Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Επαναστατική τομή στην Αριστερά και το κίνημα


Με τις συνόδους κορυφής της ΕΕ στις 11 και 25 Μάρτη περνάμε σε μια νέα φάση της πολιτικής και ταξικής αντιπαράθεσης στην ελληνική κοινωνία. Με τις αποφάσεις των Βρυξελλών η ΕΕ υιοθετεί ως δική της μακροπρόθεσμη πολιτική «Μνημονίου» για όλες τις χώρες της Ευρώπης. Το «Σύμφωνο για το ευρώ» δεν είναι παρά η συμπύκνωση του κοινωνικού πολέμου που οι αστικές τάξεις της Ευρώπης εξαπολύουν ενάντια στους λαούς για να φορτωθεί η καπιταλιστική κρίση στις πλάτες των εργαζόμενων, για να δυναμώσει η κερδοφορία πάνω στα κοινωνικά ερείπια της ελληνικής και ευρωπαϊκής εργατικής τάξης.



ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΡΑΓΑΝΙΓΟΣ



Τα βάρβαρα μέτρα που περιλαμβάνει η «Συμφωνία για το ευρώ» είναι ήδη γνωστά. Το πρόβλημα για την αστική τάξη είναι ότι το νέο «Μνημόνιο» έρχεται σε μια περίοδο, που η πολιτική αυτή έχει οριστικά και αμετάκλητα χρεοκοπήσει οικονομικά, κοινωνικά, ηθικά και πάνω από όλα πολιτικά, στα μάτια της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας ως επιλογή που θα «έβγαζε τη χώρα από το αδιέξοδο». Για την συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας το «Μνημόνιο» είναι ο δρόμος να βγουν οι τραπεζίτες και οι βιομήχανοι από την κρίση συντρίβοντας τους εργαζόμενους και τα δικαιώματά τους. Έτσι οι εργαζόμενοι εγκαταλείπουν όλο και πιο μαζικά τον αστικό δικομματισμό, καθώς ούτε η «αντιμνημονιακή» δημαγωγία της ΝΔ μπορεί να έχει κάποιο αποτέλεσμα.

Το ρεύμα κατά της «κυβέρνησης και του Μνημονίου» δυναμώνει διαρκώς, αλλά πλαταίνοντας παίρνει όλο και πιο αντιφατικά χαρακτηριστικά. Μέσα σε αυτό αναπτύσσονται πρωτοπόρες, εργατικές τάσεις που αποκτούν πιο ταξικά χαρακτηριστικά ρήξης με την κυρίαρχη πολιτική, την ΕΕ, τον ίδιο τον καπιταλισμό. Το βλέπει αυτό κανείς στην απονομιμοποίηση, απομόνωση και κρίση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, που εκφράστηκε με σαφή τρόπο και στις 23 του Φλεβάρη. Αυτές συνυπάρχουν με αντιμνημονιακές απόψεις που ζητούν «φιλολαϊκή» ρύθμιση του χρέους, των διεθνών αντιθέσεων κ.λπ., χωρίς ρήξη με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, της ΕΕ και του ιμπεριαλισμού (κυρίως ΣΥΝ). Με αστικές απαντήσεις που ζητούν μια νέα κεϋνσιανή ρύθμιση (π.χ. δυνάμεις που συγκεντρώνονται γύρω από το περιοδικό Επίκαιρα) ή τέλος με απόψεις του «μικροαστικού πατριωτισμού» τύπου Σπίθα, ανοιχτές σε εθνικιστικές παραλλαγές με αναφορά κυρίως στα μεσαία στρώματα που πλήττονται, ακόμα και η καθεαυτό φασιστική ακροδεξιά έχει «αντιμνημονιακή» ρητορική.

Το μεγάλο ζήτημα της περιόδου είναι ότι η απόρριψη και ο απεγκλωβισμός μαζών από τον αστικό δικομματισμό δεν σηματοδοτεί τη δημιουργία ενός ενεργητικού πολιτικού ρεύματος που θα ξεπερνάει την απόρριψη και την «ανατροπή του Μνημονίου και της κυβέρνησης», οικοδομώντας μια άλλη ριζικά διαφορετική προοπτική. Χιλιάδες εργαζόμενοι στέκουν «μετέωροι», δεν αποφασίζουν, πυκνώνουν τις τάξεις του «δεν παίρνω θέση». Έτσι η κρίση του πολιτικού συστήματος δεν βρίσκει μαζικά διέξοδο «προς τα αριστερά», παρότι κάποιες δυνάμεις μπορούν να στραφούν εκλογικά-κοινοβουλευτικά προς τα εκεί.

Ο λόγος για αυτό δεν βρίσκεται φυσικά στα «όρια του κόσμου» ή ακόμα στα «όρια του υπάρχοντος συσχετισμού». Όσο και αν ο συσχετισμός δύναμης αποτελεί ένα αντικειμενικό γεγονός, οι ευθύνες πρέπει να αναζητηθούν στην αριστερά, και στο μέτρο που μας αναλογεί φυσικά και στην αντικαπιταλιστική Αριστερά.

Το κύριο ζήτημα εδώ είναι ότι η Αριστερά και το κίνημα αδυνατούν να «ακολουθήσουν» την ανάπτυξη της αστικής πολιτικής και ιδεολογίας, καθυστερούν στην πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση και τις μορφές οργάνωσης, με αποτέλεσμα τα «πολιτικά κέρδη» από την απονομιμοποίηση της κυρίαρχης πολιτικής να κινδυνεύουν να αποδειχθούν ρηχά και προσωρινά και το κίνημα ευάλωτο στα όλο και πιο αναβαθμισμένα πολιτικά διλήμματα που θέτει το κεφάλαιο και οι εκπρόσωποί του.
Γιατί πράγματι αν στην πρώτη φάση της επίθεσης το δίλημμα ήταν «Μνημόνιο ή χρεοκοπία» το δίλημμα τώρα βαθαίνει και γίνεται: «Μνημόνιο ή έξω από τον πυρήνα της Ευρώπης και του αναπτυγμένου κόσμου», «Σύμφωνο για το ευρώ ή έξω από την ΕΕ και τον καπιταλισμό». Η αστική τάξη φέρνει στην πρώτη γραμμή το στρατηγικό ερώτημα. Εφόσον κάθε άλλη κοινωνία είναι αδύνατη είναι μονόδρομος το να δεχτεί κανείς κάθε θυσία για να «ανακάμψει» η κοινωνία αυτή.
Γύρω από αυτήν την «κεντρική ιδέα» ο καπιταλισμός δίνει την δική του αστική απάντηση στην κρίση με μια καθολική ανασυγκρότηση, οικοδομώντας ένα νέο «κοινωνικό μοντέλο», μια τομή σε σχέση με το ίδιο του το παρελθόν, βαδίζοντας στην κοινωνία της καθολικής εμπορευματοποίησης, της υπερεκμετάλλευσης ανθρώπου και φύσης, της πλήρους εξατομίκευσης και της «σιδερένια φτέρνας» ώστε να ανατάξει την καπιταλιστική κερδοφορία και να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα από κάθε αντίσταση την εξουσία του.

Απέναντι σε αυτό, το εργατικό κίνημα και η Αριστερά μπορούν να απαντήσουν μόνο υλοποιώντας την τομή με το δικό τους παρελθόν, φέρνοντας στον πυρήνα της πολιτικής παρέμβασης και των αγώνων την πάλη για νέες μη εκμεταλλευτικές κοινωνικές σχέσεις, για μια κοινωνία βασισμένη στην κατάργηση της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και την κοινωνικοποίηση τους, την απόρριψη της διευθυντικής ιεραρχίας που δυναμώνει παντού (βλ π.χ εκπαιδευτικοί νόμοι) από την σκοπιά της πιο πλατιάς δημοκρατία των κάτω, της υπεράσπισης των δημόσιων αγαθών ενάντια στην αγορά και τον αντιδραστικό ταξικό ρόλου του κράτους., την αναζωοογόνηση των συλλογικοτήτων, την οικολογική επιβίωση του πλανήτη, την βαθιά κριτική στο «τι», «πως» και «για ποιον» παράγεται.

Ο προγραμματικός πυρήνας που έχει κατακτήσει η αντικαπιταλιστική αριστερά, (παύση πληρωμών, διαγραφή του χρέους-έξοδο από ΟΝΕ, ΕΕ, εθνικοποίηση τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση με εργατικό λαϊκό έλεγχο, ριζική αναδιανομή του πλούτου κλπ) πρέπει να αναπτυχθεί, με τρόπο πολιτικά αιχμηρό και μάχιμο, από την σκοπιά μιας ανώτερης σχέσης τακτικής-στρατηγικής.
 Έτσι η πάλη για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και την εργατική εξουσία, θα αποκτά περιεχόμενο, θα γίνεται ζωντανή υπόθεση της συζήτησης του αγωνιζόμενου κόσμου, υπόθεσή του.
Δεν εξαντλείται ο ρόλος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να είναι πρωτοπόρος στους αγώνες και τα κινήματα. Ούτε να αναλώνεται σε «διαδοχικά κινηματικά ραντεβού» ακολουθώντας τις μεταπτώσεις του κινήματος και της πάλης. Το κοινωνικό πεδίο δεν θα ηρεμήσει. Ο Παπαντρέου και η συμμορία του δεν έχουν βάλει κάτω τον λαό και αυτή είναι η πρώτη αιτία της προϊούσας φθοράς της κυβέρνησης. Η αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει αναπτύσσοντας άρρηκτους πολιτικούς και αγωνιστικούς δεσμούς με τους εργαζόμενους, μπαίνοντας μπροστά σε κάθε αγώνα μικρό και μεγάλο, αμυντικό ή επιθετικό, να ανέβει ως το επίπεδο μιας δύναμης ικανής να δώσει την πολιτική και ιδεολογική μάχη με στρατηγικό ορίζοντα στο σήμερα.

Στο μέτρο που τέτοιου τύπου «πολιτικές λύσεις» με ευρύτερα αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα γίνονται υπόθεση της πάλης ενός πολιτικού εργατικού και ευρύτερα λαϊκού κινήματος και της αριστεράς, που τις κάνει υπόθεσή του ο ίδιος ο κόσμος της δουλειάς, που οικοδομείται μια μαζική εργατική, αντικαπιταλιστική πρωτοπορία με κομμουνιστική κατεύθυνση είναι δυνατό και οι αγώνες να αποκτούν το βάθος και την αντοχή που απαιτεί η σημερινή δύσκολη περίοδος, πιο πλατιά τμήματα των εργαζόμενων να ξεπερνάνε την «αμηχανία τους» και να στρατεύονται στον δρόμο της αντικαπιταλιστικής πάλης και μιας νέας χειραφετητικής σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής προοπτικής, να ωριμάζουν πραγματικές προϋποθέσεις για την ανατροπή της κυβέρνησης, για ένα ρήγμα στο πολιτικό σύστημα.

Μέσα σε αυτήν την διαδικασία θα οικοδομούνται τα νέα «όργανα του κινήματος», με την συμβολή όλων των ρευμάτων του εργατικού κινήματος, όπου οι ίδιοι οι εργαζόμενοι ξεπερνώντας την διάσπαση και τον κατακερματισμό, την υποταγή στην γραφειοκρατία θα γίνονται κύριοι του εαυτού τους.
Εκεί, και μόνο εκεί η αριστερά μπορεί να κάνει βήματα στην ανατρεπτική κοινή δράση, μπροστά στους εργαζόμενους και σε άρρηκτη σχέση μαζί τους.

Είτε αντιδραστική αντεπαναστατική τομή και νίκη του νέου, ολοκληρωτικού καπιταλισμού
 είτε αντικαπιταλιστική και επαναστατική ανασυγκρότηση του κινήματος και της αριστεράς, σαν προϋπόθεση για να οικοδομηθεί πολιτικό ρεύμα ικανό να αλλάξει ριζικά τους συσχετισμούς στο κίνημα και την κοινωνία.
Αυτό είναι το βασικό ερώτημα και το κύριο περιεχόμενο του άλματος που πρέπει να κάνουμε το επόμενο διάστημα.