ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ
Οι τράπεζες! Εκεί βρίσκεται το επίκεντρο της επόμενης σεισμικής δόνησης που θα ταρακουνήσει την ευρωπαϊκή ήπειρο, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμη κι αυτά τα γλίσχρα κέρδη της πρόσφατης οριακής, επιφανειακής και κυρίως ασταθούς οικονομικής ανάκαμψης. Για να διασκεδάσουν τούτη τη βαθιά εδραιωμένη αντίληψη μεταξύ των διεθνών κι ιδιαίτερα των ασιατών επενδυτών, που άρχισαν να στέκονται διστακτικά απέναντι στα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι κυβερνήσεις της ΕΕ συμφώνησαν να προχωρήσουν στη διενέργεια ελέγχων (τεστ αντοχής, κατά την τρέχουσα ορολογία) στις 91 μεγαλύτερες τράπεζες της.
Τα αποτελέσματα αναμένεται να ανακοινωθούν την προσεχή Παρασκευή 23 Ιούλη και για να αποφευχθούν μέχρι τότε οι τριγμοί, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε πρόταση να αυξηθεί το όριο εγγυήσεων ανά καταθέτη και ανά τράπεζα στα 100.000 ευρώ. Στην πραγματικότητα έχει γίνει πολύ Ÿκακό για το τίποτα, καθώς κατά κοινή ομολογία ούτε όλοι οι κίνδυνοι που απειλούν την ευρωπαϊκή οικονομία έχουν ενσωματωθεί στις υπό έλεγχο υποθέσεις ούτε πρόκειται να δοθούν στη δημοσιότητα όλα τα στοιχεία που θα προκύψουν από αυτούς τους ατελείς ελέγχους. Αυτοί πιθανά να ήταν και οι όροι υπό τους οποίους δέχτηκαν σε μια παλιότερη σύνοδο των 20 πλουσιότερων χωρών οι ευρωπαίοι ηγέτες κι ιδιαίτερα Μέρκελ, Σαρκοζί και Θαπατέρο να διεξαχθούν οι έλεγχοι, πραγματοποιώντας στροφή 180 μοιρών από πέρυσι, όταν απέρριπταν κατηγορηματικά κάθε τέτοια πρόταση που υποβαλλόταν από τις ΗΠΑ.
Η σπουδή των αμερικανικών αρχών δεν υπαγορευόταν από κάποια γενική τους τάση προς τη διαφάνεια, αλλά από το γεγονός ό,τι οι δικές τους τράπεζες έπεσαν στα... γόνατα λόγω της οικονομικής κρίσης κι αναγκάστηκαν να υποβληθούν σε ένα αντίστοιχο τεστ για να ξανασηκωθούν. Το αποτέλεσμα για τις 19 αμερικανικές τράπεζες που ανέβηκαν στο διάδρομο του τεστ κοπώσεως ήταν να απαιτηθούν 185 δισ. δολ. που αντλήθηκαν είτε από τους φορολογούμενους, είτε από αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου. Το αποτέλεσμα για τις ευρωπαϊκές τράπεζες μένει να αποδειχθεί, όλοι πάντως συμφωνούν πως οι μεγάλοι χαμένοι θα είναι οι κρατιδιακές τράπεζες της Γερμανίας (λάντεσμπανκ), τα ταχυδρομικά ταμιευτήρια της Ισπανίας (κάχας δε αόρο) και μεγάλες, επώνυμες γαλλικές τράπεζες. Το τι θα βγει προς τα έξω, είναι φυσικά κάτι εντελώς ανεξάρτητο. Εδώ οι ελληνικές τράπεζες έχουν αποκοπεί από κάθε είδους δανεισμό και κάνουν σαν να μη συμβαίνει τίποτεŸ
Η επισφαλής θέση στην οποία βρίσκονται οι ευρωπαϊκές τράπεζες –που μέχρι πρόσφατα αυτοπροβάλλονταν σαν όαση σταθερότητας μπροστά στην άγρια κερδοσκοπία, στην οποία ήταν βυθισμένες οι αμερικανικές– υπογραμμίζεται από τις πιεστικές ανάγκες αναχρηματοδότησης των οφειλών τους. Σύμφωνα με στοιχεία από την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, που έδωσαν στη δημοσιότητα οι New York Times την προηγούμενη Δευτέρα, οι τράπεζες όλου του κόσμου πρέπει να αποπληρώσουν το 2012 σχεδόν 5 τρισ. δολ. Απ’ αυτό το ποσό 2,6 τρισ. χρωστούν μόνο οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Το στοιχείο τη ανησυχίας έγκειται στο βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα αυτών των υποχρεώσεων, που τις διαφοροποιεί από οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο κατά το παρελθόν. Το ερώτημα επομένως είναι αν θα μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους την επόμενη πενταετία, δεδομένου του νευραλγικού ρόλου που παίζουν στην οικονομία. Οι έλεγχοι υπόθεσης ενσωμάτωσαν ένα «κούρεμα» της τάξης του 40% του ελληνικού δημόσιου χρέους, την πιθανότητα δηλαδή το ελληνικό Δημόσιο να αποπληρώσει μόνο το 60% της αξίας των ομολόγων που έχει εκδώσει – κι επ’ αυτού θα επανέλθουμε. Με αυτή την υπόθεση όμως ενσωματώνονται όλα τα πιθανά ρίσκα; Άρρητα οι ευρωπαίοι ηγέτες ισχυρίζονται, ναι!
Ο κίνδυνος στην ευρωπαϊκή ήπειρο, περισσότερο δε από οποιαδήποτε άλλη περιοχή του κόσμου, προέρχεται από μια μακρά και οδυνηρή περίοδο στασιμότητας και ύφεσης. Αυτό το ενδεχόμενο δεν έχει συμπεριληφθεί σε κανένα στρες τεστ! Το πρόβλημα ξεκινάει από δύο κατευθύνσεις. Άμεσα από τη σύγχρονη ορθοδοξία που επιβάλλει από τη μια άκρη της Ευρώπης ως την άλλη τις πιο άγριες περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες. Μόλις την εβδομάδα που πέρασε η κυβέρνηση του Θαπατέρο στην Ισπανία πέρασε από τη Βουλή, με τεράστιο πολιτικό κόστος, περικοπές στις δημόσιες δαπάνες με απώτερο στόχο το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού από 11,2% του ΑΕΠ πέρυσι, να φθάσει στο 6% το 2011 και στο 3% το 2013. Σε αυτό το βωμό οι δημόσιοι υπάλληλοι της Ισπανίας υπέστησαν μεταξύ άλλων μείωση στους μισθούς τους της τάξης του 5%. Στην Ιταλία η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, εισπράττοντας κι αυτή τεράστια πολιτικό τίμημα, για να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 3% το 2012 ψήφισε περικοπές ύψους 26 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 8 δισ. θα κοπούν από τις επιχορηγήσεις στις τοπικές κυβερνήσεις. Οι ίδιες λίγο - πολύ αποφάσεις ελήφθησαν επίσης στην Πορτογαλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, τη Δανία, κοκ.
Η διαχείριση της κρίσης από το κράτος έρχεται να επιδεινώσει ένα πρόβλημα που πρωτογενώς δημιουργείται στην παραγωγή. Κι αυτή είναι η δεύτερη κατεύθυνση. Ειδικότερα, το πρόβλημα που επιχείρησε να λύσει το ΔΝΤ στην Ελλάδα με την ψευδεπίγραφη συνταγή της «εσωτερικής υποτίμησης». Ψευδεπίγραφη καθώς η εν εξελίξει υποτίμηση δεν πλήττει όλες τις τιμές το ίδιο, της εργατικής δύναμης και των προϊόντων, αλλά συγκαλύπτει μια πρωτοφανή αναδιανομή πλούτου. Προς επίρρωση, η μείωση των μισθών από τη μια, όπως εξασφαλίσθηκε με τη νέα τριετή συλλογική σύμβαση εργασίας που υπέγραψε η ΓΣΕΕ, και η αύξηση των τιμών από την άλλη, όπως βεβαιώνει η άνοδο του πληθωρισμού σε επίπεδα που ξεπερνούν το 5,1%. Το σχέδιο του ΔΝΤ επομένως είναι μια διελκυστίνδα, ένα ασανσέρ που για να ανέβει ο θάλαμος των κερδών, προηγείται η καταβύθιση του αντίβαρου των μισθών.
Για την ελληνική ολιγαρχία και κάθε αστική τάξη εντός της ευρωζώνης η μέθοδος της «εσωτερικής υποτίμησης» αποτελεί μονόδρομο από τη στιγμή που απώλεσε, με τη δική της βούληση, το μέσο των νομισματικών υποτιμήσεων ως όπλο άμυνας, με το οποίο αναβάθμιζε περιστασιακά τη θέση της έναντι της Γερμανίας, πρώτα και κύρια, ανακτώντας με τεχνητούς τρόπους ζημιές που κατέγραφε λόγω της χαμηλότερης παραγωγικότητας της εργασίας. Η Γερμανία από την άλλη, επιβάλλοντας στο εσωτερικό της από την εποχή του Σρέντερ ακόμη, προ δεκαετίας, την πιο δραματική μείωση μισθών και ημερομισθίων έδειξε το δρόμο για όλες τις υπόλοιπες αστικές τάξεις. Αυτό ωστόσο που δεν λέγεται είναι ό,τι πρόκειται για μια διαδικασία εγγενώς διχαστική. Τα πλεονάσματα δηλαδή της Γερμανίας προϋποθέτουν τα ελλείμματα του ευρωπαϊκού νότου. «Ακόμη κι αν οι χώρες με ελλείμματα μπορούσαν να μειώσουν τους μισθούς ταχύτερα από τους Γερμανούς, αυτό απλώς θα οδηγούσε σε μια καθίζηση της ευρωζώνης και σχεδόν αναπόδραστα σε αποπληθωρισμό», υπογράμμιζε ο επικεφαλής οικονομολόγος του Κέντρου για την Ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση, Σάιμον Τίλφορ, στην International Herald Tribune στις 14 Ιούλη.
Εδώ αξίζει να γίνει μια παρένθεση: Η Γερμανία εισηγείται και σχεδιάζει μορφές ελεγχόμενης χρεοκοπίας ανεξάρτητων κρατών, έχοντας πλήρη επίγνωση του συγκρουσιακού χαρακτήρα που διέπει την όξυνση του οικονομικού ανταγωνισμού εντός της ευρωζώνης. Οι προτάσεις δηλαδή που είδαν το φως της δημοσιότητας από το γερμανικό περιοδικό Spiegel στις 12 Ιούλη και αφορούν ένα «σύνολο από κανόνες πτώχευσης» είναι το τέλος του δρόμου που άνοιξε για πολλές χώρες πριν μια δεκαετία με την –εν χορδαίς και οργάνοις τότε– ένταξη στο ευρώ. Είναι η ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα για όσους πίστευαν ότι το ευρώ είναι κάτι σαν το «τρενάκι της χαράς», που θα ανέβαζε όλους στα ουράνια. Το Τέταρτο Ράιχ, φημισμένο για τη μεθοδικότητά του από τη εποχή ακόμη που έφτιαχνε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Νταχάου και το Άουσβιτς, έρχεται να εισάγει στον καταστατικό χάρτη της ευρωζώνης τους όρους που θα διέπουν τις κρατικές χρεοκοπίες, κατ’ αντιστοιχία των θεσμοθετημένων κανόνων που διέπουν τη χρεοκοπία μιας επιχείρησης του ιδιωτικού τομέα. Τι έρχεται να προλάβει; Όπως ακριβώς το πτωχευτικό δίκαιο, εξασφαλίζει πρώτα τα συμφέροντα των πιστωτών και των τραπεζών έναντι των εργαζομένων, έτσι και το «κρατικό πτωχευτικό δίκαιο» που εισάγει η Μέρκελ θα διασφαλίσει τα συμφέροντα των ξένων πιστωτών, έναντι των εγχώριων ασφαλιστικών ταμείων, για παράδειγμα, που θα αφεθούν να βουλιάξουν. Υπ’ αυτή την προοπτική, η προσπάθεια του Ριζοσπάστη να ταυτίσει το αίτημα της Πρωτοβουλίας Οικονομολόγων και άλλων μετώπων της Αριστεράς για παύση πληρωμών με τη γραμμή του γερμανικού ιμπεριαλισμού, μόνο θλίψη προκαλεί. Γιατί, δεν είναι μόνο ότι δεν έχουν καταλάβει τα τεράστια και πραγματικά προβλήματα που δημιουργεί ένα συνεχώς διογκούμενο εξωτερικό χρέος απ’ όποια σκοπιά κανείς να το κοιτάξει, είτε της αντικαπιταλιστικής επανάστασης είτε της αναπαραγωγής του καπιταλισμού, αλλά το χειρότερο είναι ότι (δίνοντας πιστοποιητικά υπευθυνότητας στην αστική τάξη) δημιουργούν την αυταπάτη πως μπορεί να ασκηθεί αναδιανεμητική πολιτική συνεχίζοντας να εξυπηρετείται το δημόσιο χρέος.
Κοινή συνισταμένη των δύο παραπάνω (συντριπτικών στη ισχύ τους) δυνάμεων –της άγριας περικοπής δαπανών από το κράτος και της όξυνσης του ανταγωνισμού στην ευρωζώνη με πρώτο θύμα μισθούς και ημερομίσθια– θα είναι μια πρωτοφανής ύφεση. «Ο φόβος μου είναι ότι η ευρωζώνη μπορεί να καταλήξει σε μια ισορροπία χαμηλής μεγέθυνσης για μια μακρά περίοδο, όμοια με της Ιαπωνίας τη δεκαετία του ’90», έγραφε η γνωστή Κασσάνδρα Βόλφγκανγκ Μινχάου στους Financial Times στις 12 Ιούλη. Στο ίδιο μήκος κύματος κι ο Νουριέλ Ρουμπινί με τον Ίαν Μπρέμερ μια μέρα μετά προειδοποιούσαν από την ίδια εφημερίδα για τον «αυξημένο κίνδυνο μιας παγκόσμιας διπλής ύφεσης και μιας νέας οικονομικής κρίσης». Μπροστά σε αυτή τη ζοφερή προοπτική εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι οι έλεγχοι υπόθεσης για τη βιωσιμότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών σε λίγο καιρό θα θυμίζουν το μικρό μειονέκτημα της γραμμής Μαζινό που κατασκεύασαν οι Γάλλοι στο Mεσοπόλεμο για να αντιμετωπίσουν πιθανή νέα επίθεση της Γερμανίας: ότι δεν περιελάμβανε το ενδεχόμενο επίθεσης με πολεμικά αεροπλάνα, που τότε ήταν το στρατηγικό όπλο της Γερμανίας. Όπως είναι η νομισματική ενοποίηση σήμερα στην οικονομία...