Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Φθηνό σχολείο φέρνουν οι συγχωνεύσεις

Θέμα: Αυτοχρηματοδοτούμενη εκπαίδευση
Ποιοτικές τομές

Βαθιά το χέρι στην τσέπη αναγκάστηκαν να βάλουν φέτος δεκάδες χιλιάδες γονείς που με έκτακτες εισφορές, λαχεία και εκδηλώσεις κλήθηκαν να αναλάβουν τα έξοδα λειτουργίας του σχολείου, μετά τη δήλωση αδυναμίας της κυβέρνησης και πιο συχνά του Δήμου να πληρώσουν αυτά που τους αναλογούν για την παιδεία. H κυβέρνηση δε θα διστάσει να πετάξει έξω από τα σχολεία τα παιδιά των πιο φτωχών, λαϊκών οικογενειών για να μειώσει το κόστος λειτουργίας τους.



ΓΙΩΤΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΕΑΣΙΔΗΣ
ΝΤΙΝΑ ΡΕΠΠΑ
ΑΙΜΙΛΙΑ ΤΣΑΓΚΑΡΑΤΟΥ





Το αντιεκπαιδευτικό τσουνάμι των τελευταίων μηνών είναι πρωτοφανές σε σφοδρότητα και οξύτητα παρόλο που δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Τα 1.200 κατηργημένα σχολεία είναι το πρώτο κύμα μιας συντονισμένης επίθεσης που έχει βάθος. Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια σαρωτικού χαρακτήρα μετάλλαξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας στην κατεύθυνση της λειτουργίας του σχολείου ως επιχείρηση. Οι σημερινές εξελίξεις εμπνεύστηκαν από το αγγλοσαξωνικό μοντέλο συντηρητικής αναδιάρθρωσης: τη Λισαβόνα, τη Μπολόνια και τον ΟΟΣΑ. Απόπειρες εφαρμογής τους στην ελληνική εκπαίδευση έχουν γίνει κατ’ επανάληψη την τελευταία 20ετία. Το μοντέλο της εκπαίδευσης άλλαζε αλλά η ταξική πάλη, ιδιαίτερα σε ένα χώρο με μαχητικό ανατρεπτικό κίνημα διαρκείας καθώς και οι εσωτερικές αντιφάσεις των αναδιαρθρώσεων δεν ευνοούσαν την πλήρη μετάλλαξή της.
Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι μια άνευ προηγουμένου χρονική συμπύκνωση με σοβαρότατο βάθεμα των ποιοτικών χαρακτηριστικών λόγω της κρίσης και του Μνημονίου. Η επιλογή της κυβέρνησης με την καθοδήγηση του ελληνικού κεφαλαίου, ΕΕ, ΔΝΤ για ευρείας κλίμακας περικοπές στα κοινωνικά αγαθά οδηγεί με ραγδαίο τρόπο την εκπαίδευση στο απόλυτο μηδέν και δημιουργεί ανεξέλεγκτες απώλειες που δεν πρέπει να αγνοηθούν από το μαχόμενο εκπαιδευτικό κίνημα. Είναι σαφές ότι το κεφάλαιο δεν επιλέγει σήμερα το μαζικό διωγμό μαθητών από τη βασική εκπαίδευση. Αν όμως δεν κατορθώσει να μειώσει αισθητά τις δαπάνες με άλλους τρόπους (επιχειρηματική λειτουργία του σχολείου και τσάκισμα των εργαζόμενων σ’ αυτό), είναι έτοιμο ακόμα και για μέτρα που θα «πετάξουν» σημαντικά τμήματα του μαθητικού πληθυσμού εκτός εκπαίδευσης, κυρίως από τα λαϊκά στρώματα και τους μετανάστες. Γι’ αυτό οι τομές που προωθούνται δεν είναι μια απλή επανάληψη κι αντιγραφή της συντηρητικής αναδιάρθρωσης της δεκαετίας του ’90 αλλά ποιοτικό βάθεμά της. Το κεφάλαιο έχει στόχο μια εκπαίδευση αυτοχρηματοδοτούμενη, χωρίς σταθερή κεντρική κρατική χρηματοδότηση, την επέκταση της κερδοφορίας του στον τομέα των εκπαιδευτικών υπηρεσιών και τη δυνατότητά του να επεμβαίνει απευθείας στο περιεχόμενο της εκπαιδευτικής διαδικασίας για την εξυπηρέτηση των αναγκών της καπιταλιστικής αγοράς εργασίας. Είναι φανερό ότι ο πρώτος στόχος αυτήν την περίοδο αποκτά επείγοντα ρόλο γι’ αυτό και οι τομές που προωθούνται έχουν ισχυρά τα λογιστικά χαρακτηριστικά. Η πολιτική της κυβέρνησης όμως, δεν είναι η προσθαφαίρεση. Το ποιοτικό βάθεμα όλων των χαρακτηριστικών τις επίθεσης είναι ο βασικός πολλαπλασιαστικός παράγοντας. Γι’ αυτό και δομεί ένα απίστευτα συντηρητικό, συγκεντρωτικό, αυταρχικό και ιεραρχικό μοντέλο εκπαίδευσης, που αντιστοιχεί στις επιχειρήσεις κι όχι απλά λιγότερη εκπαίδευση.




Μέσα από τις επιχειρούμενες αλλαγές, ένας βασικός στόχος είναι το φτηνότερο σχολείο. Ενδεικτική είναι η επιλογή των συγχωνεύσεων που έχει ήδη ξεσηκώσει αντιδράσεις, την οποία η κυβερνητική προπαγάνδα της κυβέρνησης εμφανίζει ως ένα νοικοκύρεμα. Στην πραγματικότητα τα κριτήρια είναι λογιστικά, καθώς μείωση σχολείων σημαίνει μείωση δαπανών. Αυτό συνδυάζεται με τη δραστική μείωση των κονδυλίων που μέσω Δήμων καλύπτουν τα λειτουργικά έξοδα των σχολείων. Επειδή οι δαπάνες αυτές είναι ανελαστικές, το κόστος περνάει στους γονείς, που δεν μπορούν να αφήσουν τα παιδιά χωρίς π.χ. θέρμανση. Έκτακτες εισφορές, λαχεία, εκδηλώσεις με εισιτήριο έγιναν φέτος σε πολλές περιοχές της Ελλάδας για να αντιμετωπιστούν τέτοιες ανάγκες. Πεδίο δοκιμής και η κρίση χρηματοδότησης της μετακίνησης μαθητών της Περιφέρειας, που δεν έχουν σχολείο στο χωριό τους. Χιλιάδες μαθητές έχασαν χιλιάδες ώρες από την αρχή του 2011 επειδή με τον «Καλλικράτη» δεν υπήρχε κάποιος να πληρώσει τους λεωφορειούχους. Οι αρμόδιοι δήλωναν αναρμόδιοι ή απλά άφραγκοι... Οι γονείς καλούνται ή να βάλουν το χέρι στην τσέπη ή να βρουν σπόνσορα.
Μια άλλη πλευρά των αλλαγών είναι η προσπάθεια συγκεντρωτικού ελέγχου της εκπαιδευτικής δομής. Ο «εκπαιδευτικός Καλλικράτης» αλλάζει, διευρύνει και ρευστοποιεί τα όρια της περιοχής που αντιστοιχεί σε κάθε σχολείο, επιτρέποντας τις μετακινήσεις μαθητών και τα «μαγειρέματα» ώστε τα τμήματα να παραμένουν μεγάλα, αλλά όχι τόσο όσο να επιτρέπουν τη δημιουργία νέου τμήματος. Αντίστοιχες νομοθετικές προβλέψεις επιτρέπουν τις μετακινήσεις εκπαιδευτικών σε ευρύτερη περιοχή.

Το πλαίσιο συμπληρώνει η πρόταση για το νέο ρόλο του διευθυντή «με υπερξουσίες και δυνατότητα τιμωρίας των εκπαιδευτικών ακόμη και με περικοπή μισθού» αλλά και η πρωτοβουλία διαμόρφωσης του Μεγάλου Αδερφού της εκπαίδευσης, της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων «Survey». Εκεί θα καταχωρούνται περίπου όλα όσα αφορούν στο σχολείο. Με το διευθυντή - μάνατζερ και το άγρυπνο μάτι του «Survey» επιχειρείται ο ολοκληρωτικός έλεγχος της εκπαιδευτικής καθημερινότητας, καθώς πολύ συχνά η πραγματικότητα επέβαλε μικρότερες ή μεγαλύτερες αποκλίσεις από το αναλυτικό πρόγραμμα και τις εγκυκλίους, ακόμη και από εκπαιδευτικούς που δεν είχαν προθέσεις αμφισβήτησης. Η καταδίκη των καθηγητών από τα Γιαννιτσά που δεν έγιναν εχθροί των μαθητών τους τηρώντας το γράμμα του κανονισμού είναι διδακτική.
Ταυτόχρονα δρομολογούνται σημαντικές αλλαγές στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Δυο στρατηγικές επιλογές της κυβέρνησης είναι τα 800 ολοήμερα δημοτικά ως μοντέλο για τη βασική εκπαίδευση και το «νέο λύκειο», όπως περιγράφεται στις διαρροές στα ΜΜΕ. Το πρόγραμμα σπουδών για τα 800 ολοήμερα δημιούργησε πολλά ερωτηματικά, π.χ. για τη διδασκαλία πληροφορικής και αγγλικών από την Α’ δημοτικού. Μπορούν τα παιδιά να μάθουν αγγλικά, ενώ δεν ξέρουν να γράφουν στα ελληνικά ή πληροφορική χωρίς να ξέρουν καλά καλά να διαβάζουν;
Η απάντηση έρχεται όταν ρωτήσουμε τι είδους αγγλικά θέλουμε να μάθουν. Αυτά των οδηγιών χρήσης, του κινητού και της ταμειακής μηχανής; Τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Με αυτά εργάζεται και καταναλώνει η γενιά των 500 ευρώ.

Ανάλογα πορεύεται και το περίφημο «νέο λύκειο» κάθε εκδοχής. Η γενική παιδεία ξορκίζεται ως σπατάλη χρόνου, άχρηστη γνώση. Όλο το βάρος πέφτει στα μαθήματα ειδίκευσης. Από αυτά θα κρίνεται η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Τα μαθήματα επιλογής παραμένουν χωρίς συνεκτική λογική και χωρίς συνάφεια με την ειδίκευση. Στην εποχή της ελαστασφάλειας αποθεώνονται οι αποσπασματικές «δεξιότητες» και όχι η ουσιαστική μόρφωση, ο χειρισμός πληροφοριών αντί της κριτικής σκέψης, ο κατακερματισμός της γνώσης σε χρήσιμα στοιχεία. Από κοντά και η «μάθηση της μάθησης», η τεχνική αναβάθμισης πληροφοριών. Αυτή η χρησιμοθηρία οδηγεί στην αδυναμία συνολικής θεώρησης του σύγχρονου κόσμου, εξήγησης και αμφισβήτησής του.

Είναι όσα ζητά το «Σύμφωνο για το ευρώ» ζητώντας ανάμεσα στα μέτρα για την παραγωγικότητα, τη βελτίωση των εκπαιδευτικών συστημάτων. Για την ΕΕ ο άνθρωπος γεννιέται για να γίνει παραγωγικός μισθωτός...
Κρίσιμη διάσταση είναι η εντατικοποίηση με την πολύωρη παραμονή στο σχολείο, την ανάγκη εξωσχολικής δουλειάς, τη «διπλωματική» του λυκείου και φυσικά για το φροντιστήριο. Η ανάγκη για αυτό οξύνεται με την αύξηση της ύλης και τον ολοκληρωτικό προσανατολισμό του λυκείου στην εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, καθώς μετράνε οι βαθμοί όλων των τάξεων.

Ο ανταγωνισμός είναι μια ακόμα πλευρά που διαπερνά το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, κυρίως μέσα από τις εξετάσεις. Έτσι τα πειραματικά σχολεία «που έτσι κι αλλιώς είναι σε κρίση» από χώρος όπου δοκιμάζονται παιδαγωγικές πρακτικές σε ένα δείγμα μαθητικού πληθυσμού, γίνονται χώροι επιβράβευσης των νικητών στην κούρσα ανταγωνισμού. Μαζί με την εντατικοποίηση χαράζουν το δρόμο για να εμπεδωθεί το νέο εργασιακό ήθος του Μνημονίου. Δηλαδή πολλή δουλειά για ψίχουλα, σκυμμένο κεφάλι από φόβο και κούραση...
Τέλος, το περιεχόμενο διεκδικούν να σφραγίσουν πλάι στις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις και οι νεοσυντηρητικές. Δεν λείπουν λοιπόν τα αρχαία ελληνικά ως ιδεολογική κατήχηση και εργαλείο ταξικών φραγμών, τα θρησκευτικά που θα πείσουν ότι αυτός ο κόσμος δεν εξηγείται με τα ανθρώπινα μέτρα και δεν αλλάζει, η Ιστορία ως μέσο εμπέδωσης της τρέχουσας εθνικής ιδεολογίας, καθώς ο εθνικισμός μπορεί να συναντηθεί με τον ευρωπαϊσμό σε μια αντι-ισλαμική, ξενοφοβική ΕΕ, αρκεί να αγνοηθεί ο «κινητής της Ιστορίας», ο λαός.

Παραπέρα η προοπτική που δίνεται στους μαθητές θα καθορίσει και την πραγματικότητα των εκπαιδευτικών. Αν το μέλλον που επιφυλάσσεται για τη μεγάλη πλειοψηφία των νέων μετά το σχολείο είναι η ελαστασφάλεια, η ριζική υποβάθμιση της εξαρτημένης εργασίας μαζί με τη γενίκευσή της, τότε ο εκπαιδευτικός δεν μπορεί να περιμένει πολλά.

Σε πρώτο επίπεδο βλέπουμε να πιέζεται ο μισθός του και η παιδαγωγική ελευθερία, με τις αλλεπάλληλες μειώσεις αποδοχών του Μνημονίου, με αποκορύφωμα το νέο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων που εξαρτά αποδοχές και μισθολογική εξέλιξη από τη συμμόρφωση.
Βλέπουμε ακόμη μια διπλή κίνηση που αφορά στις εργασιακές σχέσεις: Η πρώτη αφορά τη μείωση του μόνιμου προσωπικού με παράλληλη αύξηση των συμβασιούχων (αναπληρωτών, ωρομισθίων). Αυτό γίνεται με τον περίφημο κανόνα μία πρόσληψη (στις οποίες συνυπολογίζονται και οι μετατάξεις από τις ΔΕΚΟ που ιδιωτικοποιούνται) για πέντε αποχωρήσεις, καθώς και με την κατάργηση οργανικών θέσεων με τις συγχωνεύσεις που μόνο στην πρωτοβάθμια προσεγγίζουν τις 2.000. Η δεύτερη αφορά στη διαμόρφωση ενός ακόμη δυσμενέστερου εργασιακού περιβάλλοντος για τους συμβασιούχους με τις προσλήψεις μέσω ΕΣΠΑ, που νομιμοποιούν την πληρωμή με σημαντική καθυστέρηση, την υποαπασχόληση, την αφαίρεση ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Ακόμη μέσω ΕΣΠΑ μεθοδεύεται η ριζική υπονόμευση της σύμβασης εργασίας, καθώς ζητήθηκε από εκπαιδευτικούς να υπογράψουν συμβάσεις όπου δεν αναγράφονται οι αποδοχές!
Κρίσιμη παράμετρος είναι η δουλειά σε πολλά σχολεία, πάνω από δύο, κάτι που αφορά μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικών. Είναι το τρίτο επίπεδο αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις, αυτό που υπονομεύει τη παιδαγωγική σχέση και το δέσιμο με τους μαθητές: Είναι πολλοί, σε πολυπληθείς τάξεις, για λίγες ώρες.

Τέλος έρχεται η διαρκής υποτίμηση του εκπαιδευτικού. Ο Γ. Παπανδρέου και η Α. Διαμαντοπούλου διαπιστώνουν συχνά πυκνά πως υπάρχουν και κάποιοι που δουλεύουν. Αποθεώνονται οι διαδραστικοί πίνακες, τα λάπτοπ, τα βίντεο με φροντιστηριακά μαθήματα. Την προηγούμενη Κυριακή δημοσιεύτηκε πληρωμένη δημοσκόπηση του υπουργείου όπου το δείγμα κατευθυνόταν να καταδείξει τους εκπαιδευτικούς ως υπεύθυνους για τα χάλια στην εκπαίδευση. Η κεντρική ιδέα είναι πως οι εκπαιδευτικοί δεν κάνουν δα και την πιο περίπλοκη δουλειά, δεν είναι αναντικατάστατοι και απ’ την άλλη δεν την κάνουν και καλά...
Η κυβέρνηση επιχειρεί να κερδίσει την κοινωνία με ένα λαϊκιστικό λόγο κριτικής όσων είναι αρνητικά στην εκπαίδευση, αφήνοντας στο απυρόβλητο τις αιτίες και φυσικά τον υπαίτιο. Αξιοποιεί αδυναμίες και αντιφάσεις της πολιτικής της λ.χ. η αδυναμία να καλυφθούν οι θέσεις με το δεδομένο προσωπικό γίνεται ο δρόμος για τη μαζική πρόσληψη αναπληρωτών και γενίκευσης της ελαστικής απασχόλησης. Παρ’ όλα αυτά, αλλά και παρά την επίδειξη πυγμής της Α. Διαμαντοπούλου, η κρίση της εκπαίδευσης είναι κάτι που δεν θα αποφύγει η κυβέρνηση. Δεν διδάχτηκε από την απαξίωση της «μεταρρύθμισης Αρσένη». Η κρίση του σχολείου είναι «ειδικά στο λύκειο» κρίση στόχων που να αγγίζουν τους μαθητές. Αυτό δημιουργεί το ασφυκτικό κλίμα πίεσης και δυσφορίας για μαθητές, εκπαιδευτικούς και γονείς. Σύντομα θα αναδειχτούν αδιέξοδα που προκαλούν εκρήξεις. Το ερώτημα είναι αν οι εκρήξεις θα ανοίξουν μια νέα εποχή κοινωνικών κατακτήσεων στην εκπαίδευση.

Από το «μπαμπούλα» επιθεωρητή στο διευθυντή - μάνατζερ

ΚΕΝΟ ΓΡΑΜΜΑ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΟ ΑΓΟΡΑΙΟ, ΙΕΡΑΡΧΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Στις 5 Μάρτη είδαν το φως της δημοσιότητας αποσπάσματα από το σχέδιο νόμου «για την αναδιοργάνωση των περιφερειακών υπηρεσιών της εκπαίδευσης». Διαβάζοντας κανείς τα βασικά σημεία του νόμου, καταλαβαίνει εξαρχής ότι η «αναδιοργάνωση» αυτή μόνο στόχο έχει τη δημιουργία μιας αυστηρά ιεραρχικής πυραμίδας, που θα στραγγαλίζει οποιαδήποτε ελευθερία έχει απομείνει στο δημόσιο σχολείο.

Εξάλλου το «αγοραίο» σχολείο προϋποθέτει ιεραρχία και διοίκηση «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» του ιδιωτικού τομέα.

Προβλέπεται λοιπόν πως ο διευθυντής μετέχει στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου του σχολείου και του κάθε εκπαιδευτικού χωριστά, έχει την ευθύνη διοργάνωσης διαδικασιών αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας –συνεπώς αυτή γίνεται υποχρεωτική– είναι υπεύθυνος για τα προγράμματα ενδοσχολικής επιμόρφωσης, είναι ο πειθαρχικός προϊστάμενος για το προσωπικό και μπορεί να επιβάλει στον εκπαιδευτικό έγγραφη επίπληξη καθώς και την πειθαρχική ποινή του προστίμου μέχρι το ένα έκτο των μηνιαίων αποδοχών του.

Αυτά συνδυάζονται με πλήρη απαλλαγή από διδακτικά καθήκοντα. Ο σύλλογος διδασκόντων μένει σε ρόλο διακοσμητικό, αφού θα κάνει μόνο προτάσεις, με την τελική απόφαση να ανήκει στο διευθυντή.
Το νέο μοντέλο συνδέεται με το περιεχόμενο και το ρόλο του «νέου» αγοραίου σχολείου. Η διοικητική και ιδεολογική χειραγώγηση των εκπαιδευτικών είναι απαραίτητη προϋπόθεσή του.
Συνδυάζεται επίσης με την προσπάθεια δημιουργίας ενός τμήματος εκπαιδευτικών «παρά τω διευθυντή», με την ελπίδα «καλής» αξιολόγησης, που θα συνδέεται πλέον με τις αποδοχές. Όπως τονίζει και η περίφημη ακριβοπληρωμένη μελέτη για το μισθολογικό του Δημοσίου, πρέπει να φύγουμε από την εποχή που «η εκπαίδευση και τα χρόνια υπηρεσίας είναι τα μοναδικά κριτήρια για την ένταξη και την εξέλιξη στα μισθολογικά κλιμάκια χωρίς να δίνεται καμιά έμφαση στο ειδικό βάρος του ρόλου, στην προσωπική συνεισφορά και πρωτοβουλία για αποτελέσματα».
Η κυβέρνηση επιδιώκει να περάσουμε από την εποχή του συλλογικού κεκτημένου στην εποχή της ατομικής νομιμοφροσύνης, της αυταπάτη του «εγώ ελπίζω να τη βολέψω». Είναι λοιπόν επιτακτική η ανάγκη αποφασιστικής συλλογικής απάντησης.

ΝΕΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ

Ενιαίο 12χρονο, δωρεάν,
δημόσιο σχολείο

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗ

Η αποτυχία του παλιού σχολείου και η σημερινή του απαξίωση, δεν απαντιέται με το «νέο σχολείο» της κυβέρνησης. Χρειάζεται ριζοσπαστική άρνηση της σημερινής κατάστασης, των κριτηρίων και του πλαισίου του σχολείου της αγοράς. Μια τέτοια αντίληψη για την εκπαίδευση βασίζεται στη γνώση και τη διεκδίκηση των πρωτόγνωρων απελευθερωτικών δυνατοτήτων που γεννά η εργασία, η επιστήμη, η τεχνική.

Οι δυνάμεις του αντικαπιταλιστικού κινήματος ξεκινούν από την ανάγκη αλλά και τη δυνατότητα να αμείβεται, να ζει και να μορφώνεται ολόπλευρα ο εργάτης - δημιουργός του συνολικού πλούτου. Ο αγώνας για μια απελευθερωτική παιδεία συνδυάζεται με την πάλη για τη χειραφετημένη και χωρίς εκμετάλλευση εργασία, με την πάλη για να κυριαρχούν οι ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας στο τι, πώς, γιατί μαθαίνουμε, καθώς και στο τι, πώς και γιατί παράγουμε. Όλα τα παιδιά μέχρι τα 18 πρέπει να μορφώνονται και να μη δουλεύουν. Είναι αναγκαία η πρόσβαση σε ένα ενιαίο 12χρονο, δημόσιο και δωρεάν σχολείο. Στήριγμά του η δωρεάν, δίχρονη, προσχολική αγωγή. Προϋπόθεσή του η κατάργηση του διπλού δικτύου γενικής - τεχνικής εκπαίδευσης και η παροχή μετά τα 18 της όποιας δημόσιας τεχνικοεπαγγελματικής εκπαίδευσης. Η εισαγωγή σε μια ενιαία, δημόσια και δωρεάν, πανεπιστημιακή παιδεία και σε οποιαδήποτε μορφή εκπαίδευσης μετά το σχολείο, πρέπει να είναι ελεύθερη εφ’ όρου ζωής, με την αναγκαία υποστήριξη (οικονομική κ.ά.). Είναι δικαίωμα των παιδιών να αποκτούν στο σχολείο ένα ολοκληρωμένο επίπεδο γνώσεων, σχέσεων, κριτηρίων, αξιών και ικανοτήτων. Η θεωρία ότι κάποιοι «δεν παίρνουν τα γράμματα» καλύπτει τις άνισες κοινωνικά αποσκευές που κουβαλούν οι μαθητές, γίνεται άλλοθι για τη σύγχρονη αμάθεια και εκμετάλλευση.
Η ουσιαστική γνώση στοχεύει στην κριτική διάνοια, την ανθρώπινη ικανότητα να κατανοεί τον κόσμο που ζει, να τον αμφισβητεί, να τον αλλάζει. Όχι να εξασφαλίζει απλά το χειρισμό πληροφοριών και την επικοινωνία. Αρνείται τον ιδεαλισμό, τα θρησκευτικά και άλλα δόγματα, τους εθνικούς, ρατσιστικούς, σεξιστικούς διαχωρισμούς. Απέναντι στην κατατεμαχισμένη, αποσπασματική γνώση, άθροισμα πληροφοριών, διεκδικούμε την ενιαία πολύμορφη γνώση που προωθεί το δέσιμο θεωρίας και πράξης, τη μελέτη των επιστημών σε σύνδεση με τις εφαρμογές τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Η αναγκαία παιδεία αντιμετωπίζει τη γλώσσα (μητρική και ξένη) όχι απλά ως μέσο επικοινωνίας αλλά ως όργανο σκέψης, συνειδητής συλλογικής εργασίας, συνδεμένης με το κοινωνικό γίγνεσθαι. Σαν δρόμο ενότητας, συλλογικότητας, αλληλεγγύης. Η απελευθερωτική παιδεία οικοδομεί δημοκρατικές διαδικασίες προσέγγισης της μόρφωσης. Αντίθετα από τα απόλυτα δεσμευτικά αναλυτικά προγράμματα, την αυθεντία του καθηγητή, τον παπαγαλισμό, τον πειθαναγκασμό. Σε αντιπαράθεση με τις αλλεπάλληλες αξιολογήσεις που προωθούν την τυποποίηση γνώσεων, δεξιοτήτων και επιδόσεων του μαθητή, καθώς και της εργασιακής απόδοσης του εκπαιδευτικού. Η εξετασιομανία του σημερινού σχολείου καταργεί το μορφωτικό - παιδαγωγικό του ρόλο. Προετοιμάζει την αποδοχή της ανισότητας, της κατάταξης, της απόρριψης και του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας.

Στόχος ένα εκπαιδευτικό σύστημα που ο χρόνος και ο ρυθμός του θα αφήνουν περιθώρια ανάπτυξης στη σκέψη, δημιουργίας ταυτότητας και συνείδησης στο άτομο. Όχι στην εκπαίδευση των ευέλικτων ροών, της προσαρμοστικότητας στους εργασιακούς χρόνους, της συμπεριφοράς του «βραχυπρόθεσμου».Δεν είναι σπατάλη η χρηματοδότηση αυτού του σχολείου ούτε η διασφάλιση του αναγκαίου αριθμού εκπαιδευτικών, αποκλειστικής, πλήρους και μόνιμης εργασίας, με παιδαγωγική ελευθερία και αξιοπρεπή μισθό.

Αυτό το σχολείο δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στο συλλογικό, αποφασιστικό έλεγχο από το ζωντανό στοιχείο της εκπαίδευσης στο σύνολο της λειτουργίας της. Με δημοκρατία και όχι με ιεραρχία και μάνατζερ. Με λογοδοσία στους εργαζόμενους, για τις κοινωνικές ανάγκες κι όχι στην αγορά και την κυβέρνηση για τις ανάγκες του κέρδους.