Με το σύνολο των εργατικών συμφερόντων
Έχουμε μπει σε μια περίοδο που το κοινωνικό ζήτημα επανέρχεται με τον πιο δραματικό τρόπο. Σε μια τέτοια περίοδο που διαπερνάται από κοινωνικές συγκρούσεις, οι τάξεις, τα πολιτικά κόμματα και οι οργανώσεις, τα άτομα και οι συλλογικότητες βρίσκονται σε μια διαδικασία επανεξέτασης των ιδεών, των βεβαιοτήτων και της στάσης ζωής που είχαν υιοθετήσει την προηγούμενη περίοδο. Αναρωτιούνται τι πρέπει να κρατήσουν και τι να αλλάξουν. Ο καπιταλισμός μπορεί σίγουρα να απορροφήσει τυφλές εκρήξεις τύπου Λος Άντζελες ’92 και παρισινών προαστίων. Η λαϊκή οργή χωρίς ένα σχέδιο δεν πρόκειται να ανατρέψει την μεγάλης κλίμακας επίθεση του κεφαλαίου.
ΜΠΑΜΠΗΣ ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΣ
Η εμπειρία του Ζαπάτα
ΜΠΑΜΠΗΣ ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΣ
Η εμπειρία του Ζαπάτα
Ο Εμιλιάνο Ζαπάτα, στο Μεξικό, το 1911, συνέταξε μια διακήρυξη που περιείχε τους στόχους της αγροτικής επανάστασης που μόλις άρχιζε τότε, το περίφημο «Σχέδιο της Αγιάλα» (διανομή της γης στους αγρότες, επαναστατικά δικαστήρια, απαλλοτριώσεις και εθνικοποιήσεις). Αυτόπτης μάρτυρας εκείνων των ημερών κατέγραψε: «Πάντοτε τις στιγμές που συζητούσε ο καθηγητής Μοντάνιο με τον αρχηγό Ζαπάτα, αυτός ήθελε να γίνει ένα σχέδιο γιατί μας είχαν για σκέτους ληστές και ζωοκλέφτες και δολοφόνους και ότι δεν παλεύαμε για μια σημαία και πια ο Εμιλιάνο ήθελε να γίνει αυτό το σχέδιο της Αγιάλα για να είναι η δική μας σημαία». Αυτό που ήξερε ο Ζαπάτα το 1911, ότι δηλαδή χωρίς το «σχέδιο» οι εξεγερμένοι είναι απλά «ληστές, ζωοκλέφτες και δολοφόνοι» ισχύει τώρα όπως ίσχυε και τότε.
Οι θεωρητικοί του νεοφιλελευθερισμού και η Μάργκαρετ Θάτσερ θεωρούσαν την κοινωνία απλά ως το άθροισμα των ατόμων που την αποτελούν και τίποτε άλλο. Η κοινωνία όμως είναι ένα όλον που όχι μόνο καθορίζεται από τα άτομα αλλά και τα καθορίζει. Όπως δεν είναι μόνον άθροισμα ατόμων, έτσι δεν είναι και συγκόλληση τάξεων. Γι’ αυτό και μιλάμε για κοινωνικό σύστημα.
Επειδή οι ανθρώπινες ανάγκες είναι κοινωνικά καθορισμένες, εκφράζονται μέσω ιδεών και μάλιστα ιδεών στο όνομα του κοινωνικού συνόλου. Έτσι, όλες οι επαναστάσεις είχαν ένα σχέδιο αναμόρφωσης της κοινωνίας πάνω σε νέες αρχές, είχαν σύμβολα, σημαίες και ιδέες. Προφανώς, δεν είναι μόνο φαινόμενα που καλύπτουν την ουσία, αλλά ταυτόχρονα κι ο τρόπος που την αποκαλύπτουν. Δηλαδή, τα ταξικά συμφέροντα είναι τα περιεχόμενα κι οι ιδεολογίες και οι συνολικές προτάσεις είναι οι μορφές που παίρνουν αυτά τα περιεχόμενα. Βέβαια, η επίκληση ενός γενικού κοινωνικού συμφέροντος απ’ την πλευρά των αρχουσών τάξεων είναι προσχηματική, ενώ οι καταπιεζόμενοι μπορεί να είναι ειλικρινείς.
Η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης με την καπιταλιστική κρίση έχει αλλάξει την αναλογία ανάμεσα στους στόχους ζύμωσης και στους στόχους πάλης. Ένα ανατρεπτικό εργατικό κίνημα προβάλλει δημόσια λύσεις που κινούνται
σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Πώς λύνεται η αντίφαση, ενώ δεν έχει την εξουσία, να διακηρύσσει τι θα έκανε για να δώσει λύσεις σε επείγοντα προβλήματα, εάν ήταν στην εξουσία;
Οποιαδήποτε εξουσία πρέπει να διασφαλίζει βασικές προϋποθέσεις για την παραγωγή καθώς και για την κάλυψη καθολικών κοινωνικών αναγκών. Οι ταξικοί ανταγωνισμοί διεξάγονται για το ποια κοινωνία και ποια εξουσία διαμορφώνονται κάθε φορά. Σε καμία περίπτωση δεν γίνεται να «απομονωθούν» π.χ. η εργασία από το κεφάλαιο και να μεριμνά η κάθε πλευρά για τα συμφέροντά της (ας κοιτάξουν αυτοί τις δουλειές τους κι εμείς τις δικές μας). Αυτή η γραμμή έχει πολλές εκδοχές: Ας κοιτάξουν αυτοί να ξεπεράσουν την κρίση «τους» κι εμείς θα ασχοληθούμε με την ικανοποίηση των αναγκών και των δικαιωμάτων μας. Ας αποφασίζουν αυτοί για τις επιχειρήσεις τους, αν και πώς θα λειτουργούν, κι εμείς θα παλέψουμε για αυξήσεις στους μισθούς μας. Ας πληρώνουν αυτοί τα τοκοχρεολύσια, εμείς θα διεκδικήσουμε δωρεάν υγεία για όλο το λαό. Ας μείνει η Ελλάδα στην ΕΕ κι εμείς θα υπερασπίσουμε το κράτος πρόνοιας. Ας έχουν αυτοί τις επιχειρήσεις, τις τράπεζες και την εξουσία, εμείς θα οργανώσουμε τη ζωή μας συνεταιριστικά και αλληλέγγυα. Αν όμως τα πράγματα εξακολουθήσουν σύμφωνα με το πρώτο σκέλος καθεμιάς από τις παραπάνω προτάσεις, είναι δεδομένο και τι θα γίνει με το δεύτερο. Οι δυο αντιμαχόμενες τάξεις δεν είναι «μακριά» αλλά «κοντά» κι υπάρχουν ερωτήματα και προκλήσεις που τις απασχολούν εξίσου, ιδίως όταν οι απαντήσεις που δίνονται αλληλοαποκλείονται. Εξάλλου κι οι πιο θανάσιμοι εχθροί πρέπει να έχουν κάτι κοινό, το πεδίο της μάχης.
Αυτό το οποίο έχει αλλάξει στη νέα περίοδο που έχουμε μπει είναι ότι στόχοι - κομβικά σημεία ενός αντικαπιταλιστικού σχεδίου –όπως η αποδέσμευση απ’ την ΕΕ, η κρατικοποίηση των τραπεζών, η μη πληρωμή του δημόσιου χρέους– πρέπει να υιοθετούνται από το εργατικό κίνημα και από πλατιές λαϊκές μάζες. Η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στην οποία έχει μπει η οικονομία και η κοινωνία με την καπιταλιστική κρίση έχει αλλάξει την αναλογία ανάμεσα στους στόχους ζύμωσης και στους στόχους πάλης. Για παράδειγμα, η αποδέσμευση απ’ την ΕΕ ήταν στοιχείο ταυτότητας για το ΚΚΕ και (όχι όλη) την επαναστατική Αριστερά ή και για την αριστερή πτέρυγα του κινήματος (σε μικρότερο βαθμό). Οι προσπάθειες όμως, το λαϊκό κίνημα ή τμήμα του να την προβάλλει σαν την αναγκαία άμεση απάντηση για τα εργατικά συμφέροντα είχαν μικρή επιτυχία. Αυτό όμως, αν συνεχιστεί, απλώς θέτει την εργατική αγανάκτηση όμηρο του «μονόδρομου».
Ένα ανατρεπτικό εργατικό κίνημα –η «πέμπτη εξουσία»– πρέπει να προβάλλει δημόσια, αντιπαραθετικά προς τις κυβερνήσεις του κεφαλαίου, λύσεις που κινούνται σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Ενώ δεν έχει την εξουσία πρέπει να διακηρύσσει τι θα έκανε για να δώσει λύσεις σε επείγοντα προβλήματα εάν ήταν εξουσία. Για παράδειγμα, η επίταξη των υγειονομικών υλικών ή η κρατικοποίηση των φαρμακοβιομηχανιών είναι άμεσο μέτρο που απαντάει στην κατάρρευση του ΕΣΥ και ταυτόχρονα υπονομεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας στο όνομα της δημόσιας υγείας. Τέτοια μέτρα, γενικά και ειδικά, πρέπει να συγκροτούν μια ρεαλιστική - ανατρεπτική απάντηση στη βαρβαρότητα του κεφαλαίου.
Αναπόφευκτα, βέβαια, με την υιοθέτηση μιας τέτοιας γραμμής προκύπτουν ερωτήματα. Δεν είναι αντιφατικό να δίνει κάποιος αντικαπιταλιστικές απαντήσεις που πρέπει όμως να αρχίζουν να εφαρμόζονται σ’ ένα καπιταλιστικό περιβάλλον; Πώς γίνεται να προβάλλει το κίνημα αιτήματα που ξέρουμε ότι καμιά κυβέρνηση του κεφαλαίου δεν πρόκειται να ικανοποιήσει; Είναι σωστό το εργατικό κίνημα να μιλάει στο όνομα του κοινωνικού συνόλου όταν η κοινωνία είναι αστική; Συμβιβάζεται η «έφοδος στον ουρανό» με το ρεαλισμό;
Όντως δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα. Στην προσπάθεια μιας επαναστατικής πρωτοπορίας να επικοινωνήσει με αμεσότητα με πολύ πλατύτερες μάζες απ’ όσο πριν, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της διαχείρισης της αστικής πραγματικότητας. Είναι όντως αντιφατικό με αφετηρία αυτή την πραγματικότητα να διεκδικούνται λύσεις που απαιτούν, για την πλήρη εφαρμογή τους, μια άλλη κοινωνία και μάλιστα όταν αυτοί που τις διεκδικούν δεν είναι ακόμα πεισμένοι για τον κομμουνισμό. Είμαστε υποχρεωμένοι να κινηθούμε μέσω αυτών των αντιφάσεων. Εξάλλου δεν είμαστε κι οι μόνοι. Το μέτωπο κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ προσπαθεί να εφαρμόσει την επιχείρηση «σοκ και δέος» ενάντια στους μισθωτούς σε συνθήκες –έστω περιορισμένης– αστικής δημοκρατίας. Αυτό δεν είναι αντιφατικό; Το ζητούμενο δεν είναι μια πολιτική απαλλαγμένη από αντιφάσεις (εξάλλου αυτές αντανακλούν συγκρουσιακές πλευρές μιας πραγματικότητας σε κίνηση), αλλά λειτουργική. Διαμέσου αυτών οδηγούμαστε στη λύση τους. Για παράδειγμα, αν οι αναγκαίες λύσεις σκοντάφτουν στην ατομική ιδιοκτησία τότε αυτή περιορίζεται ή καταργείται στην πορεία, ή αν κάποιοι προβάλλουν στόχους που δεν μπορεί μια κυβέρνηση να τους πραγματοποιήσει την ανατρέπουν και τους πραγματοποιούν αυτοί.
Αξίζει να δούμε πως απαντούσε ο Λένιν στα πρωτόγνωρα καθήκοντα που έβαζε η πραγματικότητα στο επαναστατικό κίνημα στη Ρωσία το Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη του 1917. Γράφει: «Όταν αφήνεις στην εξουσία τους εκπροσώπους της αστικής τάξης ή ανθρώπους σαν τον Κέρενσκι, που αποδείχτηκαν εντελώς ανίσχυροι μπροστά στην αστική τάξη και ικανοί να δρουν βοναπαρτικά, σημαίνει πως ανοίγεις διάπλατα τις πόρτες, από το ένα μέρος, στην πείνα και στην αναπότρεπτη οικονομική καταστροφή, που οι καπιταλιστές την επιταχύνουν και την οξύνουν σκόπιμα, και από το άλλο, στη στρατιωτική καταστροφή, γιατί ο στρατός μισεί το Γενικό επιτελείο και δεν μπορεί να συμμετέχει με ενθουσιασμό στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Εκτός απ’ αυτό, δεν χωράει αμφιβολία ότι οι στρατηγοί και οι αξιωματικοί του Κορνίλοφ, αν μείνουν στην εξουσία, θα ανοίξουν σκόπιμα το μέτωπο στους Γερμανούς, όπως το έκαναν στη Γαλικία και στη Ρίγα. Αυτό μπορεί να αποτραπεί μόνο με το σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης, πάνω σε νέες αρχές που τις αναπτύσσουμε παρακάτω.»
Οι μπολσεβίκοι ήταν που υποστήριζαν ότι ο πόλεμος ήταν ιμπεριαλιστικός, αυτοί έσπασαν την εθνική ενότητα στη Ρωσία, αυτοί προέτρεπαν στη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, αυτοί υπονόμευσαν το αξιόμαχο του τσαρικού στρατού, αυτοί πρωτοστάτησαν στην καθιέρωση του 8ώρου εν μέσω πολέμου. Μήπως ο Λένιν δεν είχε συμβάλει στην ήττα της Ρωσίας, στο «μίσος του στρατού προς το Γενικό επιτελείο»; Ταυτόχρονα όμως δεν μπορεί ν’ αδιαφορήσει για την «οικονομική και στρατιωτική καταστροφή», απλούστατα γιατί αυτή η καταστροφή δεν αφορά μόνο το καθεστώς αλλά πρώτα απ’ όλα το λαό. Αντί λοιπόν να ατενίζει με χαιρεκακία την πτώση στον γκρεμό παρουσιάζεται σαν εκπρόσωπος του συνολικού κοινωνικού συμφέροντος και επιρρίπτει την ευθύνη στις κυβερνήσεις και στους αστούς. Τους κατηγορεί μάλιστα, ούτε λίγο - ούτε πολύ, για προδοσία («άνοιγμα του μετώπου»). Αυτή η γραμμή του Λένιν ήταν πραγματικά αντιφατική! Τα αποτελέσματά της φάνηκαν λίγες μέρες μετά.
Το ότι μας χρειάζονται «σημαίες» δεν σημαίνει ότι οποιαδήποτε σημαία είναι κατάλληλη. Οι τρόποι έκφρασης των κοινωνικών αναγκών έχουν καθοριστική σημασία. Ο Λένιν δεν μίλησε ποτέ για υπεράσπιση της πατρίδας, ούτε πριν ούτε μετά την επανάσταση. Άλλοι χρησιμοποίησαν τον όρο «μεγάλος πατριωτικός πόλεμος» για την τιτάνια σύγκρουση μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Στη σημερινή συγκυρία μόνο σύγχυση θα προκαλούσε το γεγονός να μάχονται και οι δύο πλευρές μεταξύ τους για να «σώσουν την Ελλάδα». Για την πλευρά των αστών τα πράγματα είναι πιο εύκολα. Είναι συνηθισμένοι να ταυτίζουν την Ελλάδα με τα συμφέροντά τους και την ατομική ιδιοκτησία. Το πρόβλημα υπάρχει στην πλευρά των εκμεταλλευόμενων, που και για αυτούς η «Ελλάδα» παραπέμπει στις παλιές και νέες «μεγάλες ιδέες», στην εθνική ανάπτυξη και στην ανταγωνιστικότητα, στην Ολυμπιάδα του 2004, στην υπεροχή των Ελλήνων έναντι των καθυστερημένων και ζηλόφθονων γειτόνων τους. Όλες αυτές όμως οι συνδηλώσεις εξυπηρετούν, με ένα μακροπρόθεσμο και στρατηγικό τρόπο, τις επιδιώξεις του κεφαλαίου, ώστε να γίνονται αποδεκτές και απ’ την εργαζόμενη πλειοψηφία. Ετσι, οι κοινωνικοί αγώνες της τελευταίας αυτοπεριορίζονται σε κάποια πλαίσια που συνιστούν συνέχεια στην πορεία της χώρας και όχι ανατροπή. Για παράδειγμα, αν το ζητούμενο είναι η σωτηρία της πατρίδας, δεν πρέπει οι εργατικές κινητοποιήσεις να πλήττουν τον τουρισμό και γενικότερα την εθνική οικονομία. Η αναγωγή λοιπόν της σημερινής κατεδάφισης των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων σε εθνικό ζήτημα είναι άστοχη απ’ τη σκοπιά της αντικαπιταλιστικής ανατροπής για δύο λόγους: Πρώτο, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, τη στιγμή που η παραγόμενη υπεραξία αποσπάται και διανέμεται συνεταιρικά απ’ την Ιερά Συμμαχία των δανειστών και του ελληνικού κεφαλαίου. Για την εργατική πλευρά, οι διαφωνίες για τη μοιρασιά μεταξύ των συνεταίρων, είναι δευτερεύουσες. Δεύτερο, η έννοια του έθνους παραπέμπει στην εθνική ενότητα, όπως και στην εθνική συνέχεια, οπότε οι σοβαρές κοινωνικές συγκρούσεις πρέπει να αποφεύγονται.
Απαραίτητη η ταξική συνεργασία
Ηανατροπή της κυβέρνησης, η απόρριψη όλων των εθνικών στόχων του κεφαλαίου, η αντικαπιταλιστική επανάσταση και η εργατική εξουσία είναι μια βαθιά διχαστική διαδικασία. Για να ενώσουμε την πλειοψηφία κάτω από εργατική - επαναστατική ηγεμονία πρέπει να την αποσπάσουμε από την αστική. Για να ξαναγυρίσουμε στα προηγούμενα κείμενα του Λένιν, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι γράφτηκαν ένα με δύο μήνες πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο στόχος του να εκφράσουν οι μπολσεβίκοι τη συντριπτική πλειοψηφία του ρωσικού λαού και να μιλήσουν στο όνομα του συνόλου, πατούσε πάνω σε γερά θεμέλια. Υπήρχε ήδη μια πολύμηνη επαναστατική διαδικασία από το Φλεβάρη του ’17, η αντίθεση του λαού και των στρατιωτών στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ήταν δεδομένη, οι εργάτες είχαν τα δικά τους όργανα εξουσίας και ελέγχου –σοβιέτ και εργοστασιακές επιτροπές– σε διαρκή ανταγωνισμό με την προσωρινή κυβέρνηση και το διευθυντικό δικαίωμα των καπιταλιστών.
Αντίθετα, στη συγκυρία που βρισκόμαστε εμείς, τα αντίστοιχα καθήκοντα είναι μπροστά μας. Το πρώτο είναι ο διχασμός της κοινωνίας στη βάση των αντίθετων επιδιώξεων εργασίας και κεφαλαίου. Επίσης απαραίτητο είναι ένα ταξικό εργατικό κίνημα με πολιτικούς στόχους. Στην πορεία πρέπει να συγκροτηθεί ένα δίκτυο εργατικών και λαϊκών οργανώσεων, που να συνενώνουν την πλειοψηφία στους αντίστοιχους χώρους με τη φιλοδοξία και την ικανότητα να διαχειριστούν συνολικά και ειδικά την παραγωγή και την αναπαραγωγή (και όχι μόνο τη διπλανή πλατεία ή τον ελεύθερο χρόνο) – με άλλα λόγια, το πρόπλασμα της εργατικής εξουσίας
Η ιεράρχηση λοιπόν των επιδιώξεων πρέπει να είναι: για την ικανοποίηση των εργατικών αναγκών και την αποφυγή μιας καθολικής κοινωνικής βαρβαρότητας πρέπει να παρθούν αυτά τα γενικής ισχύος μέτρα για την πορεία της χώρας και όχι: πρέπει να σωθεί η χώρα οπότε θα σωθούν και οι εργαζόμενοι. Όλα τα παραπάνω έχουν ιδιαίτερη σημασία γιατί και η επίσημη Αριστερά (και όχι μόνο) περιόριζε τον προλεταριακό διεθνισμό στην ταύτιση με κάποια εκδοχή του τότε «υπαρκτού σοσιαλισμού». Αντίθετα καλλιεργούνταν ένας ρηχός, πολλές φορές, αντιαμερικανισμός και ακόμα χειρότερα αντιτουρκισμός ή αντι-ΠΓΔΜ ρητορεία, που στην ουσία είναι η «αριστερή» εκδοχή του εθνικού μύθου, σύμφωνα με τον οποίο οι Έλληνες είναι προικισμένοι με ποικίλα χαρίσματα και γι’ αυτό η υπόλοιπη ανθρωπότητα τους φθονεί και τους εχθρεύεται.
«Να φτάσουμε στα άκρα»
Το αντίστοιχο «σχέδιο της Αγιάλα» (για να θυμηθούμε τον Ζαπάτα στα 1911) μπορεί να είναι μόνο η ανατροπή της σημερινής προσπάθειας του κεφαλαίου να ξεπεραστεί η κρίση με την απογείωση της εκμετάλλευσης.
Αυτό το σχέδιο δεν μπορεί παρά να είναι ένα σύνολο μέτρων που θίγουν βαθιά την κερδοφορία του κεφαλαίου καθώς και την ένταξη της Ελλάδας στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία. Όπως έλεγε κι ο Μαρξ στο Μανιφέστο για την εφαρμογή του προγράμματος της εξουσίας της εργατικής τάξης στα πρώτα της βήματα: «Φυσικά αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί αρχικά παρά μόνο με αυταρχικές εφορμήσεις στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας και στις αστικές σχέσεις παραγωγής, δηλαδή με λήψη μέτρων που φαίνονται ανεπαρκή και αστήρικτα από οικονομική άποψη, αλλά που, στην πορεία του κινήματος, υπερβαίνουν τον εαυτό τους, επιβάλλουν περαιτέρω εφορμήσεις στην παλιά κοινωνική τάξη και είναι αναπόφευκτα ως μέσα ολικής επαναστατικοποίησης του τρόπου παραγωγής». Έτσι και τα μέτρα που αποτελούν την αντικαπιταλιστική απάντηση στο περίφημο μνημόνιο, αν ιδωθούν το καθένα ξεχωριστά μπορεί να είναι αναποτελεσματικά, λειψά ή διαχειριστικά, όλα μαζί όμως τείνουν να σπάσουν το κέλυφος της αστικής κοινωνίας και παραπέμπουν στην κομμουνιστική προοπτική. Αυτό σημαίνει, ότι αν η εργαζόμενη πλειοψηφία είναι εγκλωβισμένη ιδεολογικά στον καπιταλισμό, αν «φοβάται τον κομμουνισμό», διστάζει να υποστηρίξει τα παραπάνω μέτρα. Η προβολή επομένως αυτού του πλαισίου απ’ το εργατικό κίνημα υποχρεωτικά συνοδεύεται από μια ιδεολογική ρεβάνς της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. Χωρίς αντιστροφή του κλίματος του ’89 δεν μπορεί να υπάρξει και σοβαρή προσπάθεια ανατροπής του μνημονίου.
Αυτό το σχέδιο δεν μπορεί παρά να είναι ένα σύνολο μέτρων που θίγουν βαθιά την κερδοφορία του κεφαλαίου καθώς και την ένταξη της Ελλάδας στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία. Όπως έλεγε κι ο Μαρξ στο Μανιφέστο για την εφαρμογή του προγράμματος της εξουσίας της εργατικής τάξης στα πρώτα της βήματα: «Φυσικά αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί αρχικά παρά μόνο με αυταρχικές εφορμήσεις στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας και στις αστικές σχέσεις παραγωγής, δηλαδή με λήψη μέτρων που φαίνονται ανεπαρκή και αστήρικτα από οικονομική άποψη, αλλά που, στην πορεία του κινήματος, υπερβαίνουν τον εαυτό τους, επιβάλλουν περαιτέρω εφορμήσεις στην παλιά κοινωνική τάξη και είναι αναπόφευκτα ως μέσα ολικής επαναστατικοποίησης του τρόπου παραγωγής». Έτσι και τα μέτρα που αποτελούν την αντικαπιταλιστική απάντηση στο περίφημο μνημόνιο, αν ιδωθούν το καθένα ξεχωριστά μπορεί να είναι αναποτελεσματικά, λειψά ή διαχειριστικά, όλα μαζί όμως τείνουν να σπάσουν το κέλυφος της αστικής κοινωνίας και παραπέμπουν στην κομμουνιστική προοπτική. Αυτό σημαίνει, ότι αν η εργαζόμενη πλειοψηφία είναι εγκλωβισμένη ιδεολογικά στον καπιταλισμό, αν «φοβάται τον κομμουνισμό», διστάζει να υποστηρίξει τα παραπάνω μέτρα. Η προβολή επομένως αυτού του πλαισίου απ’ το εργατικό κίνημα υποχρεωτικά συνοδεύεται από μια ιδεολογική ρεβάνς της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. Χωρίς αντιστροφή του κλίματος του ’89 δεν μπορεί να υπάρξει και σοβαρή προσπάθεια ανατροπής του μνημονίου.
Ο κομμουνισμός του 21ου αιώνα πρέπει να προβάλλεται σαν η ρεαλιστική διάδοχη λύση στο «1989 του υπαρκτού καπιταλισμού» που ζούμε σήμερα. Το να είναι μια γραμμή ταυτόχρονα ρεαλιστική και ανατρεπτική επιβάλλεται καταρχήν από την κρισιμότητα των προβλημάτων, αλλά είναι επίσης θετική εξέλιξη για την υπόθεσή μας. Η καταφυγή της επανάστασης στη σφαίρα της ουτοπίας, της φαντασίας και των συναισθημάτων είναι μια λύση ανάγκης για ήρεμους καιρούς πλήρους αστικής ιδεολογικής ηγεμονίας. Το περιβάλλον που αρμόζει στην επανάσταση είναι η σφαίρα της πραγματικότητας και του παρόντος.
Εξάλλου η επίθεση του κεφαλαίου σε όλα τα μέτωπα έγινε δυνατή μόνο χάρη στη, για δεκαετίες, αποπολιτικοποίηση και αποϊδεολογικοποίηση της εργατικής τάξης. Ο προσανατολισμός στην άμεση λύση, το στενό - συντεχνιακό πνεύμα, ο εγκλωβισμός στα πλαίσια της εθνικής ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας, της ισχυρής Ελλάδας άνοιξαν την όρεξη στις αστικές δυνάμεις. Ακόμα παραπέρα, αν συνεχίσουν να κυριαρχούν η εξατομίκευση, η λογική του βολέματος, το τέλος των ιδεολογιών και της ιστορίας, είναι εγγυημένη η ήττα των εργαζόμενων στις προκλήσεις της νέας κατάστασης. Η εδραίωση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού προϋπέθετε την ήττα του απελευθερωτικού κύματος του ’60 η οποία με τη σειρά της ήταν αποτέλεσμα της απουσίας ενός πολιτικού σχεδίου (για την Ευρώπη μιλάμε) ανατροπής που ν’ αφορούσε την εξουσία. Όποιος προσπαθεί να υποκαταστήσει την απουσία ενός τέτοιου σχεδίου με πνευματώδη συνθήματα, επιμέρους αγώνες ή μόνο μάχες στο πεζοδρόμιο, είναι καταδικασμένος να δει την επανάληψη της ιστορίας.
Η αποφασιστικότητα της εργαζόμενης πλειοψηφίας να συγκρουστεί με τη χούντα κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ εξαρτάται απ’ τη συγκρότηση ενός εργατικού κινήματος με αντικαπιταλιστικούς στόχους εφ’ όλης της ύλης και την ισχυροποίηση της κομμουνιστικής προοπτικής. Όπως έχει τονιστεί: «Η προθυμία μιας ύπαρξης να επικαλεστεί το ύψιστο και γενικότατο, δηλαδή κανονιστικές αρχές και αξίες, υποδηλώνει ταυτόχρονα την προθυμία της να φτάσει στα άκρα».
Η αποφασιστικότητα της εργαζόμενης πλειοψηφίας να συγκρουστεί με τη χούντα κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ εξαρτάται απ’ τη συγκρότηση ενός εργατικού κινήματος με αντικαπιταλιστικούς στόχους εφ’ όλης της ύλης και την ισχυροποίηση της κομμουνιστικής προοπτικής. Όπως έχει τονιστεί: «Η προθυμία μιας ύπαρξης να επικαλεστεί το ύψιστο και γενικότατο, δηλαδή κανονιστικές αρχές και αξίες, υποδηλώνει ταυτόχρονα την προθυμία της να φτάσει στα άκρα».