Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Πλιάτσικο στη δημόσια περιουσία


Η ομάδα ήταν έτοιμη για γκολ πριν ακόμη ο διαιτητής σφυρίξει την εκκίνηση. Άλλωστε το παιχνίδι ήταν στημένο και στα μέτρα της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε λειάνει το γήπεδο από τη δεκαετία του ’90 και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, κατ’ εφαρμογή της Συναίνεσης της Ουάσινγκτον στη Γηραιά Ήπειρο. Οι ντόπιες ελίτ είχαν από καιρό φορέσει τη στολή της μαζορέτας, προσδοκώντας υπέρμετρα κέρδη από την ιδιωτικοποίηση του δημοσίου πλούτου. Η κορύφωση της οικονομικής κρίσης προσέφερε την τέλεια δικαιολογία για να ζεστάνει, επιτέλους, ο αγώνας. Ευφημισμοί για το ξεπούλημα, όπως η λέξη «αξιοποίηση», ακούγονταν ρυθμικά, σαν σλόγκαν, από τα στόματα δεκάδων δημοσιογράφων, ως λύση για τη μείωση του δημοσίου χρέους. Ένας καλολαδωμένος μηχανισμός προπαγάνδας στήθηκε για να δυσφημίσει τον αντίπαλο, που δεν ήταν μόνο οι οπαδοί του κρατισμού, αλλά κάθε υπέρμαχος των δικαιωμάτων του ελληνικού λαού και της πραγματικής διάσωσης της εθνικής οικονομίας.

Της Κατερίνας Κιτίδη


Η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά, που τερατογεννήθηκε από τις εκλογές του Ιουνίου, σήκωσε την παντιέρα των ιδιωτικοποιήσεων από την πρώτη κιόλας μέρα της λειτουργίας της. Στην επιστολή που έστειλε ο πρωθυπουργός στους ευρωπαίους εταίρους του, λίγο πριν από την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες, σημείωσε πως η κυβέρνηση θα δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην ολοκλήρωσή τους. Άλλωστε, η στελέχωση του κυβερνητικού επιτελείου ήταν ενδεικτική: Υπουργός Ανάπτυξης και Υποδομών ορίστηκε ο Κωστής Χατζηδάκης, ο άνθρωπος που ξεπούλησε την Ολυμπιακή, ενώ το υπουργείο Οικονομικών ανέλαβε ο πρώην επικεφαλής της «δεξαμενής σκέψης» του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, Γιάννης Στουρνάρας. Ο οικονομολόγος που έμεινε στην ιστορία επειδή προέβλεψε την αύξηση του ΑΕΠ κατά ...17% από το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, επιχειρούσε από πέρυσι να κατευθύνει την ιδιωτικοποίηση του δημοσίου πλούτου, μέσω του σωματείου «Πρωτοβουλία Κάππα», το οποίο είχε συστήσει μαζί με τον αποτυχημένο νεοφιλελεύθερο πολιτικό, Στέφανο Μάνο.

Την Τρίτη, ο επικεφαλής της «τασκ φορς» για την Ελλάδα, Χορστ Ράιχενμπαχ, επίσης εστίασε στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων, διεκδικώντας ενεργό ρόλο στη λήψη μέτρων για την εφαρμογή τους. Την ίδια μέρα, ο υφυπουργός Ανάπτυξης, Νότης Μηταράκης, ανακοίνωσε τη σύσταση μιας νέας «Ειδικής Υπηρεσίας Απεμπλοκής Επενδύσεων» για την αντιμετώπιση των «ενοχλητικών» γραφειοκρατικών σκοπέλων στις ιδιωτικοποιήσεις. Την Παρασκευή, στις προγραμματικές δηλώσεις του, ο Αντώνης Σαμαράς πρόσφερε και τη λίστα των προτεραιοτήτων στην ιδιωτικοποίηση: ΟΣΕ, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ-ΕΥΑΘ, λιμάνια, αεροδρόμια, ακίνητη περιουσία. Η ελπίδα προσεκτικής διεξαγωγής τους, χάρη στα αριστερά δεκανίκια που συμμετέχουν στην κυβέρνηση, είναι φυσικά, φρούδα. Η μάχη θα δοθεί στους δρόμους. Ας τους σταματήσουμε!



Ήταν 11 Φεβρουαρίου του 2011 όταν ο Σερβάζ Ντερούζ άρχισε να προκαλεί απανωτά εγκεφαλικά στην ελληνική κυβέρνηση. Ο φλαμανδός εκπρόσωπος, τότε, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην τρόικα, ξεδίπλωσε ενώπιον δημοσιογράφων ένα γιγαντιαίο σχέδιο αποκρατικοποίησης της ελληνικής δημόσιας περιουσίας, ύψους 50 δισ. ευρώ μέχρι το 2015. Ο υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Παπακωνσταντίνου, είχε πιαστεί στον ύπνο. Οι συνεργάτες του στην τρόικα δεν είχαν τηρήσει ούτε τα προσχήματα, αφήνοντας εκείνον να παρουσιάσει πρώτος τη νέα μεγαλεπίβολη «απάντηση» στο πρόβλημα δημοσίου χρέους. Όμως, παρά το ψυχρό κλίμα που δημιουργήθηκε, η συμφωνία είχε γίνει και τα γρανάζια έπρεπε να πάρουν μπροστά.

Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκε λίγους μήνες αργότερα το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου, το σχήμα που θα έπαιρνε τη σκυτάλη από τη Γενική Γραμματεία Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων, προκειμένου να προχωρήσει στην εκμετάλλευση του ελληνικού δημόσιου πλούτου. Στο Ταμείο θα μεταβιβάζονταν τα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου που έβαιναν προς «αξιοποίηση» ή πώληση κι εκείνο θα αναλάμβανε τη διαχείρισή τους. Επικεφαλής του τέθηκε μια ομάδα «εμπειρογνωμόνων» πολυκομματικής προέλευσης, που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων: Έναν πρώην ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ, ένα μεγαλοστέλεχος της Γιούρομπανκ, μια ...εντυπωσιακά ξανθιά σύμβουλο του Καρατζαφέρη κι έναν έμπιστο του Σαμαρά, πρώην διευθυντή εταιρείας που «πρωταγωνίστησε» την εποχή των σκανδάλων του Χρηματιστηρίου.

Μέχρι στιγμής, το Ταμείο έχει ακουστεί στον Τύπο πιο πολύ για την «περίεργη» σχέση του με τη διαφημιστική εταιρία V+Ο, του γιου του πρώην υπουργού της ΝΔ, Γιάννη Βαρβιτσιώτη, παρά για το έργο του. Αυτό περιορίζεται βασικά στη «νομική και τεχνική προετοιμασία των περιουσιακών στοιχείων για την αποκρατικοποίηση» – δηλαδή στην πρόσληψη στρατιών συμβούλων, με ανυπολόγιστο κόστος για το ελληνικό Δημόσιο. Εν τω μεταξύ, ο αρχικός στόχος των 50 δισ. ευρώ είχε από καιρό ξεχαστεί. Τα ελληνικά «ασημικά» αναμένεται να αποφέρουν μόλις 15 δισ. για τη μείωση του χρέους – με την προϋπόθεση ότι θα είναι «θετικές οι αγορές». Με άλλα λόγια, γη, κτίρια, υποδομές, δημόσιες επιχειρήσεις και συμμετοχές σε εταιρείες, που είναι περιουσία του ελληνικού λαού, θα δοθούν στους ιδιώτες για ένα κομμάτι ψωμί, το οποίο θα φάνε ολόκληρο οι δανειστές της χώρας.

Σήμερα, το Ταμείο χειρίζεται 28 αποκρατικοποιήσεις. Έξι έχουν τοποθετηθεί στην αγορά (Λαχεία, Ελληνικό, ΔΕΠΑ/ΔΕΣΦΑ, Διεθνές Κέντρο Ραδιοτηλεόρασης, Κασσιώπη, Αφάντου), εννέα βρίσκονται σε στάδιο προχωρημένης προετοιμασίας (28 Ακίνητα, ΕΥΑΘ, Εγνατία, ΕΥΔΑΠ, ΕΛΤΑ, ΟΠΑΠ, Λάρκο, ΟΔΙΕ), ενώ η προετοιμασία εξελίσσεται για άλλες δεκατρείς. Η κυβέρνηση έχει θέσει ως βασική προτεραιότητα την ιδιωτικοποίηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, της ΔΕΠΑ/ΔΕΣΦΑ, των κρατικών λαχείων, καθώς και των τριών θυγατρικών της Αγροτικής Τράπεζας (καπνοβιομηχανία ΣΕΚΑΠ, βιομηχανία ζάχαρης και Δωδώνη). Παράλληλα, σκοπεύει να ξεκινήσει άμεσα τις συμβάσεις παραχώρησης για ορισμένα λιμάνια, περιφερειακά αεροδρόμια και τμήματα της Εγνατίας Οδού, ενώ σύντομα θα ακολουθήσει και η μεταβίβαση του ΟΠΑΠ.

Οι αντιδράσεις στο ξεπούλημα είναι ήδη εκτεταμένες. Απέναντί τους, η τακτική της κυβέρνησης είναι διπλή. Αφενός, υπερτονίζει τις (περιορισμένες γενικά) δυνατότητες των ανεξάρτητων αρχών που έχει εξαγγείλει πως θα δημιουργήσει, προκειμένου να εποπτεύουν τη δραστηριότητα των μονοπωλιακών ή ολιγοπωλιακών ΔΕΚΟ που θα ιδιωτικοποιηθούν. Παράλληλα, επισημαίνει ότι ενώ στις επιχειρήσεις αυτές θα παραχωρηθεί η διοίκηση, οι υποδομές θα παραμείνουν στον έλεγχο του Δημοσίου. Η «παγίδα» που κρύβεται σε αυτό το φαινομενικά ανώδυνο σχήμα είναι πολύ συγκεκριμένη: Ενώ θεωρητικά ο ιδιώτης θα είναι υποχρεωμένος να συντηρεί τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης, δεν θα έχει απολύτως κανένα λόγο να το κάνει, εφόσον εάν αυτές καταστραφούν, θα αντικατασταθούν από το κράτος. «Ελλιπής συντήρηση ίσον κέρδος για τον ιδιώτη, καταστροφή του υλικού ίσον αντικατάσταση από τον έλληνα πολίτη. Τα κέρδη στον ιδιώτη, η ζημία στον Έλληνα πολίτη φορολογούμενο» έλεγε χαρακτηριστικά στο ντοκιμαντέρ Catastroika, ο Κώστας Μαριόγλου, πρόεδρος του σωματείου της ΕΥΑΘ, στην οποία αναμένεται να εφαρμοστεί αυτή η πρακτική. Ειρήσθω εν παρόδω, τα μέλη του ΤΑΙΠΕΔ, στο οποίο έχει περάσει η κρατική συμμετοχή στην ΕΥΑΘ μέχρι αυτή να ιδιωτικοποιηθεί, αποφάσισε αύξηση των τιμολογίων το 2013, με την επιβολή ενός «τέλους κύκλου νερού».

Η δεύτερη τακτική της κυβέρνησης είναι η γνωστή και μη εξαιρετέα προπαγάνδα, τόσο για το ζημιογόνο χαρακτήρα των προς πώληση επιχειρήσεων, όσο και για τα κέρδη που θα προσφέρει η «αξιοποίησή» τους. Το θράσος του ΤΑΙΠΕΔ είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό στην περίπτωση της βιομηχανίας παραγωγής και εμπορίας νικελίου Λάρκο: Μία μέρα μετά την ανακοίνωση του Ταμείου ότι η εταιρεία αντιμετωπίζει οξύ πρόβλημα βιωσιμότητας, η διοίκηση της εταιρείας παρουσίασε στοχεία που δείχνουν ότι το 2011 η Λάρκο εμφάνισε ενίσχυση πωλήσεων και κερδών.

Στην περίπτωση του ΟΣΕ, το ψέμα υποβοηθάται από τις μισές αλήθειες. Ο Οργανισμός εξακολουθεί να παρουσιάζεται ως «ο πλέον ζημιογόνος στην Ευρώπη», ενώ υπερτονίζονται τα χρέη του, που αγγίζουν τα 10,3 δισ. ευρώ. Αυτό που δεν επισημαίνεται, ωστόσο, είναι ότι το κράτος ανάγκαζε τον Οργανισμό να δανείζεται, εφόσον το υπουργείο δεν ήθελε ποτέ να αναλάβει το κόστος της ανάπτυξης των σιδηροδρομικών υποδομών – σε αντίθεση με τα λιμάνια, λόγου χάρη, ή τα αεροδρόμια. Εξάλλου, μετά και το αιμοσταγές σχέδιο εξυγίανσης που εφαρμόστηκε στον ΟΣΕ, το οποίο μείωσε το προσωπικό κατά 55% και τις αποδοχές κατά 40%, η εταιρεία έχει σταματήσει πλέον να παράγει ζημία. Αν μάλιστα κάποιος συνυπολογίσει πως χάρη στη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, ο ΟΣΕ αποτελεί «μαγαζί γωνία», που θα μπορούσε να προσφέρει πολλά στο πλαίσιο μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής, γίνεται κατανοητό ότι η ιδιωτικοποίηση αποτελεί πολιτική επιλογή και όχι απαραιτήτως οικονομική ανάγκη.

Η ειρωνεία είναι πως σε σύγκριση με τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, η στάση του ίδιου του επιχειρηματικού κόσμου απέναντι στο κύμα ξεπουλήματος είναι πολύ πιο επιφυλακτική. Ένα παράδειγμα είναι ο όμιλος Λάτση, που κατέχει το 41% των Ελληνικών Πετρελαίων. Το Δημόσιο, που είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος μέτοχος στην εταιρεία, σήμερα πουλά το δικό του μερίδιο ύψους 35,5%. Σύμφωνα με τον οικονομικό Τύπο, ο Λάτσης δεν θα το διεκδικήσει, ενώ παράλληλα θέλει να πουλήσει και τη δική του συμμετοχή. Στο σχεδιασμό του όμως είναι η αποχώρηση από τα ΕΛΠΕ να γίνει σε δύο ή τρία χρόνια, καθώς σήμερα οι τιμές της αγοράς θεωρούνται εξαιρετικά χαμηλές! «Εκτιμά ότι δεν συμφέρει να πωλήσει στις τρέχουσες αποτιμήσεις, αλλά και γιατί θεωρεί ότι με την έναρξη της επένδυσης στην Ελευσίνα τα λειτουργικά κέρδη των ΕΛΠΕ θα απογειωθούν», έγραφε πρόσφατα εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας.

Αντίστοιχη είναι και η συμπεριφορά της αμερικανικής Capital Research and Management Company, του δεύτερου μεγαλύτερου μετόχου του ΟΠΑΠ μετά το Δημόσιο. H Κάπιταλ διέθετε το 15% του μετοχικού κεφαλαίου αυτού του εξαιρετικά κερδοφόρου οργανισμού, όμως στις αρχές Ιουνίου άρχισε να ρευστοποιεί επιθετικά το μερίδιό της, ρίχνοντας κατά πολύ την αξία της μετοχής. Κάποιοι απέδωσαν την κίνηση αυτή στο γεγονός ότι έχει περιοριστεί η μερισματική πολιτική του ομίλου, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η επέκταση του μονοπωλίου του και η εγκατάσταση 35.000 παιχνιδομηχανημάτων, που θα κάνουν πιο ελκυστικό τον ΟΠΑΠ στους μελλοντικούς αγοραστές του. Σύμφωνα, όμως, με ειδικούς της αγοράς, αιτία του πανικού των αμερικανών επενδυτών είναι ...το ξεπούλημα του ελληνικού κρατικού μεριδίου: Όπως διαβάζουμε, ως τώρα το κρατικό μάνατζμεντ αποτελούσε δικλείδα ασφαλείας για τους μετόχους του ΟΠΑΠ. «Ηξεραν ότι υπήρχε ένα κονδύλι μεταξύ 100 - 150 εκατ. ευρώ για χορηγίες και δωρεές, που ήταν στη διακριτική ευχέρεια του ΔΣ να τα διαθέσει και πέραν τούτου ουδέν. Μάλιστα διαχρονικά οι διοικήσεις του ΟΠΑΠ λόγω της κρατικής ομπρέλας ήταν πολύ προσεκτικές σε αναθέσεις και διαγωνισμούς, αφού οτιδήποτε στραβό έβγαινε στον αέρα μέσα από την ίδια την εταιρεία. Η απόφαση να πουλήσει το ΤΑΙΠΕΔ χωρίς δεσμεύσεις το 29% σε ενδιαφερόμενους επενδυτές που λόγω της διεθνούς αρνητικής συγκυρίας είναι μεγάλα private equity funds έχει σημάνει συναγερμό στις τάξεις των υπολοίπων μετόχων, αφού φοβούνται ότι οι πράξεις και κινήσεις του νέου μετόχου που θα μπορεί να διορίζει όλο το ΔΣ θα αποβούν σε βάρος τους γι’ αυτό και επιλέγουν τη σταδιακή αποεπένδυση», σημείωνε πρόσφατο άρθρο με τίτλο: «Η αποκρατικοποίηση διώχνει τους μετόχους»...

Τα παραπάνω παραδείγματα είναι ενδεικτικά του τι συμβαίνει: Η διαδικασία της ιδιωτικοποίησης συνδέεται με άνοδο των τιμολογίων, υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών, μακροπρόθεσμη μείωση των δημοσίων εσόδων, πλήγμα για το εργατικό δυναμικό και παραχώρηση γεωπολιτικά σημαντικών τομέων της οικονομίας. Όπως έχει επιπλέον αποδείξει η διεθνής εμπειρία, συνδέεται με υπονόμευση της πολιτικής ή της οικονομικής δημοκρατίας, αλλά και με εκτεταμένα φαινόμενα διαφθοράς. Στην παρούσα συγκυρία, μάλιστα, ο δημόσιος πλούτος θα παραχωρηθεί σε πολύ χαμηλές τιμές, λόγω της πτώσης των μετοχών στο Χρηματιστήριο. Παρά τον χαρακτήρα «κοινής ωφέλειας» που πρέπει να έχουν οι δημόσιες επιχειρήσεις, η κυβέρνηση εξακολουθεί να θέλει να τις διαχειρίζεται σαν κοινές ιδιωτικές εταιρείες. Ακόμη κι έτσι όμως, θα έπρεπε να ακολουθήσει τις έμμεσες προτροπές των επιχειρηματιών και να πει και αυτή «όχι» στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας!

Στο εξωτερικό επαν-εθνικοποιούν τις δημόσιες επιχειρήσεις

Τη στιγμή που η Ελλάδα ετοιμάζεται για το μεγάλο ξεπούλημα, οι ανεπτυγμένες χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου επιλέγουν το δρόμο της επανεθνικοποίησης για να προστατεύσουν τα συμφέροντα των πολιτών, αλλά και την εθνική οικονομία. Όπως αποκάλυψε την περασμένη εβδομάδα η εφημερίδα Ομπζέρβερ, το κόμμα των Βρετανών Εργατικών σχεδιάζει την επίσημη υιοθέτηση έκθεσης που προβλέπει την πλήρη εθνικοποίηση των σιδηροδρομικών υποδομών, τη σταδιακή κατάργηση της πολυσδιάσπασης στην παροχή των υπηρεσιών (η οποία θα παραμείνει σε ιδιωτικά χέρια), καθώς και το δημοκρατικό έλεγχο της λειτουργίας των τρένων από τους επιβάτες, τους υπαλλήλους, τις τοπικές και περιφερειακές αρχές.

Η παρακμή των βρετανικών σιδηροδρόμων ξεκίνησε παράλληλα με την ιδιωτικοποίησή τους από την κυβέρνηση Μέιτζορ στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η ιδιωτικοποίηση υποτίθεται ότι θα «απελευθέρωνε» τους σιδηροδρόμους, όμως στην πραγματικότητα δημιούργησε ένα σύστημα περίπλοκο και εξαιρετικά δύσκολο στη διαχείρισή του. Το κόστος της ελλιπούς συντήρησης μετρήθηκε σε ανθρώπινες ζωές, καθώς στα τρία μεγαλύτερα δυστυχήματα που αποδίδονται στην ιδιωτικοποίηση, 42 άτομα έχασαν τη ζωή τους και 600 τραυματίστηκαν. Παράλληλα, μέσα σε τρία χρόνια, το Δημόσιο πλήρωσε σε επιδοτήσεις στις ιδιωτικές εταιρείες όλα τα χρήματα που κέρδισε απ’ το ξεπούλημα του σιδηροδρόμου. Σύμφωνα με την έκθεση των Εργατικών, την οποία συνέταξε η Επιτροπή Ποιότητας Ζωής του κόμματος, ακόμη και σήμερα, ο κρατικός κορβανάς εξακολουθεί να χάνει κάθε χρόνο 1,2 δισ. λίρες από την ιδιωτικοποίηση και την πολυδιάσπαση στην παροχή υπηρεσιών. Εάν δεν υπήρχαν αυτές οι απώλειες, οι πολίτες θα πλήρωναν 18% φτηνότερα εισητήρια. Τώρα, όχι μόνο καταβάλλουν τα υψηλότερα κόμιστρα στην Ευρώπη, αλλά αναμένουν και νέες αυξήσεις από τον Ιανουάριο.

Στο υπάρχον σύστημα, τις υποδομές διαχειρίζεται η εταιρεία Νέτγουορκ Ρέιλ, η οποία μόνο κατ’ όνομα είναι ιδιωτική, καθώς λαμβάνει επιχορήγηση 4 δισ. λιρών ετησίως από το βρετανικό κράτος. Άλλες ιδιωτικές εταιρείες ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την εξυπηρέτηση τμημάτων των γραμμών. Η ειρωνεία είναι πως, φυσικά, οι συγκεκριμένες εταιρείες δεν είναι όλες βρετανικές. Και εκείνες που έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να αναλάβουν τις δυτικές και ανατολικές γραμμές είναι θυγατρικές του γερμανικού εθνικού μεταφορέα Ντόιτσε Μπαν και του αντίστοιχου γαλλικού SNCF. Εάν όντως κερδίσουν αυτές τα συμβόλαια, τα κέρδη που θα έχουν από τις δραστηριότητές τους στη Βρετανία, θα τα επενδύσουν στο γερμανικό και το γαλλικό δίκτυο, βοηθώντας στη διατήρηση χαμηλών κομίστρων.

Η Βρετανία προσπαθεί να ξεφύγει από έναν κυκεώνα στον οποίο η Ελλάδα κάνει τα πάντα για να μπει. Στις αρχές της δεκαετίας, η Γαλλία είχε βρεθεί σε αντίστοιχη θέση με τη βρετανική, επιχειρώντας να αντιστρέψει την ιδιωτικοποίηση σε ένα διαφορετικό τομέα, τη διαχείριση του νερού. Στο Παρίσι, ήταν ο Ζακ Σιράκ εκείνος που αποφάσισε την ιδιωτικοποίηση του νερού το 1985. Ανέθεσε τη διαχείρισή του στις πολυεθνικές Βεόλια και Σουέζ και σύστησε μια νέα ημικρατική εταιρεία για την εποπτεία τους. Καθώς όμως στο ΔΣ της εταιρείας συμμετείχαν στελέχη των δύο ιδιωτικών επιχειρήσεων, ο έλεγχος των οικονομικών δραστηριοτήτων τους και της παροχής υπηρεσιών ήταν σχεδόν μηδαμινός. Η τιμή του νερού κατέληξε να αυξάνεται συνεχώς επί 15 χρόνια, φτάνοντας στο επίπεδο του 260%(!), χωρίς να υπάρχει κάποια τεχνική ή οικονομική εξήγηση. Εν τω μεταξύ, τα κέρδη της Βεόλια και της Σουέζ άγγιζαν τα 60 και τα 30 εκ. ευρώ ετησίως.

Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, έχοντας την υποστήριξη μιας συμμαχίας σοσιαλιστών, κομμουνιστων, οικολόγων και άλλων αριστερών παρατάξεων, ο δήμαρχος του Παρισιού αποφάσισε να ξαναφέρει τη διαχείριση του νερού στα χέρια της πόλης. Σύστησε μια δημοτική εταιρεία και της ανέθεσε την παραγωγή, τη μεταφορά, τη διανομή, καθώς και την τιμολόγηση της κατανάλωσης του πόσιμου νερού. Δημιούργησε μία εποπτική αρχή των δραστηριοτήτων της, η οποία στελεχώνεται από πολίτες, αποφάσισε τη μείωση των τιμολογίων κατά 8% και την επένδυση όλων των εσόδων στην ανανέωση του δικτύου.

Το δρόμο του Παρισιού έχουν ακολουθήσει πολλές ακόμη πόλεις. Η Τουλούζη, η Γκρενόμπλ, το Μπορντό, η Μπρεστ και η Λιλ στη Γαλλία, η Βουδαπέστη στην Ουγγαρία ή η Ατλάντα στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι περιπτώσεις που δείχνουν πως η δυναμική διεκδίκηση της δημόσιας διαχείρισης του νερού, ώστε αυτή να εξυπηρετεί πραγματικά το κοινό καλό, δεν περιορίζεται σε χώρες που τα νεοφιλελεύθερα παπαγαλάκια αρέσκονται να χαρακτηρίζουν «τριτοκοσμικές». Τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση προωθεί την ιδιωτικοποίηση της ΕΥΑΘ και της ΕΥΔΑΠ, στην Ευρώπη αναπτύσσεται το Aqua Publica Europa, ένα δίκτυο των κρατικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον τομέα του νερού, προκειμένου να αντικρούσουν το εκτεταμένο λόμπινγκ από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Την ίδια στιγμή, στη Γαλλία η δικαιοσύνη έχει αναλάβει δράση προκειμένου να αποδοθούν ευθύνες για τα καταστροφικά αποτελέσματα της ιδιωτικοποίησης σε έναν ακόμη τομέα, τις τηλεπικοινωνίες. Την Τετάρτη, οι αρχές διέταξαν δικαστική έρευνα για το ρόλο του πρώην διευθύνοντος συμβούλου της Φρανς Τελεκόμ, Ντιντιέ Λομπάρ, στις αυτοκτονίες πάνω από 30 εργαζομένων της επιχείρησης το 2008 και το 2009. Οι αυτοκτονίες έλαβαν χώρα δέκα χρόνια μετά την αποκρατικοποίηση του γαλλικού τηλεπικοινωνιακού κολοσσού, αλλά θεωρείται ότι σχετίζονται άμεσα με αυτή. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης που συνόδευσε το πέρασμα της εταιρείας σε ιδιωτικά χέρια οδήγησε στην περικοπή 22.000 θέσεων εργασίας και τη μετακίνηση 10.000 εργαζομένων σε διαφορετικά πόστα. Όπως καταγγέλλουν ανεξάρτητοι ερευνητές και συνδικαλιστικές ενώσεις, το γεγονός αυτό, παράλληλα με τη θέσπιση ανέφικτων στόχων παραγωγικότητας, είχαν «παθολογική επίδραση» στο ηθικό του προσωπικού. Ωστόσο, η ιδιωτική Φρανς Τελεκόμ αγνόησε τις προειδοποιήσεις των γιατρών σχετικά με την ψυχική υγεία των υπαλλήλων, με τραγικά αποτελέσματα. Ο ίδιος ο Λομπάρ παραιτήθηκε το 2010 εν μέσω της γενικής κατακραυγής για τον τρόπο που χειρίστηκε την κατάσταση.