Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

ΘΕΜΑ: Παγκόσμια κρίση και Ελλάδα

Ο ΚΥΒΟΣ ΕΡΡΙΦΘΗ

Τους τελευταίους μήνες η χώρα μας, με αφορμή τη δημοσιονομική κρίση που διέρχεται και την εξ’ αυτής προερχόμενη πίεση που δέχεται από τις διεθνείς αγορές σε ότι αφορά στο κόστος του εξωτερικού της δανεισμού, έχει βρεθεί στο επίκεντρο της προσοχής και των κριτικών σχολίων των διεθνών ΜΜΕ. Ταυτόχρονα, η εγχώρια αστική τάξη με τα ελληνικά ΜΜΕ αξιοποιώντας δεόντως τα περί «ελληνικής τραγωδίας», για μια ακόμα φορά έχουν αρπάξει κυριολεκτικά από τα μαλλιά την ευκαιρία να εμφανίσουν τα δικά τους στενά ταξικά συμφέροντα σαν συμφέροντα όλης της ελληνικής κοινωνίας.
του Δημοφάνη Παπαδάτου







Αυτό προσπαθούν να το επιτύχουν περνώντας ένα κλίμα πανικού με το οποίο εμφανίζουν μια ενδεχόμενη χρεοκοπία της χώρας ως επικείμενη ελπίζοντας να παραλύσουν τα αντανακλαστικά του λαού και κάμπτοντας κάθε διάθεση για αντίσταση να παρουσιάσουν τα σκληρότατα αντιλαϊκά μέτρα Παπανδρέου ως λυπηρά μεν, όμως απολύτως «αναγκαία για τη σωτηρία της χώρας», την ανάκτηση της πολυπόθητης «ανταγωνιστικότητας» και της «εθνικής κυριαρχίας». Επιπλέον, το δικό της μερίδιο στην προσπάθεια δημιουργίας στον ελληνικό λαό αίσθησης πανικού και παράλυσης τόσο σε συμμαχία όσο και σε αντιπαράθεση (για τη μοιρασιά της λείας) με την ελληνική αστική τάξη έχει και η ΕΕ, μέσω των «συστάσεων - πιέσεων» της υποτιθέμενα «ανεξάρτητης» και «αμερόληπτης» γραφειοκρατίας της για την «ανάγκη άμεσης εφαρμογής» του προγράμματος εξοντωτικής λιτότητας που μαζί με την ελληνική αστική τάξη θέλει να επιβάλει, εξ ίσου σκληρού με εκείνα που επιβάλλει το ΔΝΤ στις χώρες -θύματά του, κάτι πρωτοφανές για τη μεταπολεμική Ελλάδα.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Ποια είναι η πραγματική κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού και ποιες οι προοπτικές του; Ποια τύχη επιφυλάσσεται για την εργατική τάξη και τους συμμάχους της;
Για να δοθεί μια απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα, απαιτείται να προσδιοριστεί με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σαφήνεια ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζεται ο ελληνικός καπιταλισμός από την εξέλιξη της τρέχουσας διεθνούς κρίσης. Ειδικότερα, απαιτείται να έχουμε εικόνα του πως εξελίσσεται η διεθνής κρίση του καπιταλισμού εν γένει. Πώς αυτή επιδρά στην ΕΕ της οποίας η χώρα μας είναι μέλος. Πώς αλληλεπιδρά η οικονομική κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση στα ειδικότερα διαρθρωτικά αλλά και δομικά χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν τα στοιχεία της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού στο ευρύτερο πλαίσιο της παγκόσμιας κρίσης.
Παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις μερίδας αστών πολιτικών και οικονομολόγων η παγκόσμια ανάκαμψη φαίνεται ότι όχι μόνο θα είναι αναιμική αλλά όπως όλα δείχνουν πρόκειται για μια απλή παρένθεση από μια φάση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης σε μια επόμενη για την οποία πλέον μπορούμε να πούμε ότι... ο κύβος ερρίφθη.


Ο δομικός χαρακτήρας της κρίσης και τα εμφανή όρια των μέχρι σήμερα μεθόδων αναχαίτισής της υποχρεώνουν το κεφάλαιο να στραφεί στην αύξηση της εκμετάλευσης, με μεθόδους απόλυτης υπεραξίας,
που ωστόσο τόσο μακροπρόθεσμα όσο και άμεσα επιδεινώνουν και δεν επιλύουν την κρίση.




Σε ένα επίπεδο ανάλυσης προσφοράς και ζήτησης, αστοί οικονομολόγοι (Ρουμπινί, Κρούγκμαν), ινστιτούτα ερευνών (ΜακΚίνσει) αλλά και οργανισμοί (όπως κάποιες υπηρεσίες του ΟΗΕ - UNCTAD), εκτιμούν ότι στο πλαίσιο της παρούσας ανάκαμψης της διεθνούς οικονομίας, μέχρι στιγμής η όποια αύξηση των κερδών είναι ανεπαρκής καθώς η υπερ-επένδυση που είχε προηγηθεί στις αγορές ακινήτων παραμένει, η αύξουσα ανεργία θα συνεχίσει να περιορίζει την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις για το προσεχές μέλλον, ενώ η κατάσταση φαίνεται να περιπλέκεται και από τη μετατροπή της κρίσης σε δημοσιονομική. Αν και η διεθνής αστική τάξη φαίνεται να κέρδισε κάποιο χρόνο αξιοποιώντας την εμπειρία του 1929-’33 με το να μετατρέψει την τρέχουσα κρίση σε δημοσιονομική, ακριβώς επειδή η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται και κάθε κρίση του καπιταλισμού είναι ξεχωριστό ιστορικό φαινόμενο, η πρόσφατη κρίση κρατικού πιστωτικού κινδύνου σε Ελλάδα και Αμπού Ντάμπι απέδειξε ότι και αυτή η τακτική έχει κάποια όρια, ενώ τείνει να αποτελέσει και αιτία επιδείνωσης ή ακόμα και υποτροπής της τρέχουσας κρίσης. Ταυτόχρονα, ενώ στην περίπτωση της κρίσης του 1929-’33 το εργαλείο της δημοσιονομικής πολιτικής χρησιμοποιήθηκε κατά κύριο λόγο για να μειωθεί η ανεργία και να γίνει με ομαλό τρόπο για το κοινωνικό καθεστώς η διαχείριση της κι όχι όπως είναι ευρύτατα διαδεδομένο για να εξασφαλιστεί η ανάκαμψη (αυτό το εξασφάλισε ο πόλεμος), σήμερα υπάρχει τεράστιο κενό πολιτικής από την πλευρά του αστισμού για τη με επαρκή τρόπο μείωση των κοινωνικών επιπτώσεων της κρίσης κάτι που πολύ σύντομα εκτιμάται ότι θα οδηγήσει διεθνώς σε καταστάσεις μη κοινωνικά αποδεκτές. Περαιτέρω, καθώς ένα επιπλέον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της τρέχουσας κρίσης σε σχέση με την κρίση του 1929-’33 είναι ότι έχει πλανητικές διαστάσεις και δεν πλήττει μόνο τις κύριες καπιταλιστικές οικονομίες, η έξοδος από την κρίση μέσω εξαγωγών καθίσταται επισφαλής.
Με αυτά ως δεδομένα, η βελτίωση που παρατηρήθηκε κυρίως στο επίπεδο των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, μετά το πρώτο εξάμηνο του 2009, σηματοδοτεί μια προσωρινή ανάκαμψη από τα υπερβολικά χαμηλά επίπεδα τιμών για τα περιουσιακά στοιχεία και τα εμπορεύματα που υποχώρησαν με το ξέσπασμα της κρίσης. Επίσης, καθώς η κρίση σταμάτησε με εξαιρετικά βίαιο τρόπο την πιστωτική επέκταση σε πολλές καπιταλιστικές οικονομίες, οι διαδικασίες απομόχλευσης (σε αδρές γραμμές, η μείωση του χρέους) του χρέους φαίνεται να βρίσκονται στα αρχικά τους στάδια. Σύμφωνα με το ινστιτούτο Μακ Κίνσει, στο δεύτερο τρίμηνο του 2009, ο λόγος του συνολικού χρέους προς το ΑΕΠ μόλις που εμφάνισε μια ελαφρά υποχώρηση, κι αυτό σε ελάχιστες χώρες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι ΗΠΑ, η Βρεταννία και η Νότια Κορέα. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στην αύξηση του κυβερνητικού χρέους που παρατηρείται διεθνώς και το οποίο αντιστάθμισε τη μείωση από την απότομη μείωση του χρέους των νοικοκυριών. Επισημαίνεται δε, ότι ιστορικά οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις πριν έλθει η ανάκαμψη πάντοτε ακολουθούνται από μια φάση απομόχλευσης, η οποία δρα επιβραδυντικά στο ΑΕΠ, ενώ μπορεί να διαρκέσουν ακόμα και για επτά χρόνια πριν έλθει οριστικά η ανάκαμψη.
Η διαδικασία της μόχλευσης παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην προώθηση και επιτάχυνση της διαδικασίας της συσσώρευσης του κεφαλαίου συνολικά, το βάθεμα της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, τη διατήρηση και αύξηση της κερδοφορίας. Απ' αυτή την άποψη πρέπει να τονιστεί η δυνατότητα της χρηματοπιστωτικής σφαίρας μέσω της μόχλευσης να συνεχίζει να παράγει κέρδη συμβάλλοντας στη διατήρηση ή και αύξησης της μάζας τους ακόμα και όταν η διαδικασία της πραγματικής συσσώρευσης αντιμετωπίζει προβλήματα. Βέβαια το τίμημα γι' αυτό είναι η συγκάλυψη και το βάθεμα των αντιφάσεων στο επίπεδο της πραγματικής συσσώρευσης, που τελικά είναι και η σφαίρα όπου πρωτογενώς αποσπάται υπεραξία, με τελικό αποτέλεσμα την επίταση των προβλημάτων υπερσυσσώρευσης. Σύμφωνα με τη μαρξιστική οικονομική θεωρία τα παραπάνω συμβαίνουν διότι εκείνο που προσδιορίζει το χαρακτήρα και τη δυναμική της διαδικασίας της καπιταλιστικής συσσώρευσης και το οποίο αγνοούν οι αστοί οικονομολόγοι αλλά και όσοι περιορίζονται σε μια ανάλυση στο επίπεδο της προσφοράς και της ζήτησης, είναι η διαλεκτική ενότητα και αντίθεση που υπάρχει μεταξύ της δυνατότητας αξιοποίησης του κεφαλαίου και στη δυνατότητα πραγματοποίησης της υπεραξίας στο πλαίσιο της οικονομικής συγκυρίας.
Στον πυρήνα της παραπάνω αντίθεσης βρίσκεται το γεγονός ότι μια αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας ως προς την ανταλλακτική της αξία, διευρύνει τη μάζα του κεφαλαίου που αποσπάται με τη μορφή της υπεραξίας. Απ' αυτό δε, γίνεται φανερό ότι η συσσώρευση του κεφαλαίου είναι μια διαδικασία απόλυτα εξαρτημένη από την παραγωγικότητα της εργασίας. Η αυξανόμενη μάζα του συσσωρευόμενου κεφαλαίου προσδιορίζει ταυτόχρονα και την ποσότητα της υπεραξίας που είναι αναγκαίο να αποσπαστεί προκειμένου να υπάρξει περαιτέρω αξιοποίηση του (δηλαδή, εκτατική ανάπτυξη της συσσώρευσης του κεφαλαίου μέσω της επένδυσης της αποσπόμενης υπεραξίας ως επιπλέον κεφάλαιο).
Από την άλλη πλευρά όμως, ταυτόχρονα, αυτή η διαδικασία που περιγράφεται παραπάνω, ενδογενώς, μειώνει την εργατική δύναμη που απασχολείται για δεδομένο κεφάλαιο και συνεπώς τη σχετική ποσότητα της υπεραξίας που αποσπάται. Συγκεκριμένα, όταν επιταχύνεται η διαδικασία της συσσώρευσης του κεφαλαίου αν και η απασχολούμενη εργατική δύναμη αυξάνεται ως απόλυτο μέγεθος, υποχωρεί σχετικά σε σχέση με το αυξανόμενο μέγεθος του χρησιμοποιούμενου κεφαλαίου. Αυτή ακριβώς η σχετική μείωση της απασχολούμενης εργατικής δύναμης σε σχέση με τις αυξανόμενες ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου καθώς η συσσώρευση κινείται δυναμικά, οδηγεί σε κάμψη του ρυθμού της. Έτσι, γίνεται σαφές ότι επί της ουσίας η συσσώρευση του κεφαλαίου περιορίζεται από συγκεκριμένες αξιακές σχέσεις. Αν κατά τη διαδικασία συσσώρευσης αποσπάται αρκετή υπεραξία για να μπορεί να αξιοποιηθεί το σύνολο των υπαρχόντων κεφαλαίων, η παραπέρα οικονομική αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος εξασφαλίζεται απρόσκοπτα. Αν η αποσπώμενη υπεραξία δεν είναι αρκετή, τότε η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής ή και αδύνατη. Αυτό σημαίνει ότι ο πρόδηλα δομικός χαρακτήρας της κρίσης μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως είναι αναγκαίο για το κεφάλαιο να υπάρχουν διαρκώς νέα μέτρα στην κατεύθυνση της περαιτέρω αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης, που θα δώσουν νέα υπεραξία για να καλυφθούν οι απώλειες της κρίσης. Αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον για το ορατό μέλλον οι τεχνικές απόσπασης απόλυτης υπεραξίας (ή καλύτερα απόλυτης εξαθλίωσης των εργαζομένων) θα σηκώσουν το κύριο βάρος στο πλαίσιο των όποιων στρατηγικών των αστικών τάξεων σε παγκόσμια κλίμακα προκειμένου αυτές να διατηρήσουν τα κέρδη τους.
Βεβαίως το οριστικό ξεπέρασμα της δομικής κρίσης υπερσυσσώρευσης που χαρακτηρίζει το σύγχρονο καπιταλισμό από τη δεκαετία του 1970, συνέχεια και κορύφωση της οποίας είναι η σημερινή ιστορικών διαστάσεων κρίση, με τέτοιου είδους μέτρα δεν είναι εφικτό. Η χρήση των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας έχει και αυτή όρια. Η αύξηση των ωρών εργασίας, η εντατικοποίηση της καθώς και η μείωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων προσκρούουν τόσο σε βιολογικούς όσο και σε κοινωνικούς περιορισμούς. Η αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων εξάλλου προσκρούει στο όριο της πλήρους απασχόλησης του εργατικού δυναμικού σε συνδυασμό με την αύξηση της τιμής της εργασιακής δύναμης πάνω από την αξία της, καθώς αυξάνεται η ζήτηση για εργατικά χέρια και μειώνεται ο εφεδρικός στρατός των ανέργων. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι ιστορικά η σημαντικότερη πηγή αυξήσεων της υπεραξίας, ειδικά μετά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης του καπιταλισμού υπήρξαν οι μεταβολές στις τεχνικές μεθόδους παραγωγής, δηλαδή η απόσπαση σχετικής και όχι απόλυτης υπεραξίας. Αυτό εξασφάλιζε στον καπιταλισμό τόσο κέρδη όσο και κοινωνική γαλήνη. Στο βαθμό που η αύξηση της υπεραξίας δεν στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην απόσπαση σχετικής υπεραξίας, τότε δεν μπορούμε να πούμε ότι μια κρίση υπερσσυσώρευσης ξεπεράστηκε. Σήμερα, το ξέσπασμα της δημοσιονομικής κρίσης (μέσω του κρατικού πιστωτικού κινδύνου που συνεπάγεται) επιταχύνει τις διαδικασίες απομόχλευσης με αποτέλεσμα ο συνδυασμός των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας με τις πάντοτε δεσπόζουσες στον καπιταλισμό τεχνικές απόσπασης σχετικής υπεραξίας, εκτιμάται ότι δεν θα είναι ικανές να προσφέρουν την απόσπαση ποσοτήτων υπεραξίας σε έκταση ικανή να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη και διευρυμένη αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος καταδικάζοντας το σε μια μακρά περίοδο χαμηλών ρυθμών συσσώρευσης και συχνών κρίσεων. Ακριβώς δε, η κρίση των μορφών απόσπασης σχετικής υπεραξίας είναι που βρίσκεται στο επίκεντρο της τρέχουσας κρίσης, όπου καθώς η ποσότητα της απόλυτης υπεραξίας που μπορεί να αποσπαστεί προσκρούει σε ανυπέρβλητα εμπόδια, αναμένουμε ότι σε αυτή τη δεύτερη και κατά τη γνώμη μας κύρια και γι' αυτό πιο δραματική φάση της, θα αναδειχθεί ξεκάθαρα ως το κατ' εξοχήν οικονομικό πρόβλημα προς επίλυση για την έξοδο του καπιταλισμού από την κρίση.
Ταυτόχρονα, ενώ ο κοινωνικός πόλεμος ενάντια στην εργατική τάξη και τις κοινωνικές οργανώσεις της αποτελεί για το κεφάλαιο μονόδρομο προκειμένου να μπορέσει να αποσπάσει περισσότερη υπεραξία οι αντιθέσεις ανάμεσα στις διάφορες αστικές τάξεις οξύνονται.

Το ευρώ όξυνε την ανισομετρία
Η ΕΕ ΕΝΔΕΧΕΤΑΙ ΝΑ ΕΞΕΛΙΧΘΕΙ ΣΕ ΑΔΥΝΑΜΟ ΚΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΙΣΗΣ



Ειδικότερα, στην Ευρωπαϊκή 'Ενωση ήδη και πριν από την κρίση του 2007 - 2009 βρισκόταν σε εξέλιξη μια σημαντική προσπάθεια να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της, με τη λεγόμενη στρατηγική της Λισαβόνας έναντι των όλων των ανταγωνιστών της και περισσότερο έναντι των ΗΠΑ. Αυτή η προσπάθεια αποσκοπούσε από τότε, στην εκ θεμελίων μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας ώστε αυτές να καταστούν ευέλικτες, ευνοώντας την κερδοφορία του κεφαλαίου, με τον ουσιαστικό περιορισμό (αν όχι τη διάλυση) των εργατικών συνδικάτων και την κατάργηση του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων που προκαλούν «αγκυλώσεις» στην αγορά και επιδρούν αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα. Επιπλέον, στο ίδιο αυτό πλαίσιο προβλεπόταν και η μεταρρύθμιση των ασφαλιστικών συστημάτων αλλά και εν μια ευρεία εννοία όλων εκείνων των στοιχείων του κοινωνικού κράτους, τα οποία τείνουν να μειώνουν την κερδοφορία του κεφαλαίου.
Όλη η παραπάνω προσπάθεια όμως δέχθηκε νέο ισχυρότερο πλήγμα με την χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 - 2009. Η κρίση ανάγκασε το κεφάλαιο να λάβει και εδώ όπως και σε όλο τον κόσμο μέτρα στήριξης, ώστε να μετριάσει τα αποτελέσματα της κρίσης επί του εαυτού του. Ακριβώς επειδή αυτά τα μέτρα χρηματοδοτήθηκαν με τους μηχανισμούς του υπό μεταρρύθμιση κράτους, η κατάσταση περιπλέχτηκε περισσότερο καθώς είναι στην Ευρώπη κυρίως που έγινε πρώτα από αλλού (και αυτό παρά το γεγονός ότι στις ΗΠΑ από τις οποίες ξεκίνησε η κρίση το δημοσιονομικό πρόβλημα επί της ουσίας είναι πολύ πιο σοβαρό), αντιληπτό ότι η κρίση μετατράπηκε από χρηματοπιστωτική σε δημοσιονομική. Εξαιτίας δε αυτής της εξέλιξης η ΕΕ κινδυνεύει να αποτελέσει τον αδύναμο κρίκο απ' όπου θα εκδηλωθεί υποτροπή της τρέχουσας παγκόσμιας κρίσης. Μάλιστα η προσπάθεια ανανέωσης της επιθετικής στρατηγικής της Λισαβόνας με τη στρατηγική για το 2018 επιτείνει τους παραπάνω κινδύνους. Συγκεκριμένα, η μετατροπή της παγκόσμιας κρίσης σε δημοσιονομική έφερε στην επιφάνεια την ανισόμετρη ανάπτυξη στην Ευρώπη, η οποία εντάθηκε με την έλευση του ευρώ και το Σύμφωνο Σταθερότητας. Οι λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες της ΕΕ, και εδώ πλέον φθάνουμε στην περίπτωση της Ελλάδας και όχι μόνο, βρέθηκαν από την αρχή της κρίσης για λόγους που έτσι κι αλλιώς είχαν να κάνουν με τη συμμετοχή τους στο ευρώ με σχετικά υψηλά ως προς το ΑΕΠ τους δημόσια ελλείμματα, τα οποία φυσικά μεγάλωσαν δυσανάλογα από την κρίση και την ανάγκη στήριξης των οικονομίων και των χρηματοπιστωτικών τους συστημάτων.


ΦΟΒΟΣ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
Εσωτερική αποικία η Ελλάδα
ΚΙΝΔΥΝΟΛΟΓΟΥΝ!

Με βάση τα προηγούμενα, καθώς η εκδήλωση της δημοσιονομικής κρίσης επιταχύνει τις διαδικασίες απομόχλευσης και στην ΕΕ, η «ελληνική τραγωδία» θα είναι η πρώτη ανάμεσα σε διάφορες άλλες ευρωπαικές τραγωδίες, που κατά πάσα πιθανότητα (καθώς η παγκόσμια κρίση θα διανύει τη δεύτερη και κύρια φάση της) θα εξελιχθούν σε μια συνολική ευρωπαϊκή τραγωδία ακουμπώντας ακόμα και τις χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου (Γερμανία, Γαλλία). Επισημαίνεται ότι οι ανεξέλεγκτες διεθνοποιημένες αγορές δανειακού χρηματικού κεφαλαίου από τη φύση τους τείνουν να μεγεθύνουν τα προβλήματα δανεισμού των κρατών σε σημείο που τελικά πολλές φορές ένα πρόβλημα δανεισμού που εκ πρώτης όψεως είναι χειρίσιμο να καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολο εξαιτίας των κερδοσκοπικών παιχνιδιών στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την τεράστια έκθεση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Αυστρίας σε κινδύνους στην Ανατολική Ευρώπη σε σημείο που θα μπορούσε να φέρει τη χώρα στη χρεωκοπία, το υψηλότατο δημόσιο χρέος του Βελγίου, πολλαπλάσιο αυτού της Πορτογαλίας και Ισπανίας, με ότι αυτό θα μπορεί να σημαίνει. Παρ’ όλα αυτά οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η υπό διαμόρφωση κατάσταση οξύνει και τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς στην ΕΕ, καθώς προσφέρεται μια μοναδική ευκαιρία στα ισχυρότερα κεφάλαια της Ένωσης να δημιουργήσουν αυτό που μάλλον πρέπει να ονόμασουμε «εσωτερικές αποικίες» προκειμένου με την επιβολή σκληρότατων προγραμμάτων λιτότητας να αυξήσουν την εκμετάλλευση και την άνιση ανταλλαγή στο εσωτερικό της Ευρώπης και ταυτόχρονα να πιέσουν μέχρι σημείου συντριβής και τις δικές τους εργατικές τάξεις.
Υπ’ αυτό το πρίσμα θα πρέπει να δούμε και την περίπτωση της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης, φυσικά με τα ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά και αδυναμίες της οικονομίας που δημιούργησε η κατα τη γνώμη μου ιστορική αποτυχία της ελληνικής αστικής τάξης να εκσυγχρονίσει τον ελληνικό καπιταλισμό. Ξεκαθαρίζουμε εδώ ότι καθώς η δεύτερη φάση της κρίσης βρίσκεται στην αρχή της, η πρόσφατα διατυπωθείσα θέση περί χρεοκοπίας της χώρας (που αξιοποιείται δεόντος από τους κερδοσκόπους), σε καμμία περίπτωση δεν ευσταθεί αλλά αποτελεί κινδυνολογία του ελληνικού κεφαλαίου. Η κυβέρνηση επικαλείται τον κίνδυνο χρεοκοπίας προσπαθώντας από τη μια πλευρά να τρομοκρατήσει το λαό γύρω από την οικονομία και να περάσει έτσι ευκολότερα την πολιτική της (στην αγωνιώδη προσπάθεια που κάνει να διαπραγματευθεί κύρια εντός της ΕΕ τη διάσωσή του). Από την άλλη η κυβέρνηση επιδιώκει να αποκρύψει τον πραγματικό φόβο του ελληνικού κεφαλαίου που είναι η περιθωριοποίηση της ελληνικής οικονομίας λόγω της διεθνούς κρίσης και η αυξανόμενη δυναμική δραματικής υποβάθμισης του ελληνικού καπιταλισμού στο πλαίσιο τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη μετατροπή της χώρας σε εσωτερική αποικία της ή οποιου άλλου συμβάλλει στη διάσωση της, π.χ. του ΔΝΤ, όσο και κατ' επέκταση του υπό συνθήκες κρίσης διαμορφούμενου νέου διεθνούς καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας.
Να υπενθυμίσουμε δε ότι καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις θα παίξει η ένταση της ταξικής πάλης καθώς βρισκόμαστε μπροστά σε μια πρωτοφανή επίθεση του κεφαλαίου, η οποία απαιτεί μια εξίσου πρωτοφανή απάντηση τουλάχιστον με άνοδο του επιπέδου της ταξικής πάλης και της ιδεολογικής μας παρέμβασης. Σήμερα, η κατάσταση της εργατικής τάξης από πλευράς επίπεδου ταξικής πάλης δεν είναι στο ύψος των περιστάσεων όμως το αισιόδοξο μήνυμα μετά τις τελευταίες κινητοποιήσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό είναι ότι αυτό σύντομα θα αλλάξει. Η ένταση της επίθεσης του αντιπάλου μάς προσφέρει αντικειμενικά μεγάλες δυνατότητες ξεσκεπάσματος των πραγματικών επιδιώξεων του, τη δυνατότητα μιας ουσιαστικής αφύπνισης των συνειδήσεων και τελικά, όσο κι αν τώρα ακούγεται ουτοπικό, δυνατότητα αναχαίτησης της επίθεσης.