Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

ΘEMA: Το ΝΑΡ για την κρίση και την Αριστερά

Εισήγηση στο Πανελλαδικό Σώμα του ΝΑΡ

Ολοκληρώθηκε σήμερα στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο το Πανελλαδικό Σώμα του ΝΑΡ με θέμα «Καπιταλιστική Κρίση και Αριστερά», που αποτελεί το πρώτο βήμα για το 3ο Συνέδριο της οργάνωσης, που θα διεξαχθεί εντός του 2011. Το Πριν παρουσιάζει βασικά σημεία από την εισήγηση του Γραφείου της Πολιτικής Επιτροπής του ΝΑΡ στη διαδικασία.




Η διαδικασία για το 3ο Συνέδριο ξεκίνησε, εξελίσσεται και θα ολοκληρωθεί σε ένα πυρακτωμένο κοινωνικοπολιτικό τοπίο, με συμπυκνωμένη την έννοια του ιστορικού χρόνου και σε συνθήκες τρομακτικής όξυνσης της ταξικής πάλης, στη χώρα μας και διεθνώς. Σε συνθήκες που μπορούν να παραβληθούν μόνο με εκείνες που δημιουργήθηκαν στις άλλες ιστορικές κρίσεις που σημάδεψαν την πορεία του καπιταλισμού και της ταξικής πάλης κι άρα γεννούν μεγάλες απαιτήσεις και προσδίδουν βαθύτερη διάσταση στις σημερινές πολιτικές και στρατηγικές επιλογές.




Στο δίμηνο που μεσολάβησε από τη δημοσίευσή του, το «Κείμενο Εργασίας» αναμετρήθηκε με τις εμπειρίες, τις γνώμες, τις αναζητήσεις, τη συλλογική σοφία των δυνάμεων του ΝΑΡ και της νεολαίας Κομμουνιστική Απελευθέρωση αλλά και των συναγωνιστών μας στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στα κινήματα, στα σχήματα, στην αντικαπιταλιστική Αριστερά, στη θεωρία και τον πολιτισμό, με τους οποίους βρισκόμαστε στο ίδιο χαράκωμα, μοιραζόμαστε τα ίδια ερωτήματα. Κυρίως, όμως, αναμετρήθηκε με την ίδια την πραγματικότητα, τις εξελίξεις στην ΕΕ, τις αραβικές εξεγέρσεις, το Γουισκόνσιν, την επέμβαση στη Λιβύη, τον πυρηνικό όλεθρο στην Ιαπωνία, το Μνημόνιο 3 και 4, την αγωνιστική έκρηξη στο Λονδίνο, τους κλυδωνισμούς του αστικού πολιτικού συστήματος, τα εκλογικά «λίμιτ ντάουν» της Μέρκελ. Αλλά και με τα ερωτήματα και τις αγωνίες των εργαζομένων και των νέων, των αγωνιστών του εργατικού κινήματος, του «Δεν πληρώνω», της Κερατέας, του κόσμου της Αριστεράς.
Συνεκτιμώντας αυτά τα στοιχεία, καλούμαστε να κρατήσουμε ανοιχτή τη συζήτηση πάνω στο «Κείμενο Εργασίας». Παράλληλα, να επεξεργαστούμε επιστημονικά και ολοκληρωμένα, να αναπτύξουμε διεισδυτικά και σε βάθος και, βεβαίως, να στρατευτούμε με νέο τρόπο, απαιτητικό, εργατικό κι επαναστατικό στη μεγάλη αναμέτρηση στην οποία αναφέρεται η τελευταία ενότητά του, λέγοντας ότι: Στην εποχή μας ωριμάζει μια ποιοτικά ανώτερη σύγκρουση των δυνάμεων του κεφαλαίου και της εργασίας, καθώς καθένα από τα δύο αυτά στρατόπεδα έχει συσσωρεύσει και παρατάξει στο πεδίο της ταξικής πάλης ποιοτικά υπέρτερες δυνάμεις.
Με άλλα λόγια, η εποχή μας σφραγίζεται από την αμεσότητα και το ποιοτικό βάθος με το οποίο αναδύεται στο προσκήνιο το ιστορικό δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα».



Δυόμισι χρόνια μετά την εκδήλωση της κρίσης, ένα χρόνο μετά το Μνημόνιο και λίγες μόνο μέρες μετά την έγκριση του πανευρωπαϊκού Μνημονίου διαρκείας υπό τον τίτλο «Σύμφωνο για το ευρώ» και τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης που προοιωνίζονται νέο παροξυσμό της αντεργατικής επίθεσης, ένα συμπέρασμα γίνεται πλέον φανερό: Η κρίση έχει σκληρό κι ανθεκτικό πυρήνα, κι αυτός βρίσκεται όχι στη χρηματοπιστωτική σφαίρα ή στην υποκατανάλωση των λαϊκών στρωμάτων, αλλά στην τάση πτώσης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, στην υπερσυσσώρευση κεφαλαίων που δεν μπορούν να επενδυθούν με ικανοποιητικό για το κεφάλαιο ποσοστό κέρδους. Βρίσκεται στο ότι ο ένας παράγοντας που μεγιστοποιεί τα καπιταλιστικά κέρδη, η αξιοποίηση των νέων τεχνολογικών μέσων, συρρικνώνει τον άλλο παράγοντα που τα αυξάνει, την εργατική δύναμη, η οποία ως μισθωτός εργάτης παράγει την υπεραξία και το κέρδος και ως καταναλωτής βοηθάει στην πραγμάτωσή της. Βρίσκεται, με άλλα λόγια, στο ιστορικά ανώτερο επίπεδο στο οποίο έχει φτάσει στις μέρες μας η αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις κι η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και τον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης του κοινωνικού πλούτου, διαμορφώνοντας την υλική βάση και δυνατότητα για την αντικατάσταση του καπιταλισμού με μια κοινωνία χωρίς καταπίεση, εκμετάλλευση και εξουσία. Εκδηλώσεις αυτών των αντιθέσεων και αντιφάσεων είναι η υπερδιόγκωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η οξύτατη κρίση του, το χρέος, η βουτιά της λεγόμενης «πραγματικής οικονομίας», η κρίση στην ΕΕ.
Αν εδώ βρίσκεται, όμως, η βαθύτερη ουσία της κρίσης, το ξέσπασμά της και τα χαρακτηριστικά της συνδέονται καθοριστικά και με άλλους παράγοντες: Με την πορεία της ταξικής πάλης και των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών σε εθνικό, ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο, με τις εξελίξεις στο κράτος και το αστικό πολιτικό σύστημα. Επιχειρούμε όλα αυτά να τα περιγράψουμε με γενικό αλλά και συγκεκριμένο τρόπο, αναδεικνύοντας και τις γενικές τάσεις αλλά και τον ειδικό τρόπο με τον οποίο εκδηλώνονται στην ΕΕ και στην Ελλάδα. Έτσι σήμερα μπορούμε με μεγαλύτερη σιγουριά να καταλήξουμε σε μερικά συμπεράσματα για το τι ακριβώς συμβαίνει αλλά και για το πώς πρέπει να απαντήσουν το εργατικό κίνημα και η Αριστερά.
Κατ’ αρχήν, φτάσαμε στη σημερινή κρίση μετά από 35 χρόνια μετασχηματισμών με τους οποίους το κεφάλαιο επεδίωκε να υπερβεί την κρίση του 1973-5 και 1980-2 αναδιατάσσοντας όλες τις πτυχές της καπιταλιστικής κοινωνίας και αξιοποιώντας την πληροφορική και τις τηλεπικοινωνίες αλλά και την κατάρρευση του «υπαρκτού». Μετασχηματισμών που οδήγησαν στη διαμόρφωση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού στον αναπτυγμένο κόσμο και στην Ελλάδα. Με αυτή την έννοια, η κρίση έχει δομικό και ιστορικό χαρακτήρα και πηγάζει από τον ειδικό τρόπο με τον οποίο εκφράζονται στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού οι εγγενείς αντιφάσεις και αντιθέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Είναι κρίση του τύπου συσσώρευσης και των όρων συνολικής αναπαραγωγής του στην εποχή αυτή. Μια κρίση που αναδεικνύει τα μεθοδολογικά εργαλεία και τα συμπεράσματα της ανάλυσής μας περί ολοκληρωτικού καπιταλισμού, αλλά και την ανάγκη εμπλουτισμού της σήμερα που φαίνεται πως μπαίνουμε στο σκληρό πυρήνα του.
Δεύτερον, το υπέρογκο χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, είναι εκρηκτικό πρόβλημα, δεν είναι όμως θλιβερό προνόμιο της Ελλάδας ή του ευρωπαϊκού νότου. Εξελίσσεται σε οργανική κι ανίατη ασθένεια του καπιταλισμού συνολικά, η οποία συνδέεται ασφαλώς με τα τεράστια ποσά που διοχετεύτηκαν εν μέσω κρίσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και με την ανισομετρία που χαρακτηρίζει εγγενώς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τον καπιταλισμό εν γένει. Κυρίως όμως συνδέεται με το έμφραγμα στο βασικό μηχανισμό της καπιταλιστικής συσσώρευσης και κερδοφορίας. Συνεπώς, το χρέος αποτελεί πραγματικό πρόβλημα-σύμπτωμα της κρίσης, ράπισμα στην ιστορική αισιοδοξία του καπιταλισμού αλλά και μηχανισμό έντασης της εκμετάλλευσης και ανακατανομής της αποσπώμενης υπεραξίας ανάμεσα στο βιομηχανικό και το χρηματοπιστωτικό τομέα, στο εγχώριο και το διεθνές κεφάλαιο. Το χρέος, δηλαδή, συνδέεται οργανικά με την κρίση και την αστική απάντηση σε αυτήν. Δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με όρους χώρας κι έθνους ή λες και είναι ένα απλό πρόσχημα για μέτρα που ούτως ή άλλως θα προωθούνταν. Επομένως, η πάλη για τη μη αναγνώριση, τη μη αποπληρωμή, τη συνολική διαγραφή κάθε μορφής χρέους –ως καίριο πολιτικό μέτωπο αναμέτρησης με την επίθεση κυβέρνησης - ΕΕ - ΔΝΤ και αντίστασης στην εθνική και διεθνική εκμετάλλευση– συνδέεται άρρηκτα με το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και ιδιαίτερα με την αντικυβερνητική και αντι-ΕΕ πάλη, με το συνολικό αγώνα για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης. Αυτή η γραμμή επιχειρούμε να ηγεμονεύει, συνδυαζόμενη με τις άλλες αιχμές και την προοπτική του αγώνα αυτού, ώστε να μη στριμώχνεται σε εθνικοανεξαρτησιακές, διαχειριστικές ή κοινοβουλευτικού τύπου λογικές και διαδικασίες.
Τρίτον, οι σεισμικές δονήσεις στην ΕΕ έχουν τη βάση τους στο πρόβλημα κερδοφορίας και ανταγωνιστικότητας που αντιμετωπίζει το δυτικοευρωπαϊκό κεφάλαιο, ένα πρόβλημα που διαπλέκεται με το έλλειμμα πολιτικής ενοποίησης –σε σχέση με αυτό που θα ήθελε το κεφάλαιο– με την ένταση της σύμφυτης προς την ολοκλήρωση ανισομετρίας και των ανταγωνισμών στην ΕΕ και με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, με τα όρια που θέτουν στο κεφάλαιο οι κοινωνικοί και πολιτικοί συσχετισμοί στη Γηραιά Ήπειρο. Αυτές οι σεισμικές δονήσεις φάνηκε προς στιγμήν πως θα μπορούσαν ίσως να οδηγήσουν σε σημαντικές ανακατατάξεις στην υπάρχουσα μορφή της ΕΕ. Όμως, μετά τις 11 Μάρτη και το «Σύμφωνο για το ευρώ», όλα δείχνουν ότι οδεύουμε προς μια ΕΕ ασύγκριτα πιο εκμεταλλευτική, ανισόμετρη και αντιδραστική. Κι αυτό ως έκφραση όχι της... ιδιότροπης Μέρκελ αλλά της συμμαχίας των αστικών τάξεων και των κυβερνήσεών τους, με κοινό στόχο την άνευ προηγουμένου λεηλασία των εργατικών δικαιωμάτων καθώς και του κοινωνικού κανιβαλισμού που διακρίνει τον καπιταλισμό συνολικά στη νέα εποχή που ανατέλλει. Άλλωστε και πριν ο αντιδραστικός χαρακτήρας της ΕΕ είχε να κάνει με τη φύση της ως ένωσης του κεφαλαίου κι όχι με τη στρεβλή οικοδόμησή της ή την κυριαρχία των αγορών και των νεοφιλελεύθερων.
Έτσι, η άποψη που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και κερδίζει έδαφος στις λαϊκές συνειδήσεις –και με την επέμβαση στη Λιβύη– είναι εκείνη που αναδεικνύει την αντιδραστική - ιμπεριαλιστική φύση της ΕΕ και όχι η ουτοπία περί «πραγματικής σύγκλισης ή δημοκρατικής επανίδρυσης». Εκείνη που αναδεικνύει τον ταξικά εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της αστικής επιλογής για συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ και την ΕΕ και καταλήγει στον εξαιρετικά επίκαιρο πολιτικό στόχο της εξόδου από την ΕΕ, σε σύνδεση με την αντικαπιταλιστική διεθνιστική πάλη, κι όχι εκείνη που θεωρεί έγκλημα εθνικιστικής καθοσιώσεως έναν τέτοιο στόχο ή αυτή που τον υποβαθμίζει στο όνομα μιας νεφελώδους «λαϊκής οικονομίας - εξουσίας» χωρίς επανάσταση. Είναι αυτή που –αναδεικνύοντας τον καίριο ρόλο της ΕΕ στην εκδήλωση της κρίσης και τη γιγάντωση του χρέους, αλλά και στην αντιδραστική ομοβροντία των μέτρων για την αντιμετώπισή τους– αναδεικνύει ταυτόχρονα τη στάση απέναντι στην ΕΕ σε λυδία λίθο στο κίνημα και την Αριστερά, σε καίρια διαχωριστική γραμμή μεταξύ ριζοσπαστικής - αντικαπιταλιστικής και διαχειριστικής - ρεφορμιστικής γραμμής.
Τέταρτον, το πρόβλημα και του ελληνικού καπιταλισμού έχει πρωτίστως να κάνει με το έλλειμμα κερδοφορίας και ανταγωνιστικότητας κι όχι με το ότι καταναλώναμε περισσότερα απ’ ό,τι παράγαμε, με το ότι δεν παράγουμε τίποτα ή ότι φταίνε το σπάταλο κράτος και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Αυτό το πρόβλημα επιχειρήθηκε –ανεπιτυχώς, όμως– να λυθεί με την «ισχυρή Ελλάδα» και τον «εκσυγχρονισμό» του Κ. Σημίτη, την Ολυμπιάδα, την είσοδο στο ευρώ και τη βαλκανική εξόρμηση του ελληνικού κεφαλαίου. Ωστόσο, η γενικότερη κρίση που έπληξε τον καπιταλιστικό κόσμο, σε συνδυασμό με την ανισόμετρη συμμετοχή στην ΟΝΕ και το ευρώ, τη μη ευόδωση των βαλκανικών προσδοκιών –τουλάχιστον στην έκταση που προσδοκούσε ο αστικός συνασπισμός εξουσίας– τις ευρύτερες γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην περιοχή και τις οξύτατες ενδοϊμπεριαλιστικές - ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις, τις πάγιες ανισορροπίες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και, βεβαίως, τους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς, έφεραν τον ελληνικό καπιταλισμό στη σημερινή κατάσταση. Όμως, το πρόβλημα που τίθεται για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα δεν είναι η «σωτηρία της χώρας από το χρέος», η βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της και η παραγωγική της ανασυγκρότηση (στη δεξιά, τη διαχειριστική ή την αριστερή τους εκδοχή) εντός του πλαισίου της αγοράς, της εκμετάλλευσης, της ατομικής ιδιοκτησίας και της ΕΕ, αλλά πώς η πάλη για την ήττα, την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης θα οδηγήσει σε ρωγμές και κατακτήσεις σύμφωνες με τις εργατικές και νεολαιίστικες ανάγκες και σε μια κοινωνική και πολιτική δυναμική ανατροπής της αστικής κυριαρχίας, εργατικής εξουσίας και κομμουνιστικής χειραφέτησης.

Ιδεολογική χρεοκοπία του καπιταλισμού

Η κρίση δεν έχει μόνο οικονομική διάσταση. Έχει και μια σαφή ιδεολογική και πολιτική διάσταση, η οποία βεβαίως δεν αποτελεί γραμμική προέκταση ή ευθεία αντανάκλαση της οικονομικής, αλλά κινείται και με δικούς της νόμους, με τη δική της σχετική αυτοτέλεια. Με άλλα λόγια, είναι κρίση καθολική, που συμπαρασύρει στη δίνη της και τη βάση και το πολιτικό, θεσμικό, ιδεολογικό εποικοδόμημα του καπιταλισμού, με ιδιόμορφο αλλά εξίσου εκκωφαντικό τρόπο – κι είναι και αυτός ένας ακόμη λόγος, πέρα από το βάθος των οικονομικών διεργασιών, που μιλάμε για κρίση ιστορικού χαρακτήρα. Έτσι, μαζί με τα ποσοστά κέρδους παρασύρονται στα τάρταρα οι αξίες, τα σύμβολα και οι παράγοντες συναίνεσης και σταθερότητας του καπιταλισμού εν γένει και του ελληνικού καπιταλισμού ειδικότερα. Η θεοποιημένη αγορά, η ΕΕ, η «παγκοσμιοποίηση», η κοινοβουλευτική δημοκρατία, η δυτικού τύπου ελευθερία – που άνετα στήριζε όλα τα καταπιεστικά καθεστώτα της βόρειας Αφρικής, ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα – που ανέδιδε την οσμή του πετρελαίου και τη σαπίλα του Αμπού Γκράιμπ, όλα αυτά μοιάζουν σήμερα να ακολουθούν την καθοδική πορεία του ποσοστού κέρδους. Να συντρίβονται πάνω στη σκληρή πραγματικότητα της οικολογικής καταστροφής στον Κόλπο του Μεξικού και του πυρηνικού ολοκαυτώματος στην τεχνολογικά πιο προηγμένη και θεσμικά πιο οργανωμένη καπιταλιστική χώρα, πάνω στους αδιάκοπους πολέμους και τα δισεκατομμύρια υποσιτιζόμενων στον πλανήτη, πάνω στις εξεγέρσεις της Αφρικής αλλά και του Παρισιού, πάνω στις 150.000 επισφαλώς εργαζόμενων της Πορτογαλίας, που διαδήλωσαν κατόπιν διαδυκτιακής πρόσκλησης αλλά και στα εκατομμύρια νέων που, παρότι είναι πιο μορφωμένοι από κάθε άλλη εποχή, αναγκάζονται να εργαστούν με τις χειρότερες συνθήκες από κάθε άλλη εποχή, βυθίζοντας τον «υπαρκτό καπιταλισμό» σε μια βαθιά ηθική και αξιακή κρίση, στο δικό του «1989», κλονίζοντας την ηγεμονία του, αποσταθεροποιώντας το πολιτικό σύστημα και τις κοινωνικές συμμαχίες του. Το κυριότερο είναι ότι δημιουργούνται προϋποθέσεις για μια ιστορική ρεβάνς των επαναστατικών ιδεών, για μια επανεξόρμηση των τάσεων κοινωνικής χειραφέτησης και κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης.



ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
Ανάγκη για ριζική τομή στην Αριστερά
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ

Ένα από τα κύρια συμπεράσματα του «Κειμένου Εργασίας» είναι το εξής: Για να ανταποκριθούν το κίνημα, η Αριστερά, οι τάσεις κομμουνιστικής χειραφέτησης στις απαιτήσεις που θέτουν η κρίση, η αντεργατική επιδρομή και η ανώτερη κοινωνική και πολιτική σύγκρουση που ωριμάζει, δεν αρκούν οι πιο μαζικοί, μαχητικοί και συντονισμένοι αγώνες. Δεν αρκούν οι εξεγέρσεις σαν αυτές που γνωρίσαμε, δεν φτάνει μια ιδεολογική και πολιτική παρέμβαση όπως αυτή που είχαμε. Απαιτείται μια ριζική τομή, μια ποιοτική στροφή, ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής, που θα καλύπτει με επάρκεια και το πρόγραμμα και το περιεχόμενο μιας εργατικής αντικαπιταλιστικής απάντησης στην κρίση και στην αστική πολιτική υπέρβασής της, και το δρόμο για την επίτευξή του και τους φορείς, τα υποκείμενα που θα την επιβάλουν.
Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούμε ότι είναι μονόδρομος για το εργατικό κίνημα και την αντικαπιταλιστική Αριστερά η επεξεργασία και η προώθηση μιας εργατικής αντικαπιταλιστικής απάντησης με στρατηγικά χαρακτηριστικά, η οποία θα έχει ως ορίζοντα, «νεύρο», ζητούμενο και σκοπό την αντικαπιταλιστική επανάσταση, την εργατική εξουσία και δημοκρατία, την κομμουνιστική διεθνιστική απελευθέρωση. Το συμπέρασμα αυτό δεν είναι προϊόν μόνο της ιστορικής αισιοδοξίας μας. Αναδεικνύεται από την ίδια την ταξική πάλη. Πρώτον, γιατί ο σύγχρονος ολοκληρωτικός καπιταλισμός γίνεται ιδιαίτερα καταστροφικός απέναντι στο ανθρώπινο είδος και τη φύση. Δεύτερον, γιατί το πλήγμα που επιχειρεί η Ιερή Συμμαχία κυβερνήσεων, ΕΕ, ΔΝΤ, κεφαλαίου έχει στρατηγικό χαρακτήρα, άρα το «αντίπαλο δέος» που θα ορθωθεί απέναντί τους επιβάλλεται να έχει αντίστοιχη ποιότητα. Και τρίτον, γιατί η κρίση και η αστική γραμμή υπέρβασής της κάνουν αδύνατη κι ουτοπική κάθε αυταπάτη μόνιμης ρεφορμιστικής λύσης ή συνολικής πολιτικής λύσης μέσα στο πλαίσιο του συστήματος και της ΕΕ, χωρίς καθαρή απάντηση στο ζήτημα της εξουσίας. Ταυτόχρονα, η εργατική αντικαπιταλιστική απάντηση είναι αναγκαίο να εδράζεται σε μια επαναστατική διαλεκτική σχέση άμεσων - μακροπρόθεσμων στόχων, κομμουνιστικής στόχευσης και καθημερινής αναμέτρησης με τις συνέπειες της κρίσης και την καπιταλιστική ανασυγκρότηση. Σε μια πρακτική που θα πηγαίνει πιο μακριά και βαθιά από το απλό «όχι στο Μνημόνιο», την υπεράσπιση των κεκτημένων, την ουτοπική επιστροφή σε μια κεϋνσιανή πολιτική «κράτους πρόνοιας».

Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούμε ότι η εργατική αντικαπιταλιστική απάντηση πρέπει να περιλαμβάνει στο περιεχόμενό της:

— Την αναγκαιότητα, τη δυνατότητα, και την τάση της κομμουνιστικής διεθνιστικής απελευθέρωσης στην εποχή μας, ως τη μόνη προοπτική που απαντά στην κρίση, αλλά και στον ίδιο τον καπιταλισμό, την αιτία της κρίσης και όλων των δεινών που πλήττουν την κοινωνική πλειοψηφία.

— Την αντικαπιταλιστική επανάσταση, ως το ποιοτικό άλμα της ταξικής πάλης που απαιτείται για την εγκαθίδρυση μιας νέας εξουσίας, της εργατικής εξουσίας, και το άνοιγμα του δρόμου για τους κοινωνικοπολιτικούς μετασχηματισμούς της μεταβατικής περιόδου που οδηγούν στην εργατική δημοκρατία και την κομμουνιστική διεθνιστική απελευθέρωση.

— Το δρόμο του επαναστατικού αγώνα, της επαναστατικής τακτικής για την ανατροπή της αντεργατικής τομής του κεφαλαίου, για την ανατροπή της πολιτικής της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και κάθε κυβέρνησης του την προωθεί, της ΕΕ και του ΔΝΤ ως δρόμο μαζικής πολιτικής πάλης για τις ανάγκες και τα δικαιώματα των εργαζομένων, αντιπαράθεσης και κλονισμού της κύριας στρατηγικής του κεφαλαίου για την υπέρβαση της κρίσης, αλλαγής των συσχετισμών, συγκρότησης και ωρίμανσης του κοινωνικοπολιτικού υποκειμένου της αντικαπιταλιστικής επανάστασης – μέσα από την ίδια την πείρα των μαζών, προσέγγισης στις ποιοτικές καμπές της, διαμόρφωσης των όρων ώστε οι συγκρούσεις που τη χαρακτηρίζουν να είναι νικηφόρες, υπέρ της οικοδόμησης εργατικής εξουσίας.

Διαβάστε περισσότερα στην σελίδα του Πανελλαδικού Σώματος του ΝΑΡ για την καπιταλιστική κρίση 
και στην κεντρική ιστοσελίδα της οργάνωσης