Επειδή οι μέρες έχουν μια αργή πορεία, επειδή δεν διαφαίνονται ηρωικές διακρίσεις στον ορίζοντα κι ο ενθουσιασμός δεν περισσεύει, επειδή οι συσχετισμοί προφητεύουν μακριές νύχτες, και μόνο οι πολύ αισιόδοξοι ανακτούν τμήματα αιθρίας, επειδή η ιστορία καθυστερεί ως φαίνεται να ορίσει τους εντολοδόχους των επόμενων ποιημάτων, όπως και τους ήρωές τους εξ άλλου, κι επειδή η καθημερινότητα, υπόγεια, ανέμπνευστη, υποκριτική και ασήμαντη καταναλώνει όλη την υπεραξία των σκέψεών μας, λέω να εισηγηθώ τη συγγραφή λυρικών ποιημάτων, επί τέλους, γι’ αυτή την καθημερινότητα.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΚΑΜΝΑΚΗΣ
Τις πράξεις και τις παραλήψεις της. Για πράξεις ευτελείς, άσημες, αχρείαστες άλλοτε στους ποιητές και τους χρονικογράφους, Γι’ αυτόν το μόχθο το δύσκολο, τον επίπονο και τον χωρίς φτερά, που δεν έχει κερδίσει ακόμα τις απαλλαγές της απόστασης, και συνεπώς λογαριάζεται με κριτήρια παρόντος και βγαίνει χρεωμένος στο μέλλον. Το οποίο μέλλον ωστόσο εξιστορεί ένα παρελθόν που αποτελείται πάντα από τέτοιες πράξεις, μοναχά που δεν μνημονεύονται, καθώς ακόμα και τα μεγάλα γεγονότα έχουν την ανάγκη όλων εκείνων των μικρών, με τη ρουτίνα και τις μικροψυχίες τους, που ύστερα ξεχνιούνται, όχι μόνο γιατί δεν τα θυμάται ή δεν βρίσκεται κανείς να τα εξιστορήσει, αλλά και γιατί οι ίδιοι θέλουμε συχνά να τα ξεχάσουμε.
Οι εξόριστοι, ας πούμε, στα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, είναι ηρωικοί, «οι δικοί μας άγιοι», κι ωστόσο, αν τους ξανακοιτάξεις, φοβούνται, αποζητούν μια λύτρωση, ποθούν πάνω απ’ όλα να γυρίσουν σπίτι, νοσταλγούν την ασημαντότητα της καθημερινότητας, συναλλάσσονται, υποκύπτουν, αμφιβάλλουν. Δεν ξέρουν την Iστορία, δεν βλέπουν αδιάκοπα μπροστά τους ένα μέλλον όπου οι άνθρωποι θα τους μνημονεύουν με ευγνωμοσύνη, βλέπουν ένα παρόν που τους βασανίζει. Γυρίζουν, όταν γυρίσουν, σπίτι και βρίσκουν σιωπή – γι’ αυτό πονέσαμε τόσα χρόνια;, γι’ αυτούς τους ανθρώπους μοχθήσαμε;, γι’ αυτές τις γκρεμισμένες ψυχές ονειρευτήκαμε; Και η γοητεία τους, η ποιητική (και ιστορική) τους συνεισφορά είναι πως παρ’ όλα αυτά επιμένουν, ταλαντεύονται, αμφιβάλλουν, φοβούνται, και επιμένουν.
Θέλω να πω ότι καλός είναι ο θαυμασμός κι ο ρομαντισμός του παρελθόντος, μονάχα που σβήνει ό,τι στο παρόν είναι ιδιαίτερα κοπιαστικό και άχαρο. Αλλά, εκτός από τις φορές που η Iστορία γράφεται σε ρυθμούς πολυβόλου, και κυριολεκτικά και μεταφορικά, πάντα η καθημερινότητα περιέχει την άκαρδη ρουτίνα της, που δεν ξέρεις ποτέ που σε βγάζει. Γι’ αυτό προτείνω τη στροφή στο λυρισμό της πραγματικότητας.