Στο... αρχείο τα εγκλήματα του σιωνισμού
Αθήνα και Λευκωσία ελπίζουν πως ό,τι δεν κατάφεραν τόσα χρόνια με τη διπλωματία του «γιες μεν» και την επίδειξη καλής διαγωγής απέναντι στις ΗΠΑ, θα καταστεί τώρα εφικτό με τη βοήθεια του εβραϊκού λόμπι. Και γι’ αυτό, δεν διστάζουν να «πουλήσουν» απροκάλυπτα τους Παλαιστίνιους, αλλά και να διακινδυνεύσουν να γίνουν προκεχωρημένες βάσεις σε ενδεχόμενη πολεμική επιδρομή κατά του Ιράν – με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ωστόσο η πραγματικότητα θα τις διαψεύσει.
Δεν έχει στεγνώσει ακόμη το μελάνι στα πρωτοσέλιδα και τα εκτενή αφιερώματα των ελληνικών εφημερίδων, που έκαναν λόγο για «πειρατεία» και «εγκληματικές ενέργειες», καταγγέλλοντας το εβραϊκό κράτος για απαράδεκτη συμπεριφορά,
η οποία παραβιάζει κάθε έννοια διεθνούς δικαίου. Και φυσικά, δεν έχουν δοθεί ακόμη οι εξηγήσεις που –τόσο απρόθυμα, είναι αλήθεια– ζήτησε η Αθήνα από
το Τελ Αβίβ για το συμβάν, κάτω από
το φόβο γενικευμένης κατακραυγής.
Κι όμως. Τίποτε από όλα αυτά δεν εμπόδισε τον Παπανδρέου, τον... φον Δρούτσα και τα άλλα παιδιά της ελληνικής κυβέρνησης να υποδεχτούν μετά βαΐων και κλάδων τον αρχισφαγέα Νετανιάχου, τον πρώτο ισραηλινό πρωθυπουργό που επισκέπτεται την Ελλάδα, φιλοξενώντας τον με κάθε πολυτέλεια και επισημότητα επί τρεις ολόκληρες μέρες. Όσο για το γεγονός ότι εκείνες ακριβώς τις μέρες αναζωπυρώθηκε η φημολογία περί των σχεδίων του Ισραήλ για επίθεση στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν,
ούτε αυτό στάθηκε ικανό να σταματήσει το Μαξίμου και τον Βενιζέλο από το να ανάψουν το «πράσινο φως» στα πολεμικά του αεροπλάνα για να κάνουν ασκήσεις πολέμου στο Αιγαίο.
Υπασπιστές στο πλευρό του έλληνα πρωθυπουργού στάθηκαν επάξια ο Σαμαράς και ο Καρατζαφέρης, αδιαφορώντας φυσικά για το αίμα χιλιάδων Παλαιστινίων που είχε στα χέρια του και παθαίνοντας αμνησία αναφορικά με παλιότερες καταγγελίες τους, ειδικά ο δεύτερος. Τα δε ΜΜΕ, έβαλαν εν μία νυκτί στον πάγο τα αμέτρητα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ του παρελθόντος για τα εγκλήματα των σιωνιστών, για να τα αντικαταστήσουν με ύμνους που αφορούσαν τη στρατηγική προσέγγιση της Ελλάδας με το Ισραήλ, την οποία συνέδεαν χωρίς περιστροφές με την κρίση που επικρατεί στις σχέσεις του δεύτερου και των ΗΠΑ με την Τουρκία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η στροφή προς το Ισραήλ δεν είναι διόλου ευκαιριακή, αλλά συνιστά μια στρατηγική επιλογή για την ελληνική αστική τάξη – ή τουλάχιστον, για μεγαλύτερη μερίδα της από ό,τι μπορούσαμε μέχρι σήμερα να φανταστούμε. Εντάσσεται δε στο πλαίσιο ενός γενικότερου σχεδιασμού για την ευρύτερη περιοχή, ο οποίος ξεπερνά τα στενά όρια της Ελλάδας, φέρει την ξεκάθαρη σφραγίδα των Αμερικανών και η υλοποίησή του διευκολύνθηκε και επιταχύνθηκε με την έλευση του Παπανδρέου στην εξουσία. Οι συνέπειες αυτής της στροφής ασφαλώς είναι σημαντικές για την εξωτερική πολιτική της Αθήνας – όμως, για τους εργαζόμενους της χώρας η διάστασή της είναι διαφορετική και, ενδεχομένως, όχι τόσο καθοριστικής σημασίας...
Οι εικόνες από τους θερμούς εναγκαλισμούς Παπανδρέου-Νετανιάχου και την κινητοποίηση του... μισού λιμενικού και πλειάδας σκαφών και εναέριων μέσων για να κάνει μια ασφαλή μίνι κρουαζιέρα στον Πόρο ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, η κατάληψη του κέντρου της Αθήνας από πράκτορες της Μοσάντ και η επιχείρηση - σκούπα στα αυτοκίνητα που βρίσκονταν σε μεγάλη ακτίνα από το εστιατόριο όπου επρόκειτο να δειπνήσει, προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις και ειρωνικά σχόλια – ακόμη και στους καθωσπρέπει θαμώνες του Κολωνακίου που έχουν απομείνει αυτήν την περίοδο στην πρωτεύουσα. Για τη ΝΔ, όμως, η οποία δεν αφήνει τίποτε να πέσει κάτω στην εναγώνια προσπάθειά της να αποδείξει ότι είναι αντιπολίτευση, αυτά δεν συνιστούσαν αιτία κριτικής, αλλά πρώτης τάξης ευκαιρία για επίδειξη πνεύματος συναίνεσης. «Ορθώς ο κ. Παπανδρέου πήγε πριν από λίγο καιρό στο Ισραήλ και ορθώς οργανώθηκε μέσα σε ταχύτατο χρόνο η ανταποδοτική επίσκεψη του κ. Νετανιάχου στην Αθήνα. Νομίζουμε ότι όλα αυτά κινούνται θετικά», δήλωσε ρητά και κατηγορηματικά ο εκπρόσωπος του κόμματος Π. Παναγιωτόπουλος, κόβοντας το βήχα σε όσους σκέφτηκαν να προβάλουν ενστάσεις. Όσο για τον πρόεδρο Α. Σαμαρά, διασφάλισε και αυτός μια πρόσκληση του «αδελφού» Λικούντ για να επισκεφθεί το Ισραήλ, την οποία φυσικά και αποδέχθηκε.
Αλλά και ο έτερος ένοικος της «πολυκατοικίας» φρόντισε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. «Οι λεπτές ισορροπίες της εξωτερικής πολιτικής της χώρας δεν μπορούν να εκβιάζονται και να υπαγορεύονται από ακραία στοιχεία με στείρες αγκυλώσεις. Ο διαχρονικός προσανατολισμός της Ελλάδας με τον αραβικό κόσμο δεν απαγορεύει την ανάπτυξη διμερών σχέσεων με το Ισραήλ, ιδίως μετά τις τελευταίες εξελίξεις στην περιοχή. Η κυβέρνηση πρέπει να αφουγκραστεί τις νέες διόδους που της προσφέρονται και να διορθωθούν παραλείψεις του παρελθόντος», σχολίασε ο Γ. Καρατζαφέρης («ο κωλοτούμπας» στη δημοσιογραφική πιάτσα), επιβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά το ρόλο του ως... αναπληρωτή πρωθυπουργού της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ειδικά στα δύσκολα θέματα.
«Αλλάζουν οι ισορροπίες – νέος άξονας υπό εκκόλαψη», ήταν οι δύο βασικοί τίτλοι στο φύλλο της Τρίτης για την Ελευθεροτυπία, η οποία υποδέχθηκε με απροσδόκητα μεγάλη θέρμη την επίσκεψη Νετανιάχου. Πλήρης η συμφωνία και του Έθνους, το οποίο διαπίστωνε την «ευκαιρία ενός νέου ρόλου» στην περιοχή για την Ελλάδα. «Ισραηλινό χρυσωρυχείο – η Αθήνα προσδοκά σημαντικά οφέλη μετά την επίσκεψη Νετανιάχου», σημείωναν τα Νέα. «Η προσέγγιση με το Ισραήλ αποτελεί μια ορθή γεωπολιτική κίνηση για την Ελλάδα (...) Όσο για εκείνους οι οποίοι συνεχίζουν να βλέπουν την άσκηση εξωτερικής πολιτικής μέσα από το πρίσμα της “ηθικής”, καλό θα ήταν να θυμούνται πως στη διπλωματία αυτό που προέχει πάντοτε και φέρνει αποτελέσματα είναι ο ρεαλισμός», εξηγούσε η Καθημερινή, με τον γνωστό ωμό τρόπο της.
Την ίδια στιγμή, έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα έβριθαν αναλύσεων γύρω από τη νέα επιδείνωση της κρίσης στις σχέσεις Ουάσινγκτον και Άγκυρας, στο επίκεντρο της οποίας βρέθηκε η απειλή της πρώτης προς τη δεύτερη ότι δεν θα της πουλήσει υπερσύγχρονα όπλα. Μάλιστα, προκειμένου να «δέσει» το σενάριο, γινόταν εκτενής αναφορά στον καθοριστικό ρόλο που έχει παίξει το πανίσχυρο εβραϊκό λόμπι των ΗΠΑ (το ίδιο που εγγυάται ότι δεν θα εκδοθεί κανένα ψήφισμα κατά του Ισραήλ από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ) για τη σκλήρυνση της στάσης του Κογκρέσου έναντι του Ερντογάν. Η συνεπαγωγή είναι σαφής: Αφού οι Τούρκοι τα έχουν σπάσει με τους Ισραηλινούς και τους Αμερικανούς, είναι ευκαιρία η Ελλάδα να «χωθεί σφήνα», ευελπιστώντας σε άμεσα και μακροπρόθεσμα οφέλη. Και διακινδυνεύοντας, παράλληλα, να διαρρήξει μια και καλή τις σχέσεις της με τον αραβικό κόσμο, που είχε οικοδομήσει πριν από 30 περίπου χρόνια ο πατέρας του νυν πρωθυπουργού.
Ποια, όμως, μπορούν να είναι αυτά τα οφέλη; Προφανώς, δεν έχουν κυρίως οικονομική διάσταση, παρά τα όσα για ευνόητους λόγους ισχυρίζονται τα ΜΜΕ. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι το δήθεν «ρεύμα» ισραηλινών τουριστών προς την Ελλάδα είναι αριθμητικά ασήμαντο (το κράτος αριθμεί 7,5 εκατ. κατοίκους, εκ των οποίων λιγότεροι από 6 εκατ. είναι Εβραίοι), ενώ και στο εμπόριο δεν πρόκειται να υπάρξουν σοβαρές μεταβολές, πέρα από την ανταλλαγή τεχνογνωσίας σε ορισμένους τομείς (ανάμεσα στους οποίους είναι και τα γενετικά μεταλλαγμένα προϊόντα).
Κατά συνέπεια, η συνεργασία και τα προσδοκώμενα οφέλη επικεντρώνονται σε διαφορετικό επίπεδο. Για το μεν Ισραήλ, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: Έχοντας χάσει την προνομιακή συμμαχία της Τουρκίας, η οποία πολλαπλασιάζει και ενισχύει τους δεσμούς της με το Ιράν και το σύνολο του μουσουλμανικού κόσμου επιδιώκοντας να αποκτήσει ηγεμονικό ρόλο, το Τελ Αβίβ κινδύνευε να βρεθεί εντελώς απομονωμένο – τόσο διπλωματικά όσο και στρατιωτικά, καθώς η στενή λωρίδα γης που αποτελεί το κράτος του δεν είναι αρκετή για να ασκηθούν τα αεροπλάνα του. Με την υποστήριξη των ΗΠΑ, λοιπόν, στράφηκε στην Ελλάδα και την Κύπρο, που του διασφαλίζουν άνετη διέξοδο σε όλη τη Μεσόγειο, ενώ παράλληλα του δίνουν τη δυνατότητα να δείξει στους Τούρκους ότι δεν τους χρειάζεται απαραιτήτως.
Σε αντάλλαγμα, υποσχέθηκε σε Αθήνα και Λευκωσία βοήθεια από το μοναδικό πραγματικά ισχυρό χαρτί που διαθέτει (πλην, βεβαίως, των πυρηνικών του όπλων): το εβραϊκό λόμπι – αυτό το οποίο, όπως εύστοχα υπενθύμισε γνωστός έλληνας ανταποκριτής στις ΗΠΑ, είχε όλα τα προηγούμενα χρόνια «αναλάβει τη διαπόμπευση του ελληνισμού προς όφελος της Τουρκίας». Και αν στην Ελλάδα οι περισσότεροι διστάζουν ακόμη να αναφερθούν ανοιχτά στο συγκεκριμένο πάρε - δώσε, στην Κύπρο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αρκετοί, άλλωστε, θα θυμούνται ενδεχομένως τη δήλωση που είχε κάνει ο «κομμουνιστής» πρόεδρός της, Δ. Χριστόφιας, προσπαθώντας να αιτιολογήσει την προκλητική απαγόρευση απόπλου του Στολίσκου από τα λιμάνια της χώρας του, κάνοντας λόγο για «ζωτικά συμφέροντα» της Κυπριακής Δημοκρατίας που επέβαλαν τη συγκεκριμένη στάση.
Με απλά λόγια, Αθήνα και Λευκωσία μοιάζουν να ελπίζουν πως ό,τι δεν κατάφεραν τόσα χρόνια με τη διπλωματία του «γιες μεν» και την επίδειξη καλής διαγωγής απέναντι στις ΗΠΑ, θα καταστεί τώρα εφικτό με τη βοήθεια του εβραϊκού λόμπι. Και γι’ αυτό, δεν διστάζουν να «πουλήσουν» απροκάλυπτα τους Παλαιστίνιους, αλλά και να διακινδυνεύσουν να γίνουν προκεχωρημένες βάσεις σε ενδεχόμενη πολεμική επιδρομή κατά του Ιράν – με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, ορισμένοι ...αιθεροβάμονες να κάνουν ήδη όνειρα για την ημέρα εκείνη που Αμερικανοί και Ισραηλινοί θα εκδιώξουν τον τουρκικό στρατό κατοχής από την Κύπρο, δίνοντας ένα μάθημα στους Τούρκους και τον Ερντογάν!
Πρόκειται για ανοησίες απίστευτου μεγέθους και ταυτόχρονα εξαιρετικά επικίνδυνες. Διότι είναι τουλάχιστον αφελείς όσο πιστεύουν ότι η Ουάσινγκτον θα είναι από εδώ και πέρα εχθρός με την Τουρκία, ότι ο Ερντογάν έχει αποφασίσει να κηρύξει πόλεμο στις ΗΠΑ ή ότι το Ισραήλ θα πει όχι σε μια ενδεχόμενη νέα προσέγγιση από την πλευρά της Άγκυρας. Και θα συνιστούσε τουλάχιστον επίδειξη ανικανότητας από την πλευρά της ελληνικής αστικής τάξης εάν δεν κατανοούσε ότι όλα όσα συμβαίνουν σήμερα είναι μέρος των μεγάλων γεωπολιτικών ανακατατάξεων, στο τέλος των οποίων η Τουρκία και η Αμερική (πιθανότατα δε και το Ισραήλ) θα είναι και πάλι σύμμαχοι. Πρόκειται για ανακατατάξεις οι οποίες, όπως προαναφέραμε, αφορούν και άλλες χώρες – όπως αποδεικνύεται, για παράδειγμα, από την ολοένα πιο στενή πρόσδεση της Βουλγαρίας στο άρμα των ΗΠΑ, από την επιλογή του ηγέτη των Σέρβων της Βοσνίας να επισκεφθεί το Ισραήλ και να καταγγείλει από εκεί την ανάμειξη της Άγκυρας στα εσωτερικά της χώρας, αλλά και από τη συστηματική προσπάθεια να αποσπαστεί η Συρία από τη συμμαχία της με το Ιράν.
«Το διπλωματικό παιχνίδι ανάμεσα στην Αμερική, την Τουρκία και το Ισραήλ είναι για πολύ μεγάλους παίκτες και το παραμικρό λάθος σε καίει για πάντα», προειδοποιεί ο ίδιος ανταποκριτής, αναδεικνύοντας τον κίνδυνο η Αθήνα να χάσει και τα αυγά και τα πασχάλια, με τους ακροβατισμούς του Παπανδρέου, ο οποίος έχει βάλει στόχο του να γίνει ο πολιτικός που θα κλείσει οριστικά τη σελίδα της μεταπολίτευσης, σε όλα τα επίπεδα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η στροφή που επιχειρείται αυτή την περίοδο είναι σημαντική και θα έχει πολύπλευρες συνέπειες. Κι αυτό δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρει τους πάντες – και την επαναστατική Αριστερά.
Πλανάται οικτρά ο Παπανδρέου...
Η ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΕΥΝΟΗΣΕ ΤΗ ΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΑΛΛΑ ΘΑ ΒΡΕΘΕΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ
Η ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΕΥΝΟΗΣΕ ΤΗ ΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΑΛΛΑ ΘΑ ΒΡΕΘΕΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ
Οσο κι αν φαντάζει παράδοξο, η πολιτική και χρονική συγκυρία στην Ελλάδα διευκόλυνε σημαντικά το άνοιγμα του Παπανδρέου προς τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Η εξήγηση είναι απλή: Με το ΔΝΤ και την ΕΕ να θεωρούνται σήμερα ως οι βασικοί υπεύθυνοι για τη ληστρική επιδρομή στο εισόδημα των εργατικών οικογενειών, την εκτίναξη στα ύψη της φτώχειας και της ανεργίας, τη μείωση των συντάξεων και την αύξηση των ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση, οι Έλληνες είναι απολύτως φυσικό να νιώθουν και να δηλώνουν πριν και πάνω από όλα αντι-ευρωπαίοι και στη συνέχεια αντι-αμερικανοί και αντισιωνιστές.
Αυτή η παράμετρος, σε συνδυασμό με την ορθολογική επιλογή να πραγματοποιηθεί το ταξίδι του Νετανιάχου στην καρδιά του καλοκαιριού και όχι κάποια άλλη στιγμή, όταν αρκετές πολιτικές δυνάμεις και κοινωνικές ομάδες θα βρίσκονταν ούτως ή άλλως με το… δάχτυλο στη σκανδάλη, είχε ως αποτέλεσμα οι αντιδράσεις (που αυτή τη φορά προέρχονταν αποκλειστικά από την πλευρά της Αριστεράς) να είναι οι μικρότερες δυνατές και ασφαλώς ελάχιστα ενοχλητικές για την κυβέρνηση – ειδικά καθώς η αντίθετη άποψη προβλήθηκε ελάχιστα από τα ΜΜΕ. Και έτσι, με τον πιο ήρεμο τρόπο, επισημοποιήθηκε μια στροφή η οποία, σε άλλες περιόδους, θα είχε σημάνει λαϊκό ξεσηκωμό.
Ωστόσο, το μέλλον δεν είναι ρόδινο ούτε για την κυβέρνηση ούτε για τους θιασώτες της στενότερης συνεργασίας με τους Αμερικανούς και το εβραϊκό κράτος. Από εδώ και στο εξής, είναι ξεκάθαρο για τον καθένα ότι ο Παπανδρέου, ο Δρούτσας και τα άλλα παιδιά θα είναι συνένοχοι για τα εγκλήματα των Ισραηλινών σε βάρος των Παλαιστινίων και άλλων λαών της περιοχής, όπως του Λιβάνου ή του Ιράν. Πλέον, κανείς δεν θα έχει την παραμικρή αμφιβολία –ούτε στο εσωτερικό, αλλά ούτε και στην πλειοψηφία του μουσουλμανικού κόσμου– ότι η Αθήνα θα συγκαταλέγεται στους ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς. Και έτσι, η άγραφη ασυλία της Ελλάδας θα ανήκει πλέον στο παρελθόν…
Όλα δείχνουν, λοιπόν, ότι η δυσχερής θέση στην οποία έχει βρεθεί η ελληνική αστική τάξη έναντι των ανταγωνιστών της, την οδηγεί στην υιοθέτηση μιας πιο επιθετικής πολιτικής, με την ελπίδα να ρεφάρει τις απώλειες. Κι αυτό γίνεται τόσο εντός συνόρων (απέναντι στους εργαζόμενους) όσο και εκτός, όπου επιλέγει να προσδεθεί στο άρμα εκείνων των δυνάμεων που ακολουθούν παραδοσιακά μια ανοιχτή ιμπεριαλιστική πολιτική στην περιοχή – δηλαδή, των ΗΠΑ και του Ισραήλ.
ΔΙΧΑΖΕΙ Η ΙΝΤΙΦΑΝΤΑ
Ποιοι Άραβες,
ποιοι Παλαιστίνιοι;
Όταν, μετά την εισβολή του Ισραήλ στο Λίβανο το 1982, η τότε κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου συνέβαλε αποφασιστικά στην ασφαλή απομάκρυνση του Γιασέρ Αραφάτ και των στελεχών της Φατάχ και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης από την πολιορκημένη Βηρυτό και τη μεταφορά τους με ελληνικά πλοία στην Τυνησία, ελάχιστοι είχαν ουσιαστικό λόγο να προβάλουν αντιρρήσεις σε αυτή την κίνηση. Εξάλλου, τότε, ο Αραφάτ και η οργάνωσή του, παρά τις πολιτικές διαφωνίες και αντιπαραθέσεις, εξακολουθούσε να αποτελεί οργανικό τμήμα ενός μαχητικού και ριζοσπαστικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, που πολεμούσε για έναν απολύτως δίκαιο σκοπό. Το γεγονός δε ότι το Παλαιστινιακό βρισκόταν στην «καρδιά» των Αράβων, τόσο στην ελίτ όσο και στη λαϊκή πλειοψηφία, καθιστούσε μάλλον αυταπόδεικτη την απάντηση που όφειλε να δώσει το ελληνικό εργατικό κίνημα στο δίλημμα «με το Ισραήλ ή με τους Άραβες».
Από τότε ως σήμερα, όμως, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Ασφαλώς, κάποια πράγματα παραμένουν ίδια: Το Ισραήλ εξακολουθεί να είναι ο στυγνός και αιμοβόρος κατακτητής, που δεν διστάζει να βουτήξει στο αίμα πότε τη Λωρίδα της Γάζας, πότε το Λίβανο και πότε ένα διεθνή Στολίσκο με ανθρωπιστική βοήθεια, προκειμένου να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της αστικής του τάξης και το ρόλο της στη Μέση Ανατολή. Από αυτή την άποψη, είναι και πάλι αυταπόδεικτη η απάντηση στο ερώτημα αν πρέπει να είμαστε με το Ισραήλ ή με τους Παλαιστίνιους – για την ακρίβεια, με τον παλαιστινιακό λαό που αγωνίζεται για την ανεξαρτησία του και με τις οργανώσεις που ο ίδιος επιλέγει, θεωρώντας ότι υπηρετούν καλύτερα αυτόν το σκοπό (διατηρώντας πάντοτε, βεβαίως, το δικαίωμα της διαφωνίας και της κριτικής).
Παράλληλα, ωστόσο, έχουν συντελεστεί και σημαντικές αλλαγές στη διάρκεια των τριών αυτών δεκαετιών, δημιουργώντας νέα δεδομένα και επιβάλλοντας να γίνουν οι αναγκαίοι διαχωρισμοί. Για παράδειγμα, δεν μπορεί κανείς να κλείσει τα μάτια στο γεγονός ότι η νυν ηγετική ομάδα της Φατάχ, υπό τον Αμπού Μάζεν, η οποία κυριαρχεί σήμερα στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, έχει ξεπουλήσει τον αγώνα του παλαιστινιακού λαού, έχει εγκαταλείψει στη μοίρα τους τούς ελεύθερους πολιορκημένους της Γάζας και προτιμά να συνδιαλέγεται με τους κατακτητές και τους μεγάλους προστάτες τους στην Ουάσινγκτον – απολαμβάνοντας, ως αντάλλαγμα, αρκετά προνόμια και διασφαλίζοντας ασυλία.
Κατ’ ανάλογο τρόπο, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι και τα περισσότερα καθεστώτα των αραβικών κρατών και εμιράτων της περιοχής –από την Σαουδική Αραβία μέχρι την Ιορδανία– εκτός από το ότι παραμένουν βαθύτατα αντιδραστικά και ασκούν τρομερή καταπίεση εντός των συνόρων τους, ουσιαστικά έχουν πλέον αποκηρύξει, πολιτικά και υλικά, τον ασυμβίβαστο αγώνα και την Ιντιφάντα, έστω κι αν με αυτόν τον τρόπο προκαλούν το λαϊκό αίσθημα στις χώρες τους.
Κατά συνέπεια, σήμερα το πραγματικό δίλημμα που τίθεται δεν είναι «με το Ισραήλ ή με τους Άραβες». Διότι ακόμη και εκείνη η μερίδα της ελληνικής αστικής τάξης που εξακολουθεί να αντιτίθεται στη στροφή της κυβέρνησης του υιού Παπανδρέου προς το Ισραήλ και στηρίζει τους Άραβες, δεν αναφέρεται σε καμία περίπτωση στα ριζοσπαστικά και ασυμβίβαστα κομμάτια του παλαιστινιακού και αραβικού κόσμου, αλλά στα διεφθαρμένα καθεστώτα και τις ελίτ, με τις οποίες θεωρεί ότι μπορεί να αναπτύξει στενότερες σχέσεις και να αποκομίσει περισσότερα οφέλη. Με τους σεΐχηδες που εξασφαλίζουν δουλειές και μπαξίσια σε ελληνικές εταιρείες, που αφήνουν πετροδολάρια στα τουριστικά θέρετρα και αγοράζουν μερίδια σε προβληματικές ελληνικές επιχειρήσεις.
Προφανώς, εμείς δεν στηρίζουμε τους ίδιους Άραβες – ούτε καν τους ίδιους Παλαιστίνιους…