Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

ΘΕΜΑ: Κυβερνητική επίθεση στις εργασιακές σχέσεις



Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν άφησε ούτε μία μέρα ανεκμετάλλευτη, Έχει ανοίξει ήδη όλη τη βεντάλια των αντιλαϊκών μέτρων σε εργασιακό, ασφαλιστικό, φορολογικό κάνοντας σε όλους σαφές πως θα διαχειριστεί την κρίση με αντιλαϊκό τρόπο.
της Μαρίας Καντζιού




 Μετά την απόλυση χιλιάδων κακοπληρωμένων εργαζόμενων συμβασιούχων και σταζ από το Δημόσιο, σχεδιάζει τη δυναμική εφαρμογή τους στον ιδιωτικό τομέα και τις ΔΕΚΟ, ενώ στο Δημόσιο χιλιάδες εργαζόμενοι παραμένουν με άλλες μορφές «ελαστικής εργασίας». Ετοιμάζεται να ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο, τη νέα ευρωπαϊκή οδηγία για τις εταιρείες «δανεισμού» εργαζόμενων, που περιέχει σαφείς κατευθύνσεις για επενοικίαση και στο δημόσιο τομέα. Ταυτόχρονα σχεδιάζει νέα επιδότηση των εργοδοτών για «προσλήψεις ανέργων» και προωθεί το σχέδιο νόμου για τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, που τις νομιμοποιεί και τις αναβαθμίζει.
Η παγίωση και η προσαρμογή των εργαζόμενων στο «ελαστικό» καθεστώς είναι μια πολιτική και οικονομική επιλογή του κεφαλαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει αφετηρία πολύ πριν από την περίοδο της κρίσης που διανύουμε και που ήδη φέρνει μαζί της μια «ανάπηρη» αντίληψη για την εργασία και την αξιοπρέπεια σε αυτή. Ας θυμηθούμε τις εισηγήσεις του ΣΕΒ για το «ξεπερασμένο μοντέλο της σταθερής εργασίας» που πρέπει να αλλάξει ή τις προτάσεις Μίχαλου για εργάσιμη εβδομάδα τριών ή τεσσάρων ημερών, με ταυτόχρονη περικοπή μισθολογικών και ασφαλιστικών αποδοχών. Αλλά και ο ορίζοντας της απλώνεται σε βάθος δεκαετίας με τη νέα αντιδραστική στρατηγική «Ευρωπαϊκή Ένωση 2020».
Σήμερα η Ελλάδα γίνεται πειραματόζωο σε αυτό το πλάνο. Με την επιτήρηση από Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, προκειμένου να μην υπάρξει καμία απόκλιση από τους στόχους του Προγράμματος Σταθερότητας, και η «δέσμευση» της Ελλάδας στο πλαίσιο του «Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης», προδιαγράφει τον κοινωνικό και εργασιακό Αρμαγεδώνα. Οι προτάσεις της Κομισιόν και οι «συστάσεις» του ΔΝΤ περιλαμβάνουν: αύξηση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, μείωση συντάξεων, κατάργηση πρόωρων συνταξιοδοτήσεων και 13ης και 14ης σύνταξης. Απελευθέρωση απολύσεων. Σύνδεση μισθών με παραγωγικότητα, τριετές πάγωμα μισθών στο Δημόσιο και κατάργηση συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Μείωση εισφορών - μισθών για όσους εισέρχονται πρώτη φορά στην εργασία. Αύξηση του χαμηλού συντελεστή ΦΠΑ και μείωση αριθμού αγαθών που υπάγονται στον χαμηλό ΦΠΑ. Αντικειμενικές αξίες στο ύψος των εμπορικών. Άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων. Μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και αύξηση των τιμολογίων των ΔΕΚΟ.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι αυτή η αντιλαϊκή πολιτική επιβάλλεται αποκλειστικά από την ΕΕ. Κι όμως ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έχουν προσυπογράψει όλα αυτά τα μέτρα, που η κυβέρνηση ήδη ανακοίνωσε και προωθεί.




Ο υπουργός Εργασίας Α. Λοβέρδος και τα φιλικά προς την κυβέρνηση ΜΜΕ παρουσίασαν το σχέδιο νόμου για την «εργασιακή ανασφάλεια», που μπήκε και αυτό σε... δημόσια διαβούλευση, ως ένα βήμα για την αντιμετώπιση των πλέον ακραίων μορφών ελαστικής εργασίας. Στην πραγματικότητα όμως, όπως φαίνεται και από τη συγκεκριμένη κριτική του, είναι βήμα για τη γενίκευσή της.

ΠΑΡΕΛΘΟΝ Η ΠΛΗΡΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
Ο μερικά απασχολούμενος εργαζόμενος είναι το σημείο αναφοράς


Στο πλαίσιο της πολιτικής και των οδηγιών της ΕΕ που αφορούν στην ελαστική εργασία το προσχέδιο νόμου «Εγγυήσεις κατά της εργασιακής ανασφάλειας και άλλες διατάξεις» (που έχει καταθέσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ) αποδέχεται και νομιμοποιεί όλο το καθεστώς της... «ζούγκλας» της ελαστικής εργασίας, που θεσμοθετήθηκε με προηγούμενους νόμους διαδοχικά από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Πιο συγκεκριμένα: Όπως και πριν έτσι και τώρα, η «βρώμικη» δουλειά της... τεκμηρίωσης της εξαρτημένης σχέσης εργασίας, πρακτικά θα προκύπτει μόνο με καταγγελία του ίδιου του εργαζόμενου, ενώ αυτός εκβιάζεται πρακτικά σε αποδοχή του Δελτίου Παροχής Υπηρεσιών (ΔΠΥ) και υπό την απειλή της «λύσης της συνεργασίας» και της ανεργίας. Η θέσπιση του τριμήνου πίσω από το οποίο δεν... τεκμαίρεται ότι υποκρύπτεται εξαρτημένη εργασία, ενισχύει το ενδεχόμενο ο εργοδότης να απασχολεί τον εργαζόμενο με τρίμηνες συμβάσεις, ίσως και με κάποια ενδιάμεση χρονική διακοπή, και έτσι τελικά να τεκμηριώνει ο εργοδότης παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών με τον εργαζόμενο.
Αξιοσημείωτος είναι και ο νέος ορισμός του εργαζόμενου πλήρους απασχόλησης: «συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση», κάθε εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης, που απασχολείται στην ίδια επιχείρηση με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, και εκτελεί ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, υπό τις αυτές συνθήκες με τον μερικά απασχολούμενο. Δηλαδή η πλήρης απασχόληση παύει να είναι το μέτρο και το σημείο αναφοράς. Αυτό πλέον γίνεται ο μερικά απασχολούμενος. Και ο εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης γίνεται «συγκρίσιμος» και μετρούμενο μέγεθος. Αντιστροφή εννοιών πασοκικής έμπνευσης; Ενώ το ότι οι μερικά απασχολούμενοι «δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται δυσμενέστερα» αναιρείται στην ουσία από το παρακάτω «εκτός εάν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι».
Η εκ περιτροπής απασχόληση, περίπτωση της μερικής, μπορεί να επιβληθεί με όρο την ενημέρωση και διαβούλευση του εργοδότη με τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Ο περιορισμός των έξι μηνών ανά έτος δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο εργαζόμενος εξαναγκάζεται σε... διαθεσιμότητα άνευ αποδοχών, απειλούμενος είτε με απόλυση, είτε με κλείσιμο της επιχείρησης, ενώ προβλέπεται η δυνατότητα επέκτασής της για ένα ακόμη 6μηνο στο επόμενο έτος. Συνολικά, διευκολύνεται η μερική απασχόληση, με το κράτος να πρωτοστατεί, αφού αυτή επεκτείνεται και στις ΔΕΚΟ - δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς και λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Από την άλλη μεριά, η... πρόνοια να ζητήσει ο εργαζόμενος«τη μετατροπή της σύμβασης εργασίας του από πλήρη σε μερική απασχόληση, με δικαίωμα επανόδου σε πλήρη απασχόληση, εκτός αν η άρνηση του εργοδότη δικαιολογείται από τις επιχειρησιακές ανάγκες», μάλλον ενισχύει τη δυνατότητα εργοδοτικών εκβιασμών όπου οι εργαζόμενοι θα «ζητούν» τη μετατροπή, ενώ το δικαίωμα επανόδου μπορεί να αναιρείται από «επιχειρησιακές ανάγκες».
Στην ενοικιαζόμενη εργασία προστίθεται ότι «επιτρέπεται μόνο για συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούνται από έκτακτες, πρόσκαιρες και εποχιακές ανάγκες». Έτσι οι εταιρείες ενοικίασης με αυτό το άλλοθι συνεχίζουν να προμηθεύουν τους εργοδότες με «έκτακτους», από κάθε άποψη, εργαζόμενους για πιο σκληρή εκμετάλλευση. Και τίποτα δεν εμποδίζει ολόκληρα τμήματα να διαρθρώνονται κάτω από τον τίτλο των έκτακτων/πρόσκαιρων εταιρικών αναγκών, όπως ήδη συμβαίνει σε μια σειρά εταιρειών τηλεπικοινωνίας.
Στους όρους εργασίας των ενοικιαζόμενων προβλέπεται ότι «είναι αυτοί που θα εφαρμόζονταν αν οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί απ’ ευθείας από τον εν λόγω εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση». Η νέα διατύπωση, «όροι εργασίας» είναι γενικότερη (προηγούμενα αφορούσε μόνο το ύψος των αποδοχών). Όμως το κρίσιμο ερώτημα, ποιοι είναι αυτοί οι όροι, παραμένει. Τα χρονικά όρια της απασχόλησης στον έμμεσο εργοδότη, 12 και υπό προϋποθέσεις 18 μήνες, και η μετατροπή σε αορίστου χρόνου μετά από αυτούς, αν δεν μεσολαβούν οι οριζόμενες 45 μέρες, δεν αποτρέπουν τη δυνατότητα... ανακύκλωσης του προσωπικού. Το πρόβλημα είναι η χρήση ενοικιαζόμενης εργασίας σε κανονικές, από την άποψη απαιτήσεων, αποδοτικότητας κ.λπ., θέσεις εργασίας. Αυτό λύνεται μόνο με την κατάργηση του δουλεμπορίου και της ενοικιαζόμενης εργασίας με την όποια μορφή της (μέσω Εταιρείας Προσωρινής Απασχόλησης, με δανεισμό μεταξύ επιχειρήσεων ενός ομίλου, κ.λπ.). Δεν λύνεται με χρονικούς περιορισμούς.
Η διαθεσιμότητα παραμένει και εκσυγχρονίζεται. Η προϋπόθεση για προηγούμενη διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, και το όριο των 3 μηνών για να τεθεί ο εργαζόμενος εκ νέου σε διαθεσιμότητα, δεν αλλάζουν την ουσία. Σε μια λογική «συνευθύνης των κοινωνικών εταίρων», όπου δήθεν ο εργοδότης βάζει την επιχείρηση και ο εργαζόμενος τη δουλειά του, ο τελευταίος, όχι μόνο διατίθεται στις προτεραιότητες της εργοδοσίας στις «δύσκολες στιγμές», αλλά και... επιδοτεί τελικά την επιχείρηση, έως και τρεις μήνες το χρόνο, αφού ο μισθός κατά τη διαθεσιμότητα είναι ο μισός.
Όσον αφορά στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, σημειώνεται αλλαγή στον τρόπο καθορισμού της μέσα από επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή με συμφωνία μέσω κάποιου τύπου οργάνου εκπροσώπησής των εργαζομένων, ακόμα και στις κάτω των 20 εργαζόμενων επιχειρήσεις. Επίσης, έως σήμερα, σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων ο εργοδότης προσέφευγε μονομερώς στην επιτροπή διευθέτησης όπου πλειοψηφούσαν εργοδοτικοί και κυβερνητικοί εκπρόσωποι. Τώρα το ρόλο της επιτροπής αναλαμβάνει ο ΟΜΕΔ. Πέρα από το γεγονός ότι αποφάσεις υπέρ των εργοδοτών στον ΟΜΕΔ (χωρίς να τρέφουμε αυταπάτες για το ρόλο του) θα ενισχύσουν ακόμα περισσότερο την εφαρμογή της διευθέτησης, επιδιώκονται πιο μαζικής κλίμακας διευθετήσεις, σε κλαδικό επίπεδο μέσω της «συμφωνίας» των δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργάνων. Επιπλέον προβλέπεται ότι «με επιχειρησιακές και κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας μπορεί να καθορίζεται άλλο σύστημα διευθέτησης χρόνου εργασίας, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του κλάδου ή της επιχείρησης». Θα έλεγε κανείς ότι, νέο ζητούμενο είναι η σύναψη Συλλογικών Διευθετήσεων Εργασίας (ΣΔΕ) στις οποίες οι εργοδότες θα καλούν τα κλαδικά σωματεία.




ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Πάλη για την ενότητα μόνιμων και ελαστικών
ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ

Ο υπουργός Εργασίας παρουσιάζοντας το προσχέδιο είπε : «Όχι στην εργασιακή ζούγκλα, αλλά όχι και στις αγκυλώσεις!». Δηλαδή τα αιτήματα των εργαζόμενων ενάντια στην «ελαστασφάλεια» και την αποδιάρθρωση της ζωής του εργαζόμενου, για σταθερό ημερήσιο χρόνο εργασίας και μείωση του, για αξιοπρεπείς μισθούς και όρους εργασίας, θεωρούνται... αγκυλώσεις. Στη σύγχρονη εργασιακή πραγματικότητα που η κύρια τάση είναι η όξυνση της κοινωνικής πόλωσης, η αποδυνάμωση των παραδοσιακών μικρομεσαίων στρωμάτων, η αύξηση του ποσοστού της μισθωτής εργασίας, όλα τα επιχειρήματα για χαμηλόμισθους και προνομιούχους, για το «αίσχος των σταζ», για δήθεν θέσπιση κανόνων στη «ζούγκλα», κ.ά., στόχο έχουν τη διάσπαση των εργαζόμενων. Ο νέος νόμος που ετοιμάζεται είναι μια επιβεβλημένη από το κεφάλαιο πολιτική που μαζί με τις απολύσεις, την έμμεση και βαρύτερη άμεση φορολογία, θα περιφρουρήσει τα κέρδη του κεφαλαίου. Κυβέρνηση, ΕΕ, κεφάλαιο είναι αποφασισμένοι: Η ελαστική εργασία θα είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση. Όρος για την αποτελεσματικότητα στην πάλη μας, είναι η ενότητα των χιλιάδων της επισφαλούς εργασίας, με όποια μορφή, σε πολλούς κλάδους αλλά και στις πρώην ΔΕΚΟ, με τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Η απόκρουση της αντιδραστικής -αντιλαϊκής - αντεργατικής πολιτικής της «ελαστασφάλειας» επιβάλλει στο εργατικό κίνημα την υπεράσπιση των πιο «κτυπημένων» τμημάτων των εργαζόμενων, και την αγωνιστική συσπείρωση όλων σε μία ενότητα. Η ίδια η πραγματικότητα της εναλλαγής κανονικά και ελαστικά εργαζόμενου φέρνει, στην κυριολεξία, τον ένα στη θέση του άλλου. Κρίσιμο ζήτημα για την πάλη των εργαζόμενων, είναι η συνδικαλιστική κάλυψη της ελαστικής εργασίας, το να συμπεριληφθούν όλοι οι εργαζόμενοι των ελαστικών συνθηκών και της εξαρτημένης εργασίας, στα σωματεία και τις ομοσπονδίες.
Μπροστά σε αυτή την πολιτική οι ευθύνες του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος και των οργάνων του (ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, Ομοσπονδίες) είναι τεράστιες. Από τη μια, συναινούν στην ουσία της αντιδραστικής πολιτικής. Η ΓΣΣΕ ανταποκρινόμενη «υπεύθυνα» στα αιτήματα του ΣΕΒ ζητά όχι κατάργηση, αλλά ρύθμιση της ελαστικής εργασίας με «θέσπιση κατώτατου ορίου ωρών εργασίας στη μερική απασχόληση», αποδεχόμενη τελικά τα μέτρα. Ζητά όχι πάγωμα και απαγόρευση των απολύσεων (με ανεργία 17% και το κεφάλαιο να ζητά απελευθέρωση των απολύσεων), αλλά «κοινωνικό σχέδιο» μετά από αυτές και γραπτή αιτιολόγηση από την εργοδοσία. Ενώ η σε... δύο δόσεις διαπραγμάτευση της νέας ΕΓΣΣΕ, πρώτα για τους νέους και χαμηλόμισθους και μετά για τους υπόλοιπους, τελικά βοηθά στο πάγωμα των μισθών, στην παραπέρα χειροτέρευση της θέσης όλων και στα σχέδια για την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Από την άλλη, ο αστικοποιημένος συνδικαλισμός κρατάει μια σαφή διαχωριστική πρακτική και αρνείται τη συνδικαλιστική προστασία των ελαστικά εργαζόμενων. Με φτηνές δικαιολογίες του τύπου «δεν το επιτρέπει ο νόμος» ή ακόμα χειρότερα υπονοώντας ότι π.χ. οι εργαζόμενοι που αμείβονται με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών δεν είναι εργαζόμενοι αλλά… εργοδότες, αλλά και για λόγους κομματικών σκοπιμοτήτων, αφήνουν συνδικαλιστικά ακάλυπτο το πιο ευάλωτο τμήμα των εργαζόμενων. Στο όνομα και μόνο μιας προηγούμενης πραγματικότητας υπονομεύουν τα συμφέροντα και τα δικαιώματα της νέας εργατικής βάρδιας, διασπούν έτσι την ενότητα και την πάλη των εργαζόμενων.
Απέναντι στην «προληπτική» πολιτική ενσωμάτωσης των κοινωνικών αντιδράσεων μέσω «διαβουλεύσεων», απαντάμε: κανένας διάλογος! Δεν θα συναινέσουμε στη νέα κανονικότητα, «όχι» σε κάθε μορφή ελαστικής εργασίας. Οι εργαζόμενοι ξέρουμε ότι το παιχνίδι παίζεται εξαρχής σε βάρος μας και η συζήτηση για τους κανόνες του δεν το αλλάζει αυτό. Αγώνας όλων των εργαζόμενων ενάντια στην ελαστική εργασία, κάθε μορφής, για πλήρη, σταθερή και μόνιμη εργασία για όλους, με μείωση του χρόνου εργασίας, αξιοπρεπείς όρους και αμοιβή εργασίας.