούτος στρέφεται να υποστηρίξει τα ιδιωτικά κέρδη και μακροπρόθεσμα τη συζητούμενη τραπεζική ένωση, τη νέα μεγάλη ιδέα, που στην πράξη σημαίνει την εξαγορά των τραπεζών από την Ντόιτσε Μπανκ. Μέχρι στιγμής, στον χρηματοπιστωτικό τομέα της ευρωζώνης, μπορεί κανείς να δει όλες τις αντιφάσεις του υπό συνεχή εξέλιξη ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού πόλου. Δηλαδή, τράπεζες κατά βάση εθνικές, παρότι η λειτουργία τους υπακούει σε οδηγίες που έχουν ισχύ σε όλη την έκταση της ΕΕ, που ελέγχονται και υπάγονται σε αυστηρά εθνικά εποπτικά πλαίσια, τα οποία έχουν αποδειχθεί κατ’ επανάληψη ανίκανα όχι μόνο να αποτρέψουν την εμφάνιση κρίσεων, αλλά ακόμη και να εγγυηθούν τη χρηστή λειτουργία. Το φιάσκο για παράδειγμα των δύο «τεστ αντοχής» (στρες τεστ) που διέταξε η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή και τα οποία απέτυχαν παταγωδώς να καταδείξουν τα τρωτά του ισπανικού τραπεζικού συστήματος, είναι χαρακτηριστικό στοιχείο για να γίνει εμφανής η ανάγκη αναθεώρησης της δομής του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Η αναθεώρηση ωστόσο θα γίνει με αυστηρές γερμανικές προδιαγραφές, προς όφελος δηλαδή των γερμανικών τραπεζών, που διατηρούν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, το οποίο είναι αμιγώς πολιτικό. Το προβάδισμα που διατηρούν δηλαδή δεν στηρίζεται στη χρηματοοικονομική τους υγεία. Κάθε άλλο! Το Βερολίνο έχει αποτρέψει κάθε προσπάθεια να ελεγχθούν τα οικονομικά στοιχεία των μικρών κρατιδιακών τραπεζών (των Landesbanken), που βρίσκονται σε πολύ χειρότερη μοίρα από τις ισπανικές «κάχας», τις τράπεζες των αυτόνομων περιφερειών που αυτή τη στιγμή, αναξιόχρεες και με ελλιπή κεφάλαια, αποτελούν το επίκεντρο των ανακατατάξεων στην ισπανική αγορά και πηγή αστάθειας για τον κλάδο. Το ίδιο όμως συμβαίνει και στο Τέταρτο Ράιχ, αλλά κανένας δεν έχει διανοηθεί να απαιτήσει το ξεκαθάρισμά τους, πιέζοντας το Βερολίνο να ανοίξει τα βιβλία τους. Η Γερμανία το θεωρεί αυστηρά δική της υπόθεση, απαγορεύοντας οποιαδήποτε εμπλοκή ξένων! Ζητούμενο επομένως της τραπεζικής ενοποίησης, η οποία δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα διαρκέσει σχεδόν μια δεκαετία, θα είναι μια γιγαντιαία επιχείρηση εξαγορών και συγχωνεύσεων, συγκέντρωσης δηλαδή και συγκεντροποίησης κεφαλαίου που θα ντύσει τον τραπεζικό κλάδο με γερμανικά χρώματα. Δεν πρόκειται μάλιστα να εξελιχθεί και με τόσο βελούδινο τρόπο. Έχοντας ως πεδίο αναφοράς την ευρωζώνη, μοιραία θα στρέφεται ενάντια στο Σίτι του Λονδίνου, αμφισβητώντας την ηγεμονία που διατηρεί στη από εδώ μεριά του Ατλαντικού. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η Αγγλία, εκμεταλλευόμενη τη συμμετοχή της στην ΕΕ, δεν πρόκειται να επιτρέψει να εξελιχθεί ομαλά αυτή η διαδικασία, αλλά συνεχώς θα θέτει νέα προσκόμματα.

Το σημαντικότερο ωστόσο θέμα που σχετίζεται με τη δυνατότητα απ’ ευθείας δανεισμού των τραπεζών από τον Μηχανισμό σχετίζεται με τις κοινωνικές επιπτώσεις. Δηλαδή το μέτρο του απ’ ευθείας δανεισμού θα ήταν πράγματι σωτήριο, αν σήμαινε την απαλλαγή των κρατών από επιπλέον μέτρα λιτότητας. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει! Στην ίδια την απόφαση της Συνόδου Κορυφής υπάρχει πεντακάθαρη αναφορά ότι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα συνοδευτεί από μνημόνια: «Καλούμε στην ταχεία ολοκλήρωση του Μνημονίου Κατανόησης που συνοδεύει τη χρηματοδοτική υποστήριξη της Ισπανίας για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού της τομέα», αναφέρεται κατά λέξη στη δεύτερη παράγραφο του ανακοινωθέντος. Αμέσως πριν μάλιστα, έχει γίνει σαφές ότι δεν πρόκειται για κατ’ εξαίρεση πρόβλεψη, αλλά η δυνατότητα απ’ ευθείας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών θα συνοδεύεται υποχρεωτικά από την εφαρμογή μνημονίων! Έτσι όμως η παράκαμψη των κρατών κι ο απ’ ευθείας δανεισμός παύουν να έχουν νόημα. Η σημασία τους εστιαζόταν στο ότι το δημόσιο χρέος δεν θα αυξανόταν, οξύνοντας έτσι την υφιστάμενη δημοσιονομική κρίση, η οποία οδηγεί στην εφαρμογή αντιλαϊκών μέτρων περικοπών κοινωνικών δαπανών. Τα μέτρα αυτά όμως θα εφαρμοστούν, κατ’ επιταγή των μνημονίων που ήδη γράφονται ως όρος για να λάβει η Ισπανία τα 100 δισ. ευρώ που χρειάζεται για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών της (πιθανότατα ως πρώτη δόση) και με πρωτοβουλία των ίδιων των κυβερνήσεων της Ιταλίας και της Ισπανίας.

Τα αντιλαϊκά μέτρα που έχουν εφαρμοστεί τις τελευταίες μόνο εβδομάδες αποκαλύπτουν ότι η απόφαση της συνόδου κορυφής κάθε άλλο παρά χαλάρωση της λιτότητας σημαίνει. Αποκαλύπτουν επίσης τις κοινωνικές δυνάμεις που υπάρχουν και εντός των κρατών μελών της ΕΕ και οποίες επιζητούν την εφαρμογή της άγριας λιτότητας με ή χωρίς μνημόνια. Στην Ιταλία, ειδικότερα, με την επιστροφή του ο δοτός πρωθυπουργός Μάριο Μόντι, ανακοίνωσε την πρόθεση της κυβέρνησης να απολύσει 55.000 - 200.000 δημόσιους υπαλλήλους έτσι ώστε να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα. Λίγες μέρες δε πριν ξεκινήσει η Σύνοδος Κορυφής, ψηφίσθηκε η κατάργηση του άρθρου 18, που αποτελούσε κόκκινο πανί για το κεφάλαιο, καθώς έθετε όρια στην απόλυση των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Η κατάργησή του, παρότι ίσχυε σε πολύ περιορισμένη πλέον έκταση, θα οδηγήσει την ανεργία στα ύψη. Ανάλογα μέτρα εφαρμόζονται στην Ισπανία από τώρα, χωρίς δηλαδή να έχουν επιβληθεί ακόμη τα μνημόνια. Μέτρα ελαστικοποίησης της εργασίας, με την απελευθέρωση του ωραρίου εργασίας στα εμπορικά καταστήματα, συνεχείς περικοπές στους προϋπολογισμούς των αυτόνομων περιοχών και ιδιωτικοποιήσεις είναι η συνταγή λιτότητας που εφαρμόζει ο Μαριάνο Ραχόι, γνωρίζοντας μάλιστα ότι έτσι οξύνεται και δεν επιλύεται η κρίση χρέους.

Αξίζει τέλος να τονίσουμε ότι στο κείμενο συμπερασμάτων δεν γίνεται η παραμικρή μνεία στην Ελλάδα, ενώ για παράδειγμα αναφέρεται ότι «το Γιούρογκρουπ θα εξετάσει την κατάσταση του ιρλανδικού χρηματοπιστωτικού τομέα υπό τη σκοπιά της περαιτέρω βελτίωσης της βιωσιμότητας του καλά λειτουργούντος προγράμματος προσαρμογής». Για την περίπτωση της Ελλάδας ούτε μια τέτοια γενικότητα δεν υπάρχει. Άρθρα δηλαδή που γράφτηκαν στον Τύπο και προεξοφλούσαν την αυτόματη υπαγωγή της Ελλάδας στις πρόνοιες της απόφασης των 27, με την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους ακόμη και κατά 50 δισ. ευρώ, όσο δηλαδή είναι το ύψος της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, δεν είχαν καμία βάση. Ήταν εντελώς αυθαίρετα.

Ευρωομόλογο: όνειρο ήταν και πάει
Απέρριψε κατηγορηματικά η Μέρκελ κάθε σκέψη για υιοθέτησή του

Αν ανατρέξουμε στις συζητήσεις και τα δημοσιεύματα που προηγήθηκαν της συνόδου κορυφής θα δούμε ότι το μείζον θέμα ήταν η έκδοση ευρωομολόγου, η τελευταία αυταπάτη του ευρωπαϊσμού. Στον πυρήνα της έχει τη λεγόμενη αμοιβαιοποίηση του ευρωπαϊκού δημόσιου χρέους, δηλαδή τη φοβερή ιδέα να επωμιστεί η Γερμανία το εκρηκτικού ύψους δημόσιο χρέος του Νότου και οι νότιες χώρες να απολαύσουν τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού και την υψηλή βαθμολογία από τους οίκους αξιολόγησης των βόρειων χωρών. Ως ιδέα δεν υπάρχει διαφωνία ότι είναι καταπληκτική, μόνο όμως για όποιους ανήκουν στη «Λέσχη της Ελιάς» για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Σπίγκελ. Διαφορετικά, δεν μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα γιατί η Γερμανία εν έτει 2012 (όταν έχουν περάσει δηλαδή αρκετές δεκαετίες απ’ όταν έπρεπε να πληρώσει αδρά για να γίνει αποδεκτή η ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης) να δεχθεί να μοιράσει τα κέρδη της, αναλαμβάνοντας ένα διόλου ευκαταφρόνητο κόστος.

Το σκεπτικό που υπάρχει πίσω από αυτή την πρόταση (χάρη της ευρωπαϊκής ιδέας και για να παραμείνει έτσι ζωντανή η ΕΕ) αναδεικνύει τον επιφανειακό τρόπο με τον οποίο αναλύεται η κρίση χρέους στην ΕΕ, πέρα και μακριά δηλαδή από το πραγματικό της ζητούμενο, που είναι η αφαίρεση κοινωνικών κατακτήσεων. Επανερχόμενοι στο κόστος, υπολογίζεται χαρακτηριστικά πως η υιοθέτηση του ευρωομολόγου, ο κοινός δηλαδή δανεισμός των χωρών της ευρωζώνης που σημαίνει ότι οι χώρες του κέντρου θα δανείζονται με υψηλότερα επιτόκια κι αυτές του Νότου με χαμηλότερα, τον πρώτο χρόνο θα σημάνει ένα επιπλέον κόστος για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό της Γερμανίας ύψους 2,5 δισ. ευρώ. Τον δεύτερο χρόνο το κόστος θα διπλασιαστεί και μετά από δέκα χρόνια, το κόστος θα ανέλθει σε 20 έως 25 δισ. ευρώ!

Η απάντηση που έδωσε η Μέρκελ καθ’ οδόν προς τη Σύνοδο ότι ποτέ δεν πρόκειται να υιοθετηθεί το ευρωομόλογο όσο είναι η ίδια ζωντανή, έσβησε τις αυταπάτες, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα ότι η κρίση χρέους αποτελεί πρώτης τάξης ευκαιρία για μια γιγαντιαία επιχείρηση αναδιανομής του εισοδήματος. Η καθαρή και ξάστερη επομένως απόρριψη της ιδέας του ευρωομολόγου ήταν η πρώτη ήττα των Νοτίων.

ΣΟΒΑΡΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
Ιδιοτελές το γερμανικό ενδιαφέρον για το Νότο
Νέα αναδιάρθρωση χρέους

Οι τακτικές υποχωρήσεις της Μέρκελ (σε ό,τι αφορά τον απ’ ευθείας δανεισμό των τραπεζών και τη δυνατότητα αγοράς ομολόγων από τον Μηχανισμό) που έδωσαν την αφορμή στις πολιτικές ηγεσίες των νότιων χωρών και τον Τύπο να δηλώνουν ότι εξήλθαν νικητές από τη μάχη της Συνόδου Κορυφής δεν είναι μόνο αμελητέες, αλλά επίσης εξυπηρετούν και τις γερμανικές τράπεζες, καθώς δίνουν μια, πρόσκαιρη έστω, διέξοδο στην κρίση χρέους. Ο μεγάλος χαμένος μιας πιθανής χρεοκοπίας της Ιταλίας ή της Ισπανίας (του ενδεχομένου δηλαδή να κηρύξουν στάση πληρωμών στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους) δεν θα ήταν άλλος από τη Γερμανία. Σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, τη «μητέρα» όπως αποκαλείται όλων των κεντρικών τραπεζών με έδρα τη Βασιλεία της Ελβετίας, τα δάνεια που έχει χορηγήσει η Γερμανία προς το Δημόσιο, τις τράπεζες και τον ιδιωτικό τομέα ανέρχονται σε 113 δισ. ευρώ και προς την Ιταλία σε 103 δισ. ευρώ. Είναι επομένως εμφανές ότι σε περίπτωση όξυνσης της κρίσης, στις δύο μεσογειακές χώρες, οι γερμανικές τράπεζες θα έπρεπε να καταβάλουν ένα υψηλό κόστος.

Επομένως, η δικλείδα ασφαλείας που άνοιξε η Μέρκελ ώστε να την ενεργοποιήσει σε περίπτωση όξυνσης της κρίσης δεν αφορούσε τον ιταλικό ή τον ισπανικό λαό, οι οποίοι θα συνεχίσουν να επιβαρύνονται με μέτρα λιτότητας και μειώσεις μισθών, είτε οι τράπεζες δανείζονται απ’ ευθείας από τον μηχανισμό είτε δανείζονται μέσω των κρατών τους, αυξάνοντας ισόποσα το δημόσιο χρέος. Η δικλείδα ασφαλείας, εγγυάται ότι Ισπανία και Ιταλία δεν πρόκειται να οδηγηθούν σε αδυναμία εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους τους, ενδεχόμενο που πριν απ’ οποιονδήποτε άλλο θα έπληττε τις γερμανικές τράπεζες, οι οποίες χρηματοδότησαν την πιστωτική επέκταση των προηγούμενων χρόνων και ωφελήθηκαν τα μέγιστα απ’ αυτήν.

Και αυτή η ρύθμιση ωστόσο αποδείχθηκε βραχύβια. Μόλις προχθές, την Παρασκευή, το επιτόκιο των δεκαετών ισπανικών ομολόγων ανέβηκε ξανά στο 7%, σε επίπεδο δηλαδή που κρίνεται ως απαγορευτικό. Κι αυτό συνέβη μια μόλις εβδομάδα μετά τη σύνοδο κορυφής. Το ίδιο και στην Ιταλία, όπου το επιτόκιο του δεκαετούς κρατικού ομολόγου ξεπέρασε το 6%, αποδεικνύοντας ότι οι αποφάσεις που πάρθηκαν στην σύνοδο κορυφής απέχουν σημαντικά από το να αποτελούν λύση της δημοσιονομικής κρίσης. Αργά ή γρήγορα επομένως θα απαιτηθούν ριζικές αποφάσεις.

Το ίδιο συμπέρασμα υποδεικνύει και η μείωση των επιτοκίων του ευρώ κατά 0,25% που αποφάσισε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την Πέπτη, οδηγώντας τα στο 0,75%. Οι αποφάσεις της Φρανκφούρτης, που επιπλέον αφορούν την επιβολή μηδενικών επιτοκίων στις καταθέσεις ημέρας των τραπεζών (μήπως κι έτσι «ξεκουνηθούν» από την ΕΚΤ καταθέσεις ύψους 800 δισ. που λιμνάζουν) στην πράξη ωθούν στο όριό τους τα εργαλεία που διαθέτει η νομισματική πολιτική, για να διαχειριστεί την κρίση.

Κοινή συνισταμένη και των δύο παραπάνω είναι ότι πολύ σύντομα, στην επόμενη όξυνση της κρίσης και σε κάθε περίπτωση μετά τον Νοέμβριο, όταν θα έχουν ολοκληρωθεί οι αμερικανικές εκλογές, η Γερμανία θα κληθεί να λάβει επώδυνες αποφάσεις, όπως για παράδειγμα την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, όπως με επιμονή ζητά ο οικονομικός φονταμενταλισμός στη Γερμανία, που συστηματικά καλεί σε μια γραμμή μονομερών αποφάσεων και αποπομπής των υπερχρεωμένων μελών από την ευρωζώνη.

Μπροστά σε αυτή την προοπτική, αποκτά ξεχωριστή σημασία η προβολή του αιτήματος εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ κάτω από τους λαϊκούς αγώνες κι όχι με πρωτοβουλία της Γερμανίας κι ευθύνη του ελληνικού αστικού κόσμου. Σε αυτό το ενδεχόμενο η έξοδος από το ευρώ, σε συνδυασμό με ένα νέο κούρεμα του δημόσιου χρέους με σκοπό να φτάσει στο 60% του ΑΕΠ όπως το προανήγγειλε την εβδομάδα που πέρασε ο πρώην πρόεδρος της Ντόιτσε Μπανκ Τζόζεφ Άκερμαν, θα έχει τιμωρητικό χαρακτήρα και θα συνοδευτεί με νέα οδυνηρά μέτρα λιτότητας.