Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Σιωπηρό πραξικόπημα στην Αυστραλία


Μια ιδιότυπη και άστατη «μεταπολίτευση» ύστερα από ένα «πραξικόπημα» της οικονομικής ελίτ και των πολυεθνικών βιώνει η Αυστραλία μετά τις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Σαββάτου. 






Για πρώτη φορά από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κανένα από τα δυο μεγάλα κόμματα εξουσίας δεν συγκεντρώνει τις απαιτούμενες έδρες για το σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης, γεγονός που μετατρέπει σε ρυθμιστή των εξελίξεων το κόμμα των Πρασίνων και τρεις ανεξάρτητους βουλευτές. Η απερχόμενη πρωθυπουργός του Εργατικού Κόμματος, Τζούλια Γκίλαρντ, κατάφερε το ακατόρθωτο στερώντας από το κόμμα της μια δεύτερη θητεία – κάτι που είχε να συμβεί στην εκλογική ιστορία της Αυστραλίας από το 1931. Στην πραγματικότητα η Γκίλαρντ τιμωρήθηκε παραδειγματικά από τους ψηφοφόρους της για τη σχεδόν πραξικοπηματική ανατροπή του προκατόχου της στην πρωθυπουργία και την ηγεσία του κόμματος, Κέβιν Ραντ.
Ο προηγούμενος πρωθυπουργός υπέπεσε σε δύο τρομακτικά «αμαρτήματα» τα οποία εξόργισαν όχι μόνο την τοπική οικονομική ελίτ αλλά και τους καθεστωτικούς οικονομολόγους ολόκληρου του πλανήτη. Αδιαφορώντας για τα γιατροσόφια των «γκουρού της κρίσης», που βλέπουν την τρομακτική λιτότητα και τον δημοσιονομικό στραγγαλισμό σαν μοναδικές επιλογές για την έξοδο από την κρίση, ο Ραντ προτίμησε την παλιά δοκιμασμένη συνταγή του Κέινς. Στήριξε πολιτική δημοσίων έργων και επενδύσεων, άσκησε πιέσεις στις τράπεζες να στηρίξουν την πραγματική οικονομία και απέφυγε τις δρακόντειες περικοπές που ακολουθούνται σαν πανάκεια στην Ευρώπη. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργήσει σχεδόν μισό εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας και να αυξήσει το ρυθμό ανάπτυξης στο 2,7% του ΑΕΠ ενώ ταυτόχρονα διατήρησε το δημόσιο χρέος στο 5,6% του ΑΕΠ, δηλαδή το χαμηλότερο στον αναπτυγμένο κόσμο (τη στιγμή που οι περισσότεροι ανταγωνιστές της χώρας βλέπουν το χρέος τους να αγγίζει το 90 με 100% του ΑΕΠ). Ήταν προφανές ότι με την πολιτική του ο Ραντ όχι μόνο δεν επέτρεπε τη ληστρική αναδιανομή του πλούτου προς όφελος των πλουσίων, όπως γίνεται στο σύνολο του αναπτυγμένου κόσμου, αλλά παράλληλα αποτελούσε και ένα «κακό παράδειγμα» για τις οικονομίες της Δύσης. Η κίνηση όμως με την οποία έθεσε άθελα του σε λειτουργία τους μηχανισμούς ανατροπής του ήταν η απόφασή του να φορολογήσει τους μεταλλευτικούς κολοσσούς της Αυστραλίας. Επιβάλλοντας φόρους της τάξης του 40% στα υπερκέρδη των συγκεκριμένων εταιρειών ο ηγέτης των Εργατικών φιλοδοξούσε να εξασφαλίσει τουλάχιστον δέκα δισ. δολάρια σε διάστημα λίγων μηνών χωρίς να επιβαρύνει τα μεσαία και κατώτερα στρώματα της χώρας. Αυτό που ακολούθησε δεν έχει προηγούμενο στη σύγχρονη ιστορία των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών της Δύσης. Ο Κέβιν Ραντ δέχθηκε ομοβροντία επιθέσεων από τα εκδοτικά συγκροτήματα της Αυστραλίας, τα οποία έσπευσαν να προστατεύσουν τα συμφέροντα των μεταλλευτικών εταιρειών. Ακόμη και ξένες εφημερίδες, όπως οι Financial Times, έστελναν ανταποκριτές που μιλούσαν για τον κίνδυνο κλεισίματος επιχειρήσεων σε φτωχές περιοχές μεταλλωρύχων και για το ενδεχόμενο εκτίναξης της ανεργίας. Παράλληλα μια σειρά αμφιβόλου ποιότητας δημοσκοπήσεις έδειχναν τη δημοτικότητα του Ραντ να πραγματοποιεί ελεύθερη πτώση μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων, αν όχι ημερών! Και όλα αυτά ενώ λίγο πριν θεωρούνταν ο πλέον επιτυχημένος πρωθυπουργός των τελευταίων δεκαετιών. Η πολιτική ανατροπή του πρωθυπουργού μέσα στο κόμμα των Εργατικών από την Τζούλια Γκίλαρντ ήταν πλέον θέμα χρόνου.
Φυσικά οι ψηφοφόροι δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ατιμώρητη μια τέτοια κίνηση. Το γεγονός ότι η Γκίλαρντ κινδύνεψε να υπερκεραστεί εκλογικά από τον ανεκδιήγητο υποψήφιο του Φιλελεύθερου Κόμματος Τόνι  Άμποτ (ο οποίος μεταξύ άλλων πιστεύει ότι το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι αποκύημα της φαντασίας των οικολόγων) είναι ενδεικτικό της κατάστασης. Ακόμη και έτσι όμως η επιχείρηση ανατροπής ενός δημοκρατικά εκλεγμένου πρωθυπουργού από ομάδες αυστραλών και ξένων επιχειρηματιών δυστυχώς πέτυχε. Και η Αυστραλία θα το πληρώνει με πολιτική αστάθεια και εξοντωτικά μέτρα λιτότητας για αρκετά χρόνια.