Τoν περασμένο μήνα, η 90χρονη Χέλεν Τόμας, ένα ιερό τέρας της αμερικανικής δημοσιογραφίας, εντεταλμένη στο Λευκό Οίκο επί μισό περίπου αιώνα, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον όμιλο Χερστ, εξαιτίας των προφορικών σχολίων που έκανε για το Ισραήλ και τους Παλαιστίνιους στη διάρκεια μιας κοινωνικής εκδήλωσης.
Την περασμένη εβδομάδα μια άλλη αμερικανίδα δημοσιογράφος, η Οκτάβια Νασρ, επικεφαλής του τμήματος Μέσης Ανατολής στο CNN, απολύθηκε εξαιτίας ενός μηνύματος που είχε ποστάρει στο twitter με αφορμή το θάνατο ενός σιίτη κληρικού, του αγιατολάχ Μοχάμεντ Χουσεΐν Φαντλάλαχ. Με 20 μόνο λέξεις, η Νασρ εξέφραζε τη θλίψη της για το θάνατο του κληρικού, χαρακτηρίζοντάς τον «έναν από τους γίγαντες της Χεζμπολάχ τον οποίο σεβόμουν πολύ».
Χρειάστηκε μια εβδομάδα για την αυτο-εκπαραθύρωση της Τόμας, αλλά μόνο τρεις μέρες για την απόλυση της λιβανικής καταγωγής Νασρ. Mετά τις πρώτες διαδικτυακές διαμαρτυρίες για το σχόλιό της, η ίδια έσπευσε να δώσει εξηγήσεις στο blog του CNN, λέγοντας ότι το σφάλμα της ήταν ότι πίστεψε πως μπορεί κανείς με 140 χαρακτήρες, χτυπήματα, να αναπτύξει μια σύνθετη άποψη. Εξήγησε επίσης ότι υπήρχαν θετικές πτυχές στη δράση του Φαντλάλαχ, όπως η θέση του για τη βία κατά των γυναικών. Όμως οι εξηγήσεις της δεν στάθηκαν αρκετές.
Τα μεγάλα ΜΜΕ, όπως το CNN, επιτρέπoυν στους δημοσιογράφους τους να έχουν άποψη, όχι όμως και να τη δημοσιοποιούν. Για τους απ’ έξω, ο αγιατολάχ Φαντλάλαχ ήταν άλλος ένας γενειοφόρος μουσουλμάνος κληρικός, «ταγμένος να καταστρέψει το δυτικό πολιτισμό», διαβάζουμε στο Χάφινγκτον Ποστ. Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ή μάλλον το Λίβανο, ήταν «μια μετριοπαθής δύναμη μέσα σε έναν τυφώνα εξτρεμισμού», ενώ το σχόλιο της Νασρ ήταν πιο συγκρατημένο από ό,τι τα συλλυπητήρια των πρωθυπουργών του Ιράκ και του Λιβάνου ή του βρετανού πρέσβη στη Βηρυτό.
Η Τόμας και η Νασρ ανήκαν στην αφρόκρεμα της αμερικανικής δημοσιογραφίας. Πολυβραβευμένες και ακριβοπληρωμένες, αλλά μόλις ξεπέρασαν έστω κι ελάχιστα το δόγμα του «άσπρο - μαύρο», τις ανοχές της κυρίαρχης φιλοϊσραηλινής άποψης, κρίθηκαν αναλώσιμες. Δεν έχουν, επομένως, άδικο αυτοί που σήμερα μιλούν όχι απλά για πλήγμα κατά της ελευθεροτυπίας, αλλά για «ιδιωτικοποίηση του μακαρθισμού».