Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Μονόδρομος για το κεφάλαιο η κυρίαρχη πολιτική

Πανελλαδικό Σώμα ΝΑΡ


Με μεγάλο ενδιαφέρον και συμμετοχή συνεχίζεται η συζήτηση πάνω στο Κείμενο Εργασίας «Καπιταλιστική Κρίση και Αριστερά», ενόψει του Πανελλαδικού Σώματος του ΝΑΡ, το Σαββατοκύριακο 2-3 Απρίλη στην Αθήνα. Το κείμενο και άλλα χρήσιμα υλικά είναι διαθέσιμα και στην ιστοσελίδα του ΝΑΡ (www.narnet.gr). Η συζήτηση επιχειρεί να φωτίσει
τις βαθύτερες αιτίες της αστικής επίθεσης και να αναδείξει την αναγκαιότητα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.




ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΗΝΑΚΑΚΗΣ




Το κεφάλαιο, οι κυβερνήσεις, οι εθνικοί και διεθνείς οργανισμοί και μηχανισμοί του υιοθετούν, στην προσπάθειά τους να υπερβούν την κρίση, μια στρατηγική κοινωνικού κανιβαλισμού, που συνθλίβει τις εργατικές ανάγκες και τη φύση. Μια στρατηγική που, παρά τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας, διαπνέεται από μια ενιαία λογική.
Προκύπτει, εδώ, ένα καίριο ερώτημα: Δεν θα μπορούσε να υιοθετηθεί ένας διαφορετικός δρόμος από τον αστικό συνασπισμό εξουσίας; Δεν θα μπορούσε να προκριθεί μια πολιτική που να εμπεριέχει κάποια στοιχεία κεϋ νσιανισμού; Δεν βλέπουν τα αδιέξοδα της γραμμής που επιλέγουν; Δεν βλέπουν, για παράδειγμα, ότι η δραματική συμπίεση των μισθών συρρικνώνει την κατανάλωση και τα φορολογικά έσοδα, βυθίζει πιο βαθιά στην ύφεση και στο δημόσιο χρέος και δεν προοιωνίζεται την έξοδο από την κρίση;

Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει κατ’ αρχήν να δούμε γιατί υιοθετείται αυτή την κανιβαλική στρατηγική. Υπάρχει, ασφαλώς, η πολιτική πλευρά: Aν και οι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί εμπεριέχουν τη δυνατότητα ταχύτερης και βαθύτερης ανάπτυξης της τάσης εργατικής χειραφέτησης, εντούτοις σφραγίζονται καταλυτικά από την καταθλιπτική κυριαρχία των τάσεων υποταγής. Με άλλα λόγια, το εργατικό κίνημα και η επαναστατική Αριστερά δεν είναι στο επίπεδο που θα μπορούσε να αναχαιτίσει ή να ανατρέψει την αστική επιδρομή.
Είναι όμως μόνο αυτό; Και πάλι όχι. Η αστική πολιτική δεν είναι αυθαίρετη επινόηση κάποιων ηγετών ή κάποιων φωτισμένων διανοούμενων τύπου Κέυνς ή Φρίντμαν, δεν είναι απλώς μια μορφή διαχείρισης, είναι τελικά «συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας», των αναγκών και των προτεραιοτήτων της, όπως αυτές συμπλέκονται με τους ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς, τις πολιτικές διαμεσολαβήσεις, την ταξική πάλη.

Στην παρούσα φάση, λοιπόν, το κεφάλαιο αντιλαμβάνεται ότι η καρκινοβασία της καπιταλιστικής κερδοφορίας και η εκδήλωση της κρίσης υπερσυσσώρευσης έχει τη βάση της στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Δηλαδή στο γεγονός ότι –λόγω των τεχνολογικών αλλαγών και της μαζικής χρησιμοποίησης ενός πιο ακριβού και πιο γρήγορα ανανεούμενου τεχνολογικού εξοπλισμού, ο οποίος αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας αλλά αντικαθιστά εργατικά χέρια και μυαλά και εκτοπίζει τη ζωντανή εργασία από την παραγωγή– λιγότεροι εργαζόμενοι (που αυτοί μόνο παράγουν υπεραξία) κινούν περισσότερα κι ακριβότερα μέσα παραγωγής (που δεν παράγουν υπεραξία).

Πώς μπορεί να αντισταθμιστεί –από τη σκοπιά του κεφαλαίου– αυτή η κατάσταση; Κατ’ αρχήν με μια βουτιά στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, που θα τονώνει αποφασιστικά και με πρωτοφανή αγριότητα την άντληση υπεραξίας – τόσο σχετικής όσο και απόλυτης, ειδικά αυτής, θα έλεγε κανείς στην παρούσα φάση. Και ταυτόχρονα, με μια ριζικότατη ανασυγκρότηση των σχέσεων εργασίας (δηλαδή των όρων αγοραπωλησίας και εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης) τόσο στο περιεχόμενο της εργασίας και τις εργασιακές ικανότητες, όσο και στη σχέση ζωντανής - νεκρής εργασίας, τη σχέση των μισθωτών μεταξύ τους στο προτσές παραγωγής (την «κοινωνικά συνδυασμένη εργασία» του Μαρξ), τη μορφή της εργασιακής ένταξης και τη θέση στην ιεραρχία της παραγωγής. Να, λοιπόν, τι βρίσκεται πίσω από την πολιτική του Γ. Παπανδρέου και του ΔΝΤ, του Nτ. Κάμερον και της ΕΕ, της A. Μέρκελ και του ΣΕΒ, τις οδηγίες Μπολκενστάιν και τα 592 ευρώ, την κρυφή γοητεία της Κίνας και την υπερεκμετάλλευση των μεταναστών.

Μάλιστα, όσο ο καπιταλισμός –λόγω της πλανητικής διαπλοκής των κεφαλαίων– δυσκολεύεται να καταφύγει στον όλεθρο του πολέμου ως μέσο για την εκτόνωση της κρίσης, τη μαζική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και την επανεκκίνηση της καπιταλιστικής μηχανής, τόσο πιο βίαια καταφεύγει στον όλεθρο του άγριου κοινωνικού πολέμου, της ανεργίας, της συμπίεσης της αξίας της εργατικής δύναμης κάτω και από το φυσικό - βιολογικό της όριο.

Με αυτή την έννοια, η ακολουθούμενη πολιτική είναι μονόδρομος για το κεφάλαιο, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, είναι στρατηγική επιλογή για την υπέρβαση μιας ιστορικού χαρακτήρα κρίσης και όχι τακτικού χαρακτήρα διαχείριση για το συμμάζεμα μιας τρέχουσας κυκλικής κρίσης. Σε αυτή την πολιτική συνέκλιναν όλοι οι αστικοί κύκλοι παγκοσμίως, όχι γιατί «συνεννοήθηκαν σε ένα τραπέζι» ή γιατί τους την υπέδειξαν κάποια «θινκ τανκ» του κεφαλαίου, αλλά γιατί εκεί τους «οδηγούν από τα πράγματα» οι νόμοι κίνησης και το ένστικτο κερδοφορίας του κεφαλαίου.

Η στρατηγική αυτή διασχίζεται, προφανώς, από οξύτατες αντιθέσεις και αντιφάσεις, που δοκιμάζουν τόσο άμεσα όσο και μακροπρόθεσμα την αποτελεσματικότητά της και προδικάζουν νέα οξύτερα κρισιακά επεισόδια. Για παράδειγμα, η δραματική συμπίεση της αξίας της εργατικής δύναμης εξακοντίζει την απόσπαση υπεραξίας, αλλά καταβαραθρώνει την πραγμάτωσή της στη σφαίρα της κατανάλωσης. Η λεηλασία της φύσης προσφέρει κερδοφόρες διεξόδους σε υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια, αλλά θέτει σε κίνδυνο τους συνολικούς όρους αναπαραγωγής του συστήματος. Η συντριβή των κοινωνικών δικαιωμάτων σταθεροποιεί την καπιταλιστική κερδοφορία, αλλά αποσταθεροποιεί το πολιτικό σύστημα. Τα μνημόνια και τα σύμφωνα για το ευρώ επιτρέπουν στις γερμανικές τράπεζες να μην απαξιωθούν τα ομόλογα των υπερχρεωμένων χωρών που κατέχουν, αλλά δυσκολεύουν τις εξαγωγές των γερμανικών βιομηχανιών. Η προσπάθεια των πολυεθνικών του πετρελαίου να ελέγξουν απευθείας τα κοιτάσματα σε χώρες όπως η Λιβύη, αποκαθηλώνοντας τους ως χτες κυβερνητικούς διαμεσολαβητές, ίσως αυξήσει τα κέρδη τους, αλλά αποδεικνύεται πολιτικά πιο σύνθετη από τους αρχικούς υπολογισμούς τους.

Ας μη μας προκαλεί εντύπωση το γεγονός αυτό. Έτσι είναι ο καπιταλισμός. Ένα σύστημα βουτηγμένο σε αντιθέσεις και αντιφάσεις, ορθολογικός στο επίπεδο κάθε μεμονωμένης επιχείρησης και ανορθολογικός στο επίπεδο της κοινωνίας συνολικά. Αν μπορούσε να χαλιναγωγήσει τις αντιφάσεις αυτές, δικαίως θα υπερηφανευόταν ότι αποτελεί το «τέλος της ιστορίας» και το «ιδανικότερο των κοινωνικών συστημάτων που γνώρισε η ανθρωπότητα». Αλλά δεν μπορεί…

Πολιτικά συμπεράσματα
Στρατηγική απάντηση

ΚΑΝΕΝΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΓΙΑ ΚΕΫΝΣΙΑΝΕΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ

Αναγκαία η ριζική τομή στο κίνημα και την Αριστερά

Ο χαρακτήρας της αστικής στρατηγικής για την υπέρβαση της κρίσης και οι λόγοι που οδηγούν τον αστικό συνασπισμό εξουσίας στην απάντηση αυτή, οδηγούν παράλληλα και σε ορισμένα βασικά πολιτικά συμπεράσματα. Κατ’ αρχήν, η υιοθέτηση της στρατηγικής αυτής δεν είναι απότοκο απλώς της κυριαρχίας των αγορών και των τραπεζών ή της επικράτησης μιας ορισμένης μορφής διαχείρισης (του νεοφιλελευθερισμού). Δεν είναι προϊόν εξωγενούς επιβολής και υποτέλειας ή της αδηφαγίας της Μέρκελ που προτιμά μια γερμανική Ευρώπη από μια ευρωπαϊκή Γερμανία. Προκύπτει ως σημείο «συνάντησης» των αναγκών τόνωσης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, των ενδοαστικών ανταγωνισμών και της ανισόμετρης κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης με την ταξική πάλη και την κίνηση του πολιτικού συστήματος.

Δεύτερον, καθώς η κρίση έχει αποκτήσει δραματικό χαρακτήρα και μεγάλο βάθος, η διέξοδος από αυτήν δεν είναι ακόμη ορατή και οι ελπίδες για ικανοποιητικούς για το κεφάλαιο ρυθμούς συσσώρευσης μοιάζουν αναιμικότατες, τα περιθώρια του συστήματος να παρεκκλίνει από αυτήν την πολιτική, να τη συνδυάσει με κάποια στοιχεία κεϋνσιανισμού, να την προωθήσει με ευέλικτες και σαλαμωτές μεθόδους είναι απειροελάχιστα αν όχι εντελώς ανύπαρκτα. Γι’ αυτό και η ωμότητα, ο καταιγισμός μέτρων, ο κυνισμός, ο κοινοβουλευτικά πραξικοπηματικός τρόπος και η ανελαστικότητα στην προώθησή τους. 

Τρίτον, η αντιπαράθεση με τη στρατηγική αυτή και τους κύριους κόμβους της (Ευρωπαϊκή Ένωση, χρέος, σχέση μισθών-κερδών, κυβέρνηση κ.λπ.), η πάλη για την ανατροπή της με όρους εργατικού αντικαπιταλιστικού κινήματος δεν είναι μια τακτικού χαρακτήρα μάχη. Είναι μια αναμέτρηση στρατηγικού χαρακτήρα. Είναι ο κύριος δρόμος μέσα από τον οποίο η εργαζόμενη πλειοψηφία, μέσα από την πείρα της μπορεί να κατανοεί την αναγκαιότητα ανατροπής της αστικής κυριαρχίας, να ωριμάζει τις προϋποθέσεις για μια τέτοια επαναστατική ανατροπή και να επιταχύνει τις αποφασιστικές συγκρούσεις που θα κρίνουν μια τέτοια ανατροπή, θα οδηγήσουν σε αλλαγή σε επίπεδο εξουσίας και θα εγκαινιάσουν τους μετασχηματισμούς της εργατικής δημοκρατίας - εξουσίας και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. 

Τέταρτο, η ανάσχεση ή –περισσότερο δε– η ανατροπή της αστικής στρατηγικής -επίθεσης δεν μπορεί να είναι προϊόν απλών συνδικαλιστικών αγώνων –έστω μαχητικών, μαζικών και αποφασιστικών– ή κοινοβουλευτικών διαδικασιών, δεν μπορεί να γίνει με προμετωπίδα τις «λαϊκές οικονομίες - εξουσίες» ή τον κεϋνσιανισμό του χτες και τη «δημοκρατική επανίδρυση της ΕΕ», ούτε μπορεί να προέλθει με το περιεχόμενο και τις μορφές δράσης του υπάρχοντος συνδικαλιστικού κινήματος. Απαιτεί ριζική τομή σε όλα τα επίπεδα: Tόσο σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενο της εργατικής απάντησης στην κρίση όσο και στους φορείς που θα επιβάιλουν μια τέτοια απάντηση.