Όλες οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις που φέρνουν οι δύο πρόσφατοι νόμοι τους οποίους ψήφισε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, 3846/2010 και 3863/2010. Κοινό τους γνώρισμα η προώθηση της ελαστικοποίησης της εργασίας και η περαιτέρω υποβάθμιση των εργατικών δικαιωμάτων.
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΔΕΒΕΡΩΝΑΣ, νομικός
Σε ό,τι αφορά στις νέες διατάξεις του ν. 3863/2010 ξεχωρίζουμε τα ακόλουθα: Πρώτο, εισάγεται η δραστική μείωση του χρόνου προειδοποίησης για την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία συνιστά ισχυρό εργοδοτικό κίνητρο για την τήρηση της, αφού θα απαλλάξει τον εργοδότη από την καταβολή του 50% της αποζημίωσης (άρθρο 74 παρ. 2). Ουσιαστικά λοιπόν επέρχεται περικοπή του ύψους των αποζημιώσεων απόλυσης κατά το ήμισυ σε σύγκριση με το προϋφιστάμενο καθεστώς. Πλέον τούτου, ο νέος νόμος ορίζει ότι η νέα χαμηλή αποζημίωση δεν θα καταβάλεται εφάπαξ κατά την αποχώρηση του μισθωτού, όπως γινόταν με το σημερινό νομοθετικό καθεστώς, αλλά σε διμηνιαίες δόσεις, όταν το ύψος της αποζημίωσης υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών (άρθρο 74 παρ. 3). Στην ουσία δηλαδή ο νόμος αφενός μειώνει το ύψος της καταβαλλόμενης στην πράξη αποζημίωσης κατά 50% και αφετέρου δίνει στον κάθε εργοδότη τη δυνατότητα να μην εκταμιεύσει το σύνολο του ποσού αλλά μόνο ένα μικρό τμήμα του.
Δεύτερο, αυξάνεται το ποσοστό των ομαδικών απολύσεων σε 5% του προσωπικού και μέχρι 30 εργαζόμενους για επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 150 μισθωτούς (άρθρο 74 παρ. 1).
Τρίτο, αναφορικά με τους νέους εργαζόμενους 18-25 ετών, ορίζεται ότι αυτοί θα λαμβάνουν το 84% των κατώτατων αποδοχών των οικείων συλλογικών συμβάσεων εργασίας (δηλαδή 629 ευρώ με τα σημερινά δεδομένα). Πρόκειται για ευθεία παραβίαση της κοινοτικής οδηγίας 2000/78 και του πρόσφατου ελληνικού νόμου 3304/2005, που απαγορεύουν τις διακρίσεις λόγω ηλικίας και συνεπώς η ρύθμιση αυτή είναι ανεφάρμοστη, διότι προσκρούει σε υπερνομοθετικές επιταγές. Και φυσικά η νέα αυτή ρύθμιση (άρθρο 74 παρ. 8) φαίνεται να ξεχνά και το άρθρο 21 παρ. 3 του ελληνικού Συντάγματος, το οποίο επιβάλλει στο κράτος να μεριμνά και να παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας.
Τέταρτο, η παράγραφος 9 του άρθρου 74 προβλέπει ότι μεταξύ εργοδοτών και ανήλικων ατόμων 15-18 ετών δύνανται να καταρτίζονται ειδικές συμβάσεις μαθητείας διάρκειας μέχρι ενός έτους με σκοπό την απόκτηση δεξιοτήτων και με μισθό που θα ανέρχεται στο 70% του κατώτατου μισθού ή ημερομισθίου της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, ήτοι σήμερα 518 ευρώ! Ως προς το χρόνο εργασίας ορίζεται ότι οι ανήλικοι που δεν έχουν συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας τους δεν μπορούν να απασχολούνται περισσότερο από 6 ώρες την ημέρα και 30 ώρες την εβδομάδα, ενώ οι ανήλικοι 16-18 ετών θα μπορούν να εργάζονται με κανονικό ωράριο 8 ώρες ημερησίως και 40 εβδομαδιαίως, αλλά όχι υπερωριακά ούτε σε νυχτερινή βάρδια. Τέλος ορίζεται ότι οι μαθητευόμενοι και των δύο ανωτέρω κατηγοριών, με εξαίρεση τις διατάξεις για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Κατά τη γνώμη μας με τα ανωτέρω δεδομένα η εικόνα που διαγράφεται από τις ρυθμίσεις αυτές είναι ότι η μαθητεία αποτελεί απλώς το πρόσχημα για τη θεσμοθέτηση πολύ φτηνής και νομικά απροστάτευτης εργασίας ανηλίκων. Άλλωστε ο νόμος δεν λαμβάνει καμία πρόνοια ώστε να διασφαλιστεί ότι τον εργοδότη θα βαρύνουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις παροχής εκπαίδευσης στο μαθητευόμενο ανήλικο, αποβάλλει τον ανήλικο από το προστατευτικό πλέγμα της εργατικής νομοθεσίας, απέχει από οποιαδήποτε ρύθμιση των όρων και συνθηκών εργασίας του, ενώ δυστυχώς προνοεί μόνο για τη σημαντική μείωση των κατώτατων αποδοχών υπέρ των εργοδοτών.
Με βάση τα ανωτέρω θεωρούμε ότι οι διατάξεις αυτές μόνο προσχηματικά αναφέρονται σε ειδική σύμβαση μαθητείας, ενώ στην πραγματικότητα επιχειρούν να απορρυθμίσουν τελείως την εργασία ανηλίκων ατόμων 15-18 ετών. Έτσι όμως παραβιάζουν με μοναδικό κριτήριο την ηλικία θεμελιώδη κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα και είναι ανεφάρμοστες, καθιερώνοντας αναξιοπρεπείς όρους εργασίας και απαγορευμένη από το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ απάνθρωπη μεταχείριση.
Πέμπτο, μειώνονται οι προσαυξήσεις στα καταβαλλόμενα ωρομίσθια λόγω υπερεργασίας, υπερωριακής απασχόλησης και κατ’ εξαίρεση υπερωρίας και ορίζονται έτσι νέα ποσοστά 20%, 40% και 80% αντιστοίχως.
Και οι δύο αυτοί νέοι εργασιακοί νόμοι πλήττουν ακόμη περισσότερο τα ήδη τραυματισμένα εργασιακά δικαιώματα των μισθωτών. Με τον τρόπο αυτό, και με δεδομένη τη σημερινή περίοδο οικονομικής κρίσης, είναι βέβαιο ότι οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης και η περαιτέρω άμβλυνση και χειροτέρευση δεδομένων μέχρι σήμερα εργασιακών δικαιωμάτων θα βρίσκονται συνεχώς στο προσκήνιο. Η προσπάθεια για τη σύζευξη της ευελιξίας της εργασίας με την ασφάλεια, προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα και να τονωθεί η αγορά εργασίας, έρχεται για άλλη μια φορά αντιμέτωπη με τα εργασιακά δικαιώματα και η πλάστιγγα, όσο περνάει ο καιρός, γέρνει ακόμη περισσότερο προς την πρώτη πλευρά, για μια ακόμη φορά ενάντια στην ασθενέστερη, οικονομικά και κοινωνικά, τάξη των μισθωτών…Ÿ
Κατάργηση της προστασίας
Στο πλαίσιο της ευρύτερης απορρύθμισης του εργατικού δικαίου και της εγκαθίδρυσης των ευέλικτων μορφών εργασίας (συμβάσεις μερικής απασχόλησης, εκ περιτροπής εργασία, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, δανεισμός εργαζομένων, τοπικά σύμφωνα απασχόλησης κ.λπ.), οι οποίες ήδη έχουν ενσωματωθεί εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα στο ελληνικό δικαιικό σύστημα, ο έλληνας νομοθέτης με την ψήφιση των πρόσφατων νόμων 3846 (ΦΕΚ Α’ 66/11-5-2010) και 3863 (ΦΕΚ Α’ 115/15-7-2010) έρχεται να προσθέσει ένα ακόμα «λιθαράκι» στην περαιτέρω ελαστικοποίηση και απο-προστασία των εργασιακών σχέσεων.
Με το παρόν άρθρο μας θα επιχειρήσουμε μια σύντομη και επιγραμματική καταγραφή των βασικότερων αλλαγών που επιφέρουν οι ανωτέρω νόμοι στις εργασιακές σχέσεις στη χώρα μας, κάνοντας παράλληλα απόπειρα για μια πρώτη κριτική αποτίμηση των ρυθμίσεων αυτών τόσο σε νομικό αλλά όσο και στο ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο.
Σε ό,τι αφορά στις νέες διατάξεις του ν. 3846/2010: Ο νόμος επιφέρει αλλαγές στις συμβάσεις των λεγόμενων ειδικών μορφών απασχόλησης, οι οποίες στα κάτωθι σημεία είναι δυσμενέστερες για τους εργαζόμενους. Ειδικότερα: Πρώτο, η συμφωνία (σύμβαση) για παροχή υπηρεσιών ή έργου από τον εργαζόμενο στην επιχείρηση, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), κατ’ οίκον απασχόλησης και τηλεργασίας τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες. Επομένως εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι αν η συμφωνία συνάπτεται για χρονικό διάστημα μικρότερο των εννέα (9) μηνών, δεν είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και άρα δεν υπόκειται στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΙΚΑ.
Η προϋπόθεση αυτή του εννεαμήνου που προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3846/2010 είναι καταφανώς σε βάρος των εργαζομένων.
Δεύτερο, με την παράγραφο 3 του άρθρου 2 του ν. 3846/2010 ορίζεται ότι το χρονικό διάστημα που ο εργοδότης μπορεί, αν περιοριστούν οι δραστηριότητες του, να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής εργασίας, είναι έξι (6) μήνες για κάθε ημερολογιακό έτος, εφόσον προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους εργαζόμενους, σύμφωνα με το ΠΔ 240/2006. Κατά το ως άνω προεδρικό διάταγμα όμως, ως διαβούλευση θεωρείται η απλή ανταλλαγή απόψεων και συνεπώς δεν υφίσταται οποιαδήποτε δέσμευση του εργοδότη, ο οποίος ουσιαστικά μπορεί με τον τρόπο αυτό να προσφύγει στην εκ περιτροπής εργασίας μονομερώς.
Τρίτο, επιτρέπεται πλέον η κατάτμηση της άδειας των μισθωτών σε περισσότερες των δύο (2) περιόδων διάρκειας 5 έως 12 ημερών (άρθρο 6). Τέταρτο, πρακτικά μηδενίζονται οι υπερωρίες με τη διευθέτηση του ωραρίου εργασίας, με την οποία επιτρέπεται πλέον στον εργοδότη μέχρι τέσσερις (4) μήνες να αυξάνει το νόμιμο ωράριο κατά δύο ώρες χωρίς πρόσθετη αμοιβή, είτε με μείωση ωραρίου σε άλλη χρονική περίοδο, είτε με ρεπό. Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας ρυθμίζεται στο εξής κατά πρώτο λόγο με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις (άρθρο 7).
Πέμπτο, νομιμοποιείται ο δανεισμός εργαζομένων από εταιρείες προσωρινής απασχόλησης σε άλλο εργοδότη για έκτακτες, πρόσκαιρες και εποχικές ανάγκες, παρόλο που ο τελευταίος μπορεί να προσλάβει εργαζόμενους για ορισμένο χρόνο ή για μερική απασχόληση (άρθρο 3). Ο νόμος περιέχει και ορισμένες ευμενέστερες διατάξεις για τους εργαζόμενους, όπως την προσαύξηση κατά 30% στο καταβαλλόμενο ημερομίσθιο, όταν παρέχεται εργασία την έκτη ημέρα της εβδομάδας κατά παράβαση του πενθημέρου (άρθρο 8), διατάξεις που ρυθμίζουν για πρώτη φορά την τηλεργασία, αν και δεν δίνεται σχετικός ορισμός (άρθρο 5), προσαύξηση αμοιβής κατά 10% σε περίπτωση που οι μερικώς απασχολούμενοι καλούνται να παρέχουν εργασία πέραν της συμφωνημένης (άρθρο 2 παρ. 2), την επιβολή προστίμου στον εργοδότη που παρεμποδίζει την πρόσβαση της Επιθεώρησης Εργασίας στα αρχεία και έγγραφα της επιχείρησης και αρνείται να παρασταθεί κατά τη διαδικασία επίλυσης των διαφορών ενώπιον της (άρθρο 9). Ωστόσο κατά τη γνώμη μας, τα όποια θετικά νέα μέτρα υπέρ των εργαζόμενων, όπως τα παραπάνω, είναι εύκολα καταστρατηγήσιμα από τους εργοδότες, αφού προϋποθέτουν μηχανισμούς ελέγχου (Επιθεώρηση Εργασίας), οι οποίοι στη χώρα μας ασθενούν σημαντικά.
Δημοσιεύτηκε στο ΠΡΙΝ 05/09
0 Τοποθετησεις:
Δημοσίευση σχολίου