Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Δίχως «τα μπόσικα στην κατηφόρα»

    
Δεν είναι συνηθισμένο φαινόμενο να πεθαίνει ένας μεγάλος καλλιτέχνης και, την επόμενη της κηδείας του, να έρχεται στο φως μια επιστολή του, γραμμένη περίπου ένα μήνα πριν και η οποία προοριζόταν για δημοσίευση στη στήλη «Ματιές» του Λευτέρη Παπαδόπουλου στην εφημερίδα Τα Νέα.
Στην επιστολή αυτή, ο Μ. Ρασούλης παραδέχεται ότι στεναχωρέθηκε με τον τρόπο που τον απέλυσε η ΕΡΤ πέρυσι το καλοκαίρι. «Με πέταξαν από τον κάδο», λέει, δηλαδή του έκοψαν την εκπομπή που είχε στο Α΄ Πρόγραμμα επί έξι χρόνια, παίρνοντας ένα μισθό που του επέτρεπε να ζει «κρατώντας τα μπόσικα στην κατηφόρα». Προφανώς τα πνευματικά δικαιώματα που εισέπραττε από τους στίχους του δεν αρκούσαν για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή του, αφού ο ίδιος γράφει: «Είµαι άνεργος και αχρήµατος και ηλικιωµένος. Σύνταξη δεν έχω πάρει ακόµα. Ευελπιστώ. Κι όπως ξέρεις, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. ∆εν έχω, πάντως, να πληρώνω ούτε και το νοίκι µου».



MAPIANNA TZIANTZH


Από ό,τι ξέρω, κανένας έλληνας στιχουργός δεν έγινε πλούσιος ή κατάφερε να ζήσει «μόνο» από τους στίχους του. Τι θα ήθελαν όλοι αυτοί που επέκριναν τον Μ. Ρασούλη, μετά το θάνατό του, επειδή πικράθηκε για την απόλυσή του; Nα τραγουδά στις ταβέρνες και στις πλατείες, στα 65 χρόνια του, και οι θαμώνες ή οι περαστικοί να του ρίχνουν κέρματα στο καπέλο;

H ανακοίνωση της ΕΡΤ, με την οποία απαντά στην επιστολή του νεκρού, ξεχειλίζει από πολιτική ή μάλλον γραφειοκρατική ορθότητα: «(…) η διακοπή της συνεργασίας της Ελληνικής Ραδιοφωνίας με τον αείμνηστο Μανώλη Ρασούλη έγινε τον Ιούνιο του 2010, καθώς τότε έληξε αυτοδικαίως η σύμβαση μίσθωσης έργου που είχε συνάψει με την ΕΡΤ ως μουσικός παραγωγός ραδιοφωνικών προγραμμάτων.Ο Νόμος 3812/28.12.2009 δεν επέτρεπε την ανανέωση των συμβάσεων έργου με τους εξωτερικούς συνεργάτες της...».

Αυτοδικαίως τον έληξαν τον εξωτερικό συνεργάτη – με άλλα λόγια, «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό». Την ίδια τύχη με τον Μ. Ρασούλη είχαν εκατοντάδες εκπαραθυρωμένοι, που δεν είχαν το δικό του ταλέντο, όμως δεν ήταν αργόμισθοι, με τον πνευματικό τους μόχθο κέρδιζαν το ψωμί τους.