Δυσπιστία απέναντι στο κίνημα και την Αριστερά, αυταρέσκεια για το ρόλο του
Η αλήθεια ότι δεν στέλνει κανείς πρόσκληση στον εαυτό του, ισχύει όσο και ότι η κοινή δράση προϋποθέτει δύο τουλάχιστον μέρη. Τα αυτονόητα αυτά πάντως δεν φαίνεται να ισχύουν για το ΚΚΕ, που την προηγουμένη εβδομάδα απηύθυνε έκκληση «συμπόρευσης» και «κοινής δράσης» μέσω καλέσματος της Κεντρικής Επιτροπής αλλά και συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε η Αλ. Παπαρήγα.
Στην πραγματικότητα, το Κομμουνιστικό Κόμμα κάλεσε σε εκλογική ενίσχυση των συνδυασμών του στις τοπικές εκλογές, επενδύοντας παράλληλα, σε φραστικό τουλάχιστον επίπεδο, στη γενική λαϊκή απαίτηση για ενότητα της Αριστεράς απέναντι στην επίθεση.
Το πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη της προηγούμενης Κυριακής τιτλοφορούταν «ελάτε μαζί μας σε κοινή δράση». Το κάλεσμα αυτό απευθυνόταν στους εργατοϋπαλλήλους του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, στους αυτοαπασχολούμενους, τους μικρομεσαίους αγρότες, τις γυναίκες, τους νέους και τους συνταξιούχους. Πιο συγκεκριμένα, απευθυνόταν σε όλους εκείνους «που για χρόνια στήριζαν τις ελπίδες τους στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ». Στο κείμενο της Κεντρικής Επιτροπής καλούνται τα τμήματα αυτά «να δράσουμε από κοινού στα μέτωπα συσπείρωσης στα οποία ήδη συμμετέχουν λαϊκές δυνάμεις πέρα από το ΚΚΕ. Οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι στο ΠΑΜΕ, οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μικροί έμποροι στην ΠΑΣΕΒΕ, οι φτωχοί αγρότες στην ΠΑΣΥ, οι φοιτητές και σπουδαστές στο ΜΑΣ, μαζί με τις γυναίκες που δρουν στους συλλόγους και στις επιτροπές της ΟΓΕ». Πρόκειται για μαζικούς φορείς που ιδρύθηκαν με πρωτοβουλία του ΚΚΕ και ελέγχονται οργανωτικά από τα στελέχη του. Επομένως δεν πρόκειται για κάλεσμα ενότητας, αλλά για κάλεσμα πύκνωσης των κομματικών σχηματισμών.
Προϋπόθεση για κάθε είδος κοινής δράσης είναι η συμμετοχή σ' αυτήν άλλων πολιτικών δυνάμεων, όπως άλλωστε έχει πράξει στο παρελθόν το κόμμα του Περισσού με το ΔΗΚΚΙ στις προηγούμενες αυτοδιοικητικές εκλογές, την Κομμουνιστική Ανανέωση και άλλες μικρότερες ομάδες. Στην παρούσα φάση πάντως δεν προκρίθηκε κανενός είδους πολιτικό μέτωπο.
Αντιθέτως, το ΚΚΕ επιλέγει τη ρήξη με την υπαρκτή πολιτική και κοινωνική Αριστερά της χώρας μας. Πρώτο, γιατί στο κάλεσμά του αρνείται να συμπεριλάβει όχι μόνο τις οργανώσεις και τα κόμματα αλλά και τους αριστερούς πολίτες ή τους αγωνιστές του εργατικού κινήματος που αναφέρονται στην Αριστερά. Απευθύνεται αποκλειστικά στους «εγκλωβισμένους» ψηφοφόρους του δικομματισμού. Δεύτερο, επειδή και σε αυτή την πρωτοβουλία προχωρά σε νέα επίθεση στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ. Η επιχειρηματολογία του ναι μεν περιέχει σωστά σημεία κριτικής, όπως η ταλάντευση του χώρου αυτού για το ρόλο της ΕΕ και οι αυταπάτες του για δήθεν φιλολαϊκές λύσεις που θα προκύψουν από κυβερνήσεις συνεργασίας, όμως φτάνει στο σημείο να «τσουβαλιάζει» ένα ιστορικό ρεύμα της Αριστεράς μαζί με την κυβέρνηση, τη ΝΔ και το ΛΑΟΣ στο ίδιο στρατόπεδο. «Χωρά μεγάλη συζήτηση το τι είναι και τι δεν είναι "Αριστερά" σήμερα», υπογραμμίζει το κείμενο χαρακτηριστικά. Έτσι όμως, το ΚΚΕ πριονίζει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται. Βαθαίνει τη δυσπιστία του κόσμου απέναντι σε όλη την Αριστερά, επιβεβαιώνοντας την κυρίαρχη αντίληψη του χώρου «ο μεγαλύτερος εχθρός μου είναι ο διπλανός μου».
Συγχρόνως, από το κάλεσμα της Κεντρικής Επιτροπής συνάγεται το συμπέρασμα ότι ένα ΚΚΕ ενισχυμένο στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, παράλληλα με την εκλογική «τιμωρία» του δικομματισμού, είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη για την ανατροπή της επίθεσης και των μέτρων. Παρόλο που σε προεκλογική περίοδο δικαιολογείται τέτοια αυταρέσκεια, ωστόσο από αυτές τις διατυπώσεις προκύπτει ότι το ΚΚΕ υποβαθμίζει καίρια το ρόλο ενός εργατικού πολιτικού κινήματος στην ανατροπή αυτή.
Άλλωστε, όπως σημείωσε η γενική γραμματέας του κόμματος στη συνέντευξη Τύπου της Δευτέρας, «οι αγώνες δεν μπορεί να έχουν αποτελεσματικότητα όταν μετέχουν άνθρωποι οι οποίοι στο δρόμο του αγώνα διεκδικούν (...) αλλά δεν αποδεσμεύονται από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ». Με άλλα λόγια αυτό σημαίνει ότι οι σημερινοί αγώνες είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία, εκτός εάν τροποποιηθούν ριζικά οι πολιτικοί συσχετισμοί σε κοινοβουλευτικό επίπεδο και έτσι «αλλάξει η τάξη που βρίσκεται στην εξουσία». Με την ίδια λογική, η Αλέκα Παπαρήγα τόνισε ότι «δεν αρκούν οι αγώνες που ασκούν πίεση». Πίσω από τη θέση «πρώτα αλλάζει η εξουσία χέρια, μετά έρχονται οι νίκες», αποκαλύπτεται η δυσπιστία που τρέφει το ΚΚΕ απέναντι στο εργατικό - λαϊκό κίνημα και απέναντι στη δυνατότητά του να αποσπάσει νίκες μικρές αλλά και γενικής ισχύος στην πάλη του για την ηγεμονία και για την αλλαγή των συσχετισμών.
0 Τοποθετησεις:
Δημοσίευση σχολίου