Καπιταλιστική κρίση και Αριστερά
Ζούμε από το 2007 στη δίνη μιας από τις κρίσεις-σταθμούς που έχουν συγκλονίσει τον καπιταλισμό, η οποία σημαδεύει μακροπρόθεσμα την πορεία του κινήματος και της Αριστεράς. Ίσως ο αριθμός των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που χρεοκόπησαν φαντάζει μηδαμινός μπροστά στις 1.860 τράπεζες που κατέρρευσαν στις ΗΠΑ το 1929. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι το παθητικό της Φρέντι Μακ και της Φάνι Μάε ισοδυναμεί με το 45% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, που είναι μεγαλύτερο από τον παραγόμενο πλούτο όλης της παγκόσμιας οικονομίας το 1955, αποκαλύπτει το μέγεθος της κρίσης. Το ίδιο και τα 5 εκατομμύρια νέων ανέργων της τελευταίας τριετίας, οι τριγμοί της ΕΕ και η προσφυγή δύο χωρών της Ευρωζώνης στο μηχανισμό στήριξης, το πρωτοφανές χρέος στον πυρήνα του καπιταλισμού και η επιμονή της κρίσης παρά τις τονωτικές ενέσεις εκατοντάδων δις ευρώ και δολαρίων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η παρούσα κρίση τροποποιεί ριζικά το πεδίο της ταξικής πάλης. Διαψεύδει τις μέχρι τώρα «προφητείες» των αστών για το «τέλος της ιστορίας» και την ικανότητα δήθεν του «αόρατου χεριού της αγοράς» να επιλύει τα κοινωνικά προβλήματα. Αλλά και την πρόσκαιρη πεποίθηση των αστών τεχνοκρατών ότι με την τρίτη επιστημονική επανάσταση, την επέκταση του πλαστικού χρήματος, το παγκοσμιοποιημένο «εικονικό κεφάλαιο» και την «οικονομία της γνώσης», βρέθηκε το ελιξίριο για την αιώνια νεότητα του καπιταλισμού. Ταυτόχρονα, και οι σταθερές τους αποσταθεροποιούνται: Το κράτος, που μεταμορφώθηκε από τους ίδιους τους αρχιερείς του νεοφιλελευθερισμού από Σατανά σε Αρχάγγελο, αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να κάνει θαύματα. Η δεύτερη αμερικανική «αυτοκρατορία» οδηγείται από την ανατολή στη δύση χωρίς μεσουράνημα. Η Ενωμένη Ευρώπη και το ευρώ, από ασπίδα μετατρέπονται σε επιταχυντή της κρίσης. Η κρίση θέτει, παράλληλα, σε δοκιμασία την αποτελεσματικότητα της πολιτικής της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Θέτει σε δοκιμασία τα ερμηνευτικά τους εργαλεία, την ως τώρα τακτική και στρατηγική τους, την ικανότητα αναπροσαρμογής στις νέες συνθήκες, την αισιοδοξία και τις αντοχές τους.
Με το μάτι στραμμένο στις καταστροφικές άμεσες επιπτώσεις της κρίσης στη ζωή δισεκατομμυρίων εργαζόμενων, οι επαναστάτες δεν μπορεί παρά να σκεφτούν παράλληλα για τις αιτίες και το χαρακτήρα της. Να βαθύνουν στην αστική πολιτική που προωθείται, αποκαλύπτοντας τη στρατηγική της αστικής τάξης. Να εκτιμήσουν τις άμεσες και τις μακροπρόθεσμες συνέπειές τους πάνω στην άσκηση εργατικής πολιτικής, στη στρατηγική επιδίωξη της κοινωνικής επανάστασης και της κομμουνιστικής διεθνιστικής απελευθέρωσης. Ώστε να διαμορφώσουν μια πολιτική γραμμή ικανή να καθυστερεί, να αποτρέπει και, τελικά, να ανατρέπει την ισχύ των άμεσων καταστροφικών επιπτώσεων, την αστική στρατηγική υπέρβασης της κρίσης, το ίδιο το σύστημα της εκμετάλλευσης, της ατομικής ιδιοκτησίας, της αγοράς και της καταπίεσης.
Κομβικά, επομένως, είναι και τα ερωτήματα τα οποία τίθενται προς συλλογική συζήτηση και διερεύνηση: Υπάρχει άλλος δρόμος απέναντι στην κρίση από τον ακολουθούμενο από τις αστικές κυβερνήσεις και τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και ποιος είναι; Μπορεί να σταθεί και πώς μια άλλη κοινωνική προοπτική, χωρίς αγορά και εκμετάλλευση, ευρώ και ΕΕ; Και τι Αριστερά χρειάζεται, με ποιο στρατηγικό πρόγραμμα, ποια οργανωτική δομή και λειτουργία, ποια θεωρία, ποιο πολιτισμό και ποια σχέση με το κίνημα, ποια στάση απέναντι στην ιστορία της; Αρκεί ή η κοινή δράση της Αριστεράς στο κίνημα ή η ενότητά της για να αλλάξουν τα πράγματα;
Αυτά τα κορυφαία πολιτικά ερωτήματα, είναι δύσκολο να απαντηθούν σε μια εσωοργανωτική διαδικασία. Εντούτοις, καταθέτουμε το παρόν κείμενο, που αποτελεί «εναρκτήριο λάκτισμα» για το 3ο Συνέδριο του ΝΑΡ, επιχειρώντας: Να θέσουμε τα θεμελιώδη ερωτήματα. Να σκιαγραφήσουμε πρώτες απαντήσεις, ανοιχτές στο δημιουργικό διάλογο, στη ζωογόνα συντροφική κριτική-αυτοκριτική και στην επιστημονική έρευνα εντός του ΝΑΡ και της νεολαίας Κομμουνιστική Απελευθέρωση, στο ευρύτερο δυναμικό της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στις μαχόμενες πρωτοπορίες του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος, στη ριζοσπαστική διανόηση, στη «συλλογική σοφία» των δρώντων επαναστατικών υποκειμένων. Και να δηλώσουμε πως αν δεν δοκιμάσουμε -με καινοτόμο πνεύμα, χωρίς παλιές και δήθεν νεωτεριστικές αγκυλώσεις- να ανακαλύψουμε και να «περπατήσουμε» στην πράξη τους δρόμους μιας αποτελεσματικής εργατικής πολιτικής γραμμής, μιας γραμμής μαζών με επαναστατική στόχευση, μιας γραμμής που θα αλλάζει συνειδήσεις και συσχετισμούς, την κατάσταση στην Αριστερά και την κοινωνία, τότε η κρίση, η αστική απάντηση σε αυτή και ο κανιβαλικός καπιταλισμός που ανατέλλει θα συντρίψουν εργατικά δικαιώματα που κατακτήθηκαν με αγώνες και αίμα, αλλά και τις ίδιες τις αριστερές δυνάμεις ή τα κινήματα που δεν θα καταφέρουν να ανασυγκροτηθούν στο έδαφός της, ώστε να αποτελέσουν αξιόμαχο και νικηφόρο αντίπαλο δέος.
Η κρίση που συγκλονίζει τον καπιταλιστικό κόσμο πηγάζει από τον ειδικό τρόπο με τον οποίο εκφράζονται οι εγγενείς αντιθέσεις και αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Είναι μια δομική κρίση του σύγχρονου καπιταλισμού, που εμπεριέχει σε ανώτερο επίπεδο στοιχεία, αντιφάσεις, τομές και συνέχειες και όλων των προηγούμενων κρίσεων-ορόσημο στην ιστορική του πορεία του. Μια κρίση του κοινωνικοπολιτικού «μείγματος» με το οποίο το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του επεδίωκαν τα τελευταία 30 χρόνια να στηρίξουν τους «δίδυμους πύργους» του κεφαλαιοκρατικού συστήματος: την καπιταλιστική κερδοφορία και την αστική κυριαρχία. Γεννήθηκε στο σκληρό πυρήνα του καπιταλισμού, στη σφαίρα της παραγωγής, απ’ όπου «μεταναστεύει» στις άλλες του, την κυκλοφορία και τη διανομή.
Από οικονομική άποψη, είναι κρίση υπερσυσσώρευσης, που εδράζεται στη δυναμική επανεμφάνιση και πραγμάτωση των τάσεων πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Τάσεις που -σε διάκριση από το 1973- τροφοδοτούνται κυρίως από την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και όχι πλέον από τη μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης και του ποσοστού υπεραξίας (που αυξήθηκαν, λόγω της λιτότητας και των εργασιακών αλλαγών, με υποδεέστερο ρυθμό όμως από εκείνον που αυξήθηκε η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου).
Πυρήνας της σημερινής κρίσης είναι ότι τα κεφάλαια που έχουν συσσωρευτεί (προερχόμενα από την αχαλίνωτη εκμετάλλευση των μισθωτών σε Ανατολή και Δύση) δεν μπορούν πλέον να αξιοποιηθούν με ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους. Στην αδυναμία αυτή πρέπει να προστεθεί το εξής: οι «παρθένες αγορές» (στους ιδιωτικοποιούμενους τομείς, σε άλλες χώρες, στο φυσικό περιβάλλον κ.α.), που περιορίζονται, οι νέοι τεχνολογικά τομείς, που δεν είναι αστείρευτοι, και το φτηνό εργατικό δυναμικό της γενιάς των 700 ευρώ, οι μετανάστες, οι μερικά απασχολούμενοι ή οι εργάτες τύπου Κίνας δεν επαρκούν πλέον για να αντισταθμιστεί η ανοδικά κινούμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου.
Αυτό περιπλέκεται με το γεγονός ότι οι «προσδοκίες κέρδους» που είχαν καλλιεργηθεί σε αρκετούς τομείς της άμεσης καπιταλιστικής παραγωγής και συσσώρευσης (ειδικά των νέων τεχνολογιών) δεν ευοδώθηκαν, τουλάχιστον στον προσδοκώμενο βαθμό, ή δεν φαίνεται να ευοδώνονται στο ορατό μέλλον. Αρκετά γρήγορα εξατμίστηκαν και οι τονωτικές ενέσεις που προσέφεραν οι ιδιωτικοποιήσεις και η λεηλασία των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων. Επιπλέον, δεν είχε το προσδοκώμενα αποτελέσματα η προσπάθεια αποφασιστικής τόνωσης της απόσπασης σχετικής υπεραξίας, μέσω της ανάπλασης των εργασιακών ικανοτήτων, των σχέσεων εργασίας, των σχέσεων των εργαζομένων με τα μέσα παραγωγής. Με αποτέλεσμα, εκτός από την απόσπαση απόλυτης υπεραξίας να «στομώνει» και η απόσπαση σχετικής υπεραξίας. Η σχετική υπεραξία είναι, όμως, αυτή που μπορεί μακροπρόθεσμα να αντιρροπίσει την τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους.
Αλλάζει το ιστορικό πρόσημο της εποχής που έρχεται
Την περίοδο 1960-2007 εκδηλώθηκαν 28 πιστωτικές κρίσεις, 28 εκρήξεις «φούσκας» στην αγορά ακινήτων, 58 χρηματιστηριακές κρίσεις και 122 υφέσεις σε 21 αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Η σημερινή κρίση, όμως, δεν είναι σαν αυτές. Είναι μια κρίση-σταθμός, μια ιστορικών διαστάσεων κρίση, που θέτει σε δοκιμασία τόσο το οικονομικό μοντέλο εκμετάλλευσης και κερδοφορίας που σφράγισε τον καπιταλιστικό κόσμο τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες, όσο και το πολιτικό σύστημα που διασφάλισε αυτό το μοντέλο και την αστική κυριαρχία εν γένει. Ταυτόχρονα, θέτει σε δοκιμασία τις κυρίαρχες ιδεολογικές-αξιακές «σημαίες» του αστικού κόσμου την περίοδο αυτή. Είναι μια ιστορική τομή -όχι όμως μια «αποκαλυπτικού» χαρακτήρα «τελική» κρίση που οδηγεί αναπόδραστα στην επανάσταση ή στην κατάρρευση του καπιταλισμού. Το πλήγμα είναι τόσο καίριο, ώστε η παρούσα κρίση θεωρείται πως είναι για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό ό,τι ήταν το 1989 για την Αριστερά – μια παρομοίωση σχετική, ασφαλώς, καθώς ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» και η Αριστερά δεν ανέκαμψαν από το «σοκ του 1989», ενώ ο «υπαρκτός καπιταλισμός» φαίνεται να αντέχει ακόμη, επιβεβαιώνοντας πως ο καπιταλισμός «δεν πέφτει αν δεν τον ρίξουν».
Ο ιστορικός χαρακτήρας της κρίσης προκύπτει καταρχήν από τα χαρακτηριστικά της: είναι κρίση με μεγάλο βάθος, ένταση και αντοχή. Γεννήθηκε στον πυρήνα της καπιταλιστικής παραγωγής. Ξεκίνησε και πλήττει κυρίως τη «μητρόπολη», την επιχειρηματική βιτρίνα και τις χώρες-πρότυπο του σύγχρονου καπιταλισμού (ΗΠΑ, κελτικές τίγρεις, χρηματοπιστωτικό σύστημα, αυτοκινητοβιομηχανία κ.ά.). Πλήττει τις κύριες ιδεολογικές αρχές του αστικού κόσμου (ελεύθερη αγορά, «παγκοσμιοποίηση», ευρωπαϊκή ενοποίηση). Έχει καθολικό χαρακτήρα, παρασύροντας στη δίνη της σημαντικούς κλάδους και χώρες, το μοντέλο καπιταλιστικής «ανάπτυξης» και εκμετάλλευσης, την αντιδραστικοποιούμενη αστική δημοκρατία και τις μορφές πολιτικής εκπροσώπησης, την καπιταλιστική «παγκοσμιοποίηση» και τις ολοκληρώσεις (ειδικά την ΕΕ), την οικολογική ισορροπία και την ειρηνική συνύπαρξη των λαών.
Παράλληλα, η ιστορικότητα της κρίσης φαίνεται και από το στρατηγικό χαρακτήρα των αστικών αναδιαρθρώσεων που προωθούνται ως απάντηση σε αυτή (περιγράφονται πιο κάτω). Αναδιαρθρώσεις που δεν έχουν απλώς αθροιστικό κι αποσπασματικό χαρακτήρα, αλλά συνθέτουν μια συνολική υπεραντιδραστική τομή ποιοτικής ανασυγκρότησης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, μέσω της οποίας το κεφάλαιο επιχειρεί να αναχαιτίσει την ιστορική παροδικότητα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Επιπλέον σχετίζεται με μια τρίτη πλευρά: οι κοινωνικοπολιτικές διεργασίες που δρομολογούνται με την κρίση και την αστική γραμμή υπέρβασής της δίνουν προτεραιότητα στην πειθάρχηση-καταστολή απέναντι στη συναίνεση-ηγεμονία, αποκαθηλώνουν το προσωπείο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, βαθαίνουν το πολιτικό χάσμα ανάμεσα στους εργαζόμενους και στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα. Αυτή η κατάσταση ταυτίζει τον καπιταλισμό όχι πλέον με τη συλλογική κοινωνική πρόοδο, αλλά με την αντίδραση της αστικής τάξης, την εχθρότητα απέναντι στην κοινωνία, τις πιο σκαιές και οπισθοδρομικές ιδέες και πρακτικές.
Εν κατακλείδι, οι αντίστοιχες με τη σημερινή κρίσεις-σταθμοί κινητοποιούσαν ως τώρα αντιφατικές αναδιαρθρωτικές διεργασίες που οδηγούσαν σε σχετικά σταθερή άνοδο του μέσου ποσοστού κέρδους για μια ορισμένη περίοδο και σε ορισμένες περιπτώσεις άφηναν ελπίδες -ή και επέφεραν- κάποιες πρόσκαιρες βελτιώσεις για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας (σχετικές πάντα και κάτω από την άνοδο της παραγωγικότητας). Ταυτόχρονα, βέβαια, ωρίμαζαν νέες βαθύτερες κρίσεις και καταστροφές παραγωγικών δυνάμεων. Πιο συγκεκριμένα, για τον καπιταλισμό, ο 19ος αιώνας ήταν ο αιώνας των «μεγάλων προσδοκιών» και της «προόδου», που διακόπηκαν βίαια από την κρίση του 1870-1893. Μια κρίση που συνδέθηκε με το πέρασμα στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, την αντιδραστικοποίηση της αστικής τάξης και τον αγώνα για το χρόνο εργασίας, το οκτάωρο. Μετά την κρίση αυτή ακολούθησε μια πεντηκονταετία -ως το 1945- που χαρακτηρίστηκε από τεράστιες καταστροφές (δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, κρίση 1929-33 κ.λπ.), με ανυπολόγιστες απώλειες σε ανθρώπους, υποδομές και μέσα παραγωγής. Η κρίση του 1929-33 συνδέθηκε -κυρίως μέσω του Β' Παγκοσμίου Πολέμου- με το ανελέητο χτύπημα των παραγωγικών δυνάμεων και πάνω από όλα της εργατικής δύναμης. Η έξοδος από αυτή συνδέθηκε με το πέρασμα στον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό και την ανάδειξη του τεϊλορισμού-φορντισμού σε ηγετικό παραγωγικό μοντέλο. Με την πολιτική των κοινωνικών συμβολαίων και της ταξικής συνεργασίας, και την προώθηση του κεϊνσιανισμού-κράτους πρόνοιας στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, ως πολιτικής απάντησης στη νέα οικονομική-εργασιακή πραγματικότητα και στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα, που έβγαινε ενδυναμωμένο από τον πόλεμο, παρά τη μετατόπιση προς τα δεξιά των κομμουνιστικών κομμάτων. Με την τριακονταετή χρυσή περίοδο καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά και τη νεοαποικιοκρατία, που έθετε με νέους όρους την εκμετάλλευση και συνεκμετάλλευση των πρώτων υλών, των ενεργειακών πηγών και των δρόμων του εμπορίου. Συνδέθηκε, όμως, και με μια περίοδο προσδοκιών βελτίωσης για την ανθρωπότητα και τις λαϊκές μάζες.
Ακόμη και η κρίση του 1973-75 συνδέθηκε με τις ποιοτικές αναδιαρθρώσεις του διαμορφούμενου νέου καπιταλιστικού σταδίου του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, με τις οποίες ο καπιταλισμός πέτυχε μεν κατά περιόδους -με διάφορα πολιτικά «μείγματα»- να αναστρέψει την τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους, ποτέ όμως σταθερά και επί μακρόν και σε επίπεδο συγκρίσιμο με τη «χρυσή εποχή» 1945-1973.
Στην παρούσα κρίση, όμως, οι προοπτικές μοιάζουν εξαιρετικά δυσοίωνες, καθώς ακόμη και οι πιο θερμοί θιασώτες του καπιταλισμού δεν διακινδυνεύουν ορατή θετική πρόβλεψη. Πολύ περισσότερο που εγκαινιάζει όχι μια περίοδο προσδοκιών για καλύτερη ζωή, αλλά βεβαιότητας για χειρότερη ζωή, ειδικά για τους νέους.
Με βάση όλα αυτά, και ακριβώς γιατί η σε εξέλιξη κρίση είναι κρίση των βασικών νόμων παραγωγής και αναπαραγωγής του καπιταλισμού, είναι κοινωνικά και πολιτικά θεμελιωμένο να μιλήσουμε για ιστορική και καθολική κρίση, για κρίση που σχετίζεται με ιστορικά «καθοδικές»-παρακμιακές τάσεις του καπιταλισμού. Για εκδήλωση της ιστορικής παροδικότητας του καπιταλισμού. Για κρίση που μας εισάγει σε μια εποχή του καπιταλισμού όπου οι ρυθμοί ανάπτυξης θα σχοινοβατούν για μεγάλα διαστήματα γύρω από τη ζώνη του μηδενός. Κι όπου η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας δύσκολα θα συνοδεύεται από άνοδο του ποσοστού κέρδους και μείωση της ανεργίας, και η πλευρά των κρισιακών φαινομένων θα βαραίνει περισσότερο σε σχέση με την πλευρά της καπιταλιστικής ανάπτυξης και συσσώρευσης.
Το δεδομένο αυτό αλλάζει άρδην το γενικό στίγμα, το ιστορικό πρόσημο της εποχής που ανοίγεται μπροστά μας. Έτσι, από μια εποχή στην οποία, ειδικά μετά το 1989, το ιστορικό προβάδισμα ανήκε στις καπιταλιστικές τάσεις και τις αστικές ιδέες, περνάμε σε μια εποχή όπου το ιστορικό προβάδισμα μπορεί να διεκδικηθεί και να κατακτηθεί από τις εργατικές-αντικαπιταλιστικές τάσεις και τις ιδέες της κομμουνιστικής χειραφέτησης. Από μια εποχή που η έννοια της κοινωνικής προόδου και του συλλογικού κοινωνικού συμφέροντος ταυτιζόταν με την αγορά, το κέρδος, τον ανταγωνισμό, τον ατομισμό, περνάμε σε μια εποχή που οι έννοιες αυτές ανιχνεύονται σε ριζικά διαφορετική κατεύθυνση, στην κοινωνική ιδιοκτησία, στη δημοκρατία των κάτω, στη συλλογική οργάνωση της ζωής, στο θρίαμβο της κοινωνικής ατομικότητας των ανθρώπων. Από μια εποχή που ο καπιταλισμός, η ΕΕ, η «παγκοσμιοποίηση», η μισθωτή εργασία παρουσιάζονταν ως αναντίρρητος μονόδρομος και μοναδική υπαρκτή λύση, περνάμε σε μια εποχή που ενισχύονται οι αναζητήσεις για μια άλλη κοινωνική προοπτική, σε ρήξη με την καπιταλιστική πραγματικότητα. Από μια εποχή όπου η Αριστερά, η επανάσταση, ο κομμουνισμός, ο μαρξισμός ήταν σε «ιστορική καραντίνα», σε μια εποχή δυνατοτήτων επανεξόρμησής τους, με όρους μαζικούς και όχι «χιλιαστικών» πρωτοποριών.
Ψήγματά αυτής της αλλαγής, όπως εμφανίζεται στην Ελλάδα, είναι οι τελευταίες απεργίες, ο συντονισμός των πρωτοβάθμιων σωματείων, οι διεργασίες στην Αριστερά, το νέο κύμα θεωρητικών αναζητήσεων, το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών. Τα παραπάνω εμφανίζονται ως ιστορικές τάσεις, προκλήσεις και δυνατότητες. Δεν θα επιβεβαιωθούν, όμως, ούτε θα υπερνικήσουν τις αντίπαλες τάσεις της αστικής καθήλωσης και συνδιαλλαγής –που ακόμη παραμένουν συντριπτικά κυρίαρχες, όταν δεν ενισχύονται -όπως διαφαίνεται στις εκλογές στην Ολλανδία, Αυστρία, πρώην ανατολικές χώρες- αν δεν «πολιτευτούμε» με τους επαναστατικούς όρους που απαιτεί η σύγχρονη εποχή, αν δεν επαναθεμελιώσουμε την εργατική-επαναστατική πολιτική και την κομμουνιστική προοπτική, αν δεν ανασυγκροτηθούν η Αριστερά και το εργατικό κίνημα.
Ελληνικός καπιταλισμός: στρατηγική τομή μακράς πνοής
Ο αστικός συνασπισμός εξουσίας στην Ελλάδα επιχειρεί να απαντήσει στην κρίση με μια στρατηγική τομή μακράς πνοής, τη σημαντικότερη ανασυγκρότηση που έκανε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο. Η τομή αυτή εκτυλίσσεται με πρωτοφανή σφοδρότητα, σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα και με τη μορφή ωμού κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος, προωθώντας μια γιγαντιαία ανακατανομή του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου στην Ελλάδα υπέρ του κεφαλαίου και ιδιαίτερα υπέρ του πολυεθνικού και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Στην προώθηση αυτής της στρατηγικής τομής -που προκύπτει ως απάντηση στις αντικειμενικές αναγκαιότητες και τους νόμους κίνησης του καπιταλισμού- συντάσσονται όλες οι δυνάμεις του αστικού συνασπισμού εξουσίας, εθνικές και διεθνικές, κυβερνητικές κι αντιπολιτευτικές, οικονομικές και πολιτικές, κόμματα και ΜΜΕ -με αιχμή την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ-, με διαφορετικό ρόλο η καθεμιά, αλλά με ενιαία στόχευση, με βάση τη συμμαχία ελληνικής και διεθνούς αστικής τάξης, παραγωγικού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Από αυτή τη συμμαχία ωφελείται το ελληνικό κεφάλαιο, που και μέσω των όρων του Μνημονίου βλέπει να προωθούνται -για να «μείνουν» κι όχι για να ακυρωθούν με την έξοδο από το μηχανισμό στήριξης- μέτρα που χρόνια επεδίωκε. Ωφελείται, επίσης, το διεθνές χρηματοπιστωτικό-τοκογλυφικό κεφάλαιο, το οποίο διασφαλίζει ότι δεν θα χάσει τα χρήματα που έχει επενδύσει σε ελληνικά ομόλογα ή έστω θα προλάβει να τα «ξεφορτωθεί» πριν η κατάσταση ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Ωφελούνται ειδικά οι ηγεμονικές δυνάμεις της ΕΕ αλλά και του ΔΝΤ - δηλαδή το αμερικανικό ιμπεριαλιστικό κέντρο, που και μέσω των μηχανισμών στήριξης «πατάει πόδι» στην Ευρώπη.
Είναι ορατή η διπλή διάσταση των προωθούμενων μέτρων. Από την μια, η κύρια πλευρά, η στρατηγική βουτιά στη νέας ποιότητας εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας. Κι από την άλλη η δευτερεύουσα πλευρά τους, η διαπάλη και ο ανταγωνισμός των κεφαλαίων (εθνικών ή διεθνικών, παραγωγικών ή χρηματοπιστωτικών) για την μεταξύ τους κατανομή της λείας.
Ήδη, μετά τη δημοσίευση του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης (Ιανουάριος 2010), ακολούθησαν αλλεπάλληλα αντεργατικά πακέτα, το ένα πιο βάρβαρο από το άλλο. Ακόμη και αν υλοποιηθούν τα μέτρα αυτά, το 2014 το δημόσιο χρέος θα σκαρφαλώσει στο 154%, οπότε στοχεύουν σε ένα υπερδεκαετές τούνελ αντεργατικών μέτρων – αν δεν υπάρξει ταξικός αντίλογος. Στοχεύουν, δηλαδή, σε μια γιγάντωση της αποσπώμενης υπεραξίας, ένα αυξανόμενο τμήμα της οποίας θα κατευθύνεται προς τα κεφάλαια των ιμπεριαλιστικών χωρών πρώτης γραμμής και ιδιαίτερα προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά, έχει ασφαλώς σημασία η πλευρά του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού για τη μοιρασιά της υπεραξίας, η θέση κάθε καπιταλιστικού σχηματισμού στη διαβάθμιση του διεθνούς καπιταλιστικού πλέγματος, η «κατοχικών» χαρακτηριστικών και συνειρμών δράση των «ύπατων αρμοστών» της τρόικας -στοιχεία που αποτελούν νόμο κίνησης του καπιταλισμού- και οι ρωγμές που αυτή προκαλεί. Ωστόσο, η πολιτική και η στρατηγική της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος δεν μπορεί παρά να εδράζεται στην πρώτη πλευρά των μέτρων, την κύρια από ταξική άποψη, αυτή που σχετίζεται με το βασικό νόμο κίνησης του κεφαλαίου, την ιδιοποίηση απλήρωτης εργασίας και την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας.
Η μη αντιμετώπιση με τέτοιον τρόπο αυτού του θεμελιώδους ζητήματος θα οδηγούσε σε λάθος πολιτικά συμπεράσματα και ιεραρχήσεις, δίνοντας προτεραιότητα σε μια πολιτική γραμμή «πατριωτικού» και «εθνικοανεξαρτησιακού» τύπου, «νέου ΕΑΜ», και βαφτίζοντας «εξάρτηση» ή «κατοχή» την ανισόμετρη καπιταλιστική μοιρασιά της υπεραξίας και την ανισόμετρη πολιτική ισχύ που απορρέουν από τον ενδοκαπιταλιστικό συσχετισμό δύναμης. Η κατοπτρικά αντίθετη άποψη, που συχνά προβάλλεται από το ΚΚΕ και (με τελείως διαφορετικό τρόπο) από τον αυτόνομο και αντιεξουσιαστικό χώρο, που υποστηρίζει ότι «η έλευση του ΔΝΤ και της ΕΕ είναι ελάσσονος σημασίας ζήτημα», ότι «καπιταλισμό είχαμε και καπιταλισμό θα έχουμε», οδηγεί επίσης σε λάθος συμπεράσματα. Πρόκειται για μια άποψη που υποτιμά την ποιότητα της τομής και των διεργασιών που εξελίσσονται, χάνει την επαφή με την εξελισσόμενη συνείδηση της τάξης και αδυνατεί να διαμορφώσει αριστερούς αντικαπιταλιστικούς πολιτικούς στόχους και συσχετισμούς.
Η υλοποίηση των τομών αυτών θα ολοκληρώσει-παγιώσει στρατηγικά στην Ελλάδα τους μετασχηματισμούς του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, καλύπτοντας τη σχετική υστέρηση που υπήρχε ως τώρα στην προώθηση ορισμένων από αυτούς στην Ελλάδα. Σηματοδοτώντας την είσοδό του στην «καρδιά» του νέου σταδίου ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού, θα μετασχηματίσει ριζικά το πρότυπο συσσώρευσης και διευρυμένης αναπαραγωγής του, ανοίγοντας το δρόμο για έναν κοινωνικό σχηματισμό που προσδοκά ότι θα αντλεί πλέον την αναπτυξιακή του δυναμική από το φτηνό εργατικό κόστος (που θα τονώσει τις εξαγωγές), τη μείωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (λόγω αδυναμίας των Ελλήνων εργαζομένων να αγοράζουν εισαγόμενα προϊόντα), την προσφορά φτηνών τουριστικών υπηρεσιών και την εξασφάλιση ευνοϊκών όρων για την προσέλκυση επενδύσεων τύπου Κατάρ, Cosco και fast track.
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ
ΝΕΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ
ΤΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ
ΤΗΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ
Εργατικό κίνημα, αντικαπιταλιστικός πόλος, κομμουνιστικός φορέας
Η εργατική αντικαπιταλιστική απάντηση συνδέεται άρρηκτα με τη διαμόρφωση των υποκειμένων που θα αγωνιστούν γι’ αυτήν και θα την επιβάλλουν. Από αυτή την άποψη, επιδίωξή μας είναι:
Πρώτο, η συμβολή στην οικοδόμηση ενός νέου ταξικού εργατικού κινήματος απόκρουσης, ρήξης και ανατροπής της αντεργατικής επίθεσης. Ενός κινήματος που θα αντιστοιχεί στους νέους όρους της ταξικής πάλης, θα κατακτά ανώτερα πολιτικά χαρακτηριστικά, θα κινείται έμπρακτα σε μια λογική ταξικής ανασυγκρότησης και θα δημιουργεί πρωτότυπα και πολύμορφα όργανα άσκησης εργατικής πολιτικής από την ίδια την τάξη και το κίνημά της.
Δεύτερο, η συμβολή στην ανάπτυξη, την ισχυροποίηση, τον ποιοτικό εμπλουτισμό και την καλύτερη συγκρότηση (κινηματικά και κυρίως πολιτικά) του αριστερού αντικαπιταλιστικού δυναμικού -με αφετηρία το ΝΑΡ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και κυρίως το αναβαθμισμένο ΝΑΡ και την αναβαθμισμένη και ποιοτικά μετασχηματισμένη ΑΝΤΑΡΣΥΑ-, έτσι ώστε να έχουμε έμπρακτα βήματα στην αλλαγή των κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών, στην προωθητική «συνάντηση» των συνειδητών, ημισυνειδητών και αυθόρμητων ριζοσπαστικών-αντικαπιταλιστικών τάσεων, στην αλλαγή του χάρτη στην Αριστερά και στη δυναμική εμφάνιση στο πολιτικό προσκήνιο ενός υπολογίσιμου πόλου της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής Αριστεράς. Η ανταπόκριση στο καθήκον αυτό, η κατοχύρωση της πολιτικής και οργανωτικής αυτοτέλειας ενός τέτοιου ρεύματος είναι όρος όχι μόνο για να απαντιέται το κύριο πρόβλημα της στρατηγικής και τακτικής επάρκειας και της κοινωνικής γείωσης της Αριστεράς, αλλά και για να εξασφαλίζεται η ευρύτερη και προωθητική κοινή δράση των δυνάμεων της Αριστεράς.
Τρίτο, η συμβολή στη δημιουργία φορέα-οργάνωσης που θα εκφράζει τις κομμουνιστικές τάσεις της εποχής μας, θα εργάζεται συνειδητά για τη συγκρότηση και την ενδυνάμωσή τους και για την προώθηση του κομμουνιστικού προγράμματος της εποχής μας, και θα συνεισφέρει στη δημιουργία του αναγκαίου κόμματος που απαιτεί η κομμουνιστική διεθνιστική απελευθέρωση. Η πλευρά αυτή δεν μπορεί να υποτιμηθεί, καθώς η ιστορικών διαστάσεων κρίση και το μέλλον που διαμορφώνει πλήττουν καίρια τον καπιταλιστικό μονόδρομο, τροφοδοτούν τις αντικαπιταλιστικές αναζητήσεις και δίνουν τη δυνατότητα στην Αριστερά και τις κομμουνιστικές δυνάμεις να υπερβούν το «σοκ του 1989», να ανακτήσουν μια νέα επιθετική δυναμική ή και το ιστορικό προβάδισμα απέναντι στις τάσεις καπιταλιστικής καθήλωσης.
Αντιμετωπίζουμε τους τρεις αυτούς παράγοντες που συνθέτουν το πολιτικό υποκείμενο της εργατικής αντικαπιταλιστικής απάντησης στην κρίση στην αλληλοδιαπλοκή τους, όχι αποσπασμένα κι αποσπασματικά. Κάθε βήμα ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος δημιουργεί γόνιμο έδαφος για να ανθήσουν τόσο η κομμουνιστική επαναθεμελίωση και ο φορέας της όσο και το πολιτικό μέτωπο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Και το αντίστροφο.
Ο στόχος της αντικαπιταλιστικής ανατροπής του κοινωνικού-πολιτικού σφαγείου κυβέρνησης, ΕΕ, ΔΝΤ και κεφαλαίου είναι πολιτικά ανατρεπτικός, κοινωνικά αναγκαίος και λαϊκά κατανοητός, πολιτικά σαφής και αιχμηρός, αντίστοιχος του συσχετισμού δυνάμεων και της δυναμικής αλλαγής του σε επαναστατική κατεύθυνση
Για μια εργατική επαναστατική απάντηση
Η κρίση και η αστική γραμμή υπέρβασής της, κάνουν αδύνατη κι ουτοπική κάθε αυταπάτη μόνιμης ρεφορμιστικής λύσης ή συνολικής πολιτικής λύσης μέσα στα πλαίσια του συστήματος και της ΕΕ
Για να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις και τις ανάγκες των καιρών, είναι αναγκαίο το περιεχόμενο και τα βασικά χαρακτηριστικά της εργατικής αντικαπιταλιστικής απάντησης να καθορίζονται από τρία βασικά σημεία: Καταρχήν, την αναγκαιότητα, τη δυνατότητα, και την τάση της κομμουνιστικής διεθνιστικής απελευθέρωσης στην εποχή μας, ως τη μόνη προοπτική που απαντά στην κρίση, αλλά και στον ίδιο τον καπιταλισμό, την αιτία της κρίσης και όλων των δεινών που πλήττουν την κοινωνική πλειοψηφία.
Δεύτερο, την αντικαπιταλιστική επανάσταση, ως το ποιοτικό άλμα της ταξικής πάλης που απαιτείται για την εγκαθίδρυση μιας νέας εξουσίας, της εργατικής εξουσίας, και το άνοιγμα του δρόμου για τους κοινωνικοπολιτικούς μετασχηματισμούς της μεταβατικής περιόδου που οδηγούν στην εργατική δημοκρατία και την κομμουνιστική διεθνιστική απελευθέρωση.
Τρίτο, το δρόμο του επαναστατικού αγώνα, της επαναστατικής τακτικής για την ανατροπή της αντεργατικής τομής του κεφαλαίου, για την ανατροπή της πολιτικής κυβέρνησης, ΕΕ. ΔΝΤ, κεφαλαίου, ως δρόμο μαζικής πολιτικής πάλης για τις ανάγκες και τα δικαιώματα των εργαζομένων, αντιπαράθεσης και κλονισμού της κύριας στρατηγικής του κεφαλαίου για την υπέρβαση της κρίσης, αλλαγής των συσχετισμών, συγκρότησης και ωρίμανσης του κοινωνικοπολιτικού υποκειμένου της αντικαπιταλιστικής επανάστασης -μέσα από την ίδια την πείρα των μαζών-, προσέγγισης στις ποιοτικές καμπές της, διαμόρφωσης των όρων ώστε οι συγκρούσεις που τη χαρακτηρίζουν να είναι νικηφόρες και υπέρ της οικοδόμησης εργατικής εξουσίας.
Τα στοιχεία αυτά αντιμετωπίζονται ως διαλεκτικά αλληλοσυνδεόμενες και όχι ως αντιδιαλεκτικά ταυτιζόμενες πλευρές ενός ενιαίου και μακρόπνοου πολιτικού σχεδίου ή ως επίσης αντιδιαλεκτικά αποκομμένες πλευρές.
Με ένα τέτοιο πλαίσιο το εργατικό λαϊκό κίνημα και η αντικαπιταλιστική Αριστερά μπορούν να ανταποκριθούν στην απαίτηση κι ανάγκη της ταξικής πάλης σήμερα: να έχει η εργατική αντικαπιταλιστική απάντηση στρατηγικά χαρακτηριστικά, να έχει ως ορίζοντα, «νεύρο», ζητούμενο και σκοπό την αντικαπιταλιστική επανάσταση, την εργατική εξουσία και δημοκρατία, την κομμουνιστική διεθνιστική απελευθέρωση.
Η ίδια η ταξική πάλη αναδεικνύει ότι η εργατική αντικαπιταλιστική απάντηση επιβάλλεται να έχει σήμερα τέτοιο χαρακτήρα. Πρώτον, όχι γιατί καταρρέει ο καπιταλισμός, αλλά γιατί γίνεται καταστροφικός απέναντι στο ανθρώπινο είδος και το ανόργανο σώμα του, τη φύση. Γιατί ζούμε σε εποχή ιστορικής χρεοκοπίας του, στην οποία προβάλλει πιο άμεσα από ποτέ η αβυσσαλέα εχθρότητά του με τις κοινωνικές ανάγκες, με την έννοια της συνολικής προόδου της ανθρωπότητας. Αλλά και γιατί ζούμε σε μια εποχή που προβάλλει τόσο η κοινωνική αναγκαιότητα και η ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για την ανατροπή του, όσο και η κοινωνικοπολιτική δυνατότητα-τάση της ανατροπής αυτής. Δεύτερον, γιατί το πλήγμα που επιχειρεί η Ιερή Συμμαχία κυβερνήσεων, ΕΕ, ΔΝΤ, εργοδοσίας έχει στρατηγικό χαρακτήρα, άρα το «αντίπαλο δέος» που επιβάλλεται να ορθωθεί απέναντί τους δεν μπορεί παρά να είναι αντίστοιχης ποιότητας. Τρίτον, γιατί η κρίση και η αστική γραμμή υπέρβασής της κάνουν αδύνατη κι ουτοπική κάθε αυταπάτη μόνιμης ρεφορμιστικής λύσης ή συνολικής πολιτικής λύσης μέσα στα πλαίσια του συστήματος και της ΕΕ, χωρίς καθαρή απάντηση στο ζήτημα της εξουσίας.
Με ένα τέτοιο πλαίσιο, επίσης, το εργατικό κίνημα και η αντικαπιταλιστική Αριστερά μπορούν να ανταποκριθούν στην απαίτηση κι ανάγκη της ταξικής πάλης να εδράζεται η εργατική αντικαπιταλιστική απάντηση σε μια επαναστατική διαλεκτική σχέση άμεσων και μακροπρόθεσμων στόχων, κομμουνιστικής στόχευσης και καθημερινής αναμέτρησης με τις συνέπειες της κρίσης και την επιχειρούμενη από το μπλοκ κυβέρνησης, ΕΕ, ΔΝΤ, ΣΕΒ καπιταλιστική ανασυγκρότηση. Σε μια πρακτική που θα πηγαίνει πιο μακριά και βαθιά από το απλό «όχι στο Μνημόνιο», την απλή υπεράσπιση των κεκτημένων, την ουτοπική επιστροφή σε μια κεϊνσιανή πολιτική «κράτους πρόνοιας».
Με βάση τη λογική αυτή, θέτει στο κέντρο της πολιτικής μας τακτικής την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης και της αντιδραστικής τομής του κεφαλαίου. Αυτή η ανατροπή μπορεί να επιβληθεί με μαζικό πολιτικό αγώνα, με επαναστατικό δρόμο και τρόπο, τον μόνο που απαντά συγκεκριμένα στη συγκεκριμένη ανάγκη των εργαζομένων να αμυνθούν, να αντεπιτεθούν, να πετύχουν καίρια ρήγματα και κατακτήσεις, να ανατρέψουν την επίθεση και να συγκροτηθούν πολιτικά σε ανώτερο επίπεδο, ικανό να επιβάλει την αντικαπιταλιστική επανάσταση και τον κομμουνισμό. Δεν μπορεί να επιβληθεί κοινοβουλευτικά, θεσμικά, ούτε απλώς με την εκλογική ενίσχυση της Αριστεράς ή κάποιες «προοδευτικές» ή αριστερές κυβερνήσεις.
Ο στόχος της αντικαπιταλιστικής ανατροπής του κοινωνικού-πολιτικού σφαγείου κυβέρνησης, ΕΕ, ΔΝΤ και κεφαλαίου είναι πολιτικά ανατρεπτικός, κοινωνικά αναγκαίος και λαϊκά κατανοητός, πολιτικά σαφής και αιχμηρός, αντίστοιχος του συσχετισμού δυνάμεων και της δυναμικής αλλαγής του σε επαναστατική κατεύθυνση. Επίσης, είναι στόχος ανοιχτός και «προς τα κάτω», καθώς μπορεί να συμπυκνώσει πολιτικά -κι όχι απλώς αθροιστικά- τις καίριες διεκδικήσεις του κινήματος και την πολιτική του αντιπαράθεση με τους πυλώνες της αντιδραστικής επίθεσης. Αλλά και «προς τα πάνω», καθώς αποτελεί γέφυρα προσέγγισης στην επαναστατική κατάσταση, επιτάχυνσής της και συγκρότησης του υποκειμένου που θα επιβάλλει τη νικηφόρα έκβαση της αντικαπιταλιστικής επανάστασης.
Είναι ο μοχλός, το πεδίο συγκέντρωσης ευρύτερων δυνάμεων στην τιτάνια μάχη για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης και την επαναστατική υπέρβαση του εκμεταλλευτικού συστήματος γενικότερα. Είναι ο δρόμος προσέγγισης κι όχι αναμονής -στην ουσία επ' άπειρον αναβολής, με πρόσχημα τις «ανώριμες υποκειμενικές προϋποθέσεις»- στην επαναστατική διαδικασία και την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας. Είναι ο δρόμος που φέρνει σε επαφή την τάση χειραφέτησης με εκείνη της συνδιαλλαγής-υποταγής, τη ρήξη-ανατροπή με την αντίσταση-διαμαρτυρία με τρόπο που προωθεί τη δεσπόζουσα θέση των πρώτων τάσεων και εξασφαλίζει την αλλαγή στους συσχετισμούς δύναμης και τη μείωση του ποσοστού εκμετάλλευσης. Είναι, δηλαδή, ο συνολικός πολιτικός στόχος που αντιπροσωπεύει σήμερα τη συγκεκριμένη ηγεμονία της θεμελιακής-στρατηγικής πάνω στην τακτική- δευτερεύουσα πλευρά των εργατικών συμφερόντων. Είναι, συνεπώς, στόχος που μετατρέπεται σε «λυδία λίθο» για την Αριστερά.