ΑΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ
Όταν ο ιάπωνας πρωθυπουργός προειδοποίησε για πρώτη φορά ότι η χώρα κινδυνεύει να γίνει «σαν την Ελλάδα», οι περισσότεροι στο ακροατήριό του υπέθεσαν ότι αναφερόταν στους κινδύνους από τη διόγκωση του δημόσιου χρέους. Δεν μπορούσαν οι άμοιροι να φανταστούν ότι το να γίνεις «σαν την Ελλάδα» έχει και μια δεύτερη ερμηνεία...
Σημαίνει ότι η κατ’ όνομα κεντροαριστερή κυβέρνηση θα αθετήσει μια προς μια τις προεκλογικές της υποσχέσεις, θα εκχωρήσει κυριαρχικά δικαιώματα σε ξένες δυνάμεις, θα παραδώσει τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, θα ξεπουλήσει τους κερδοφόρους πυλώνες του δημόσιου τομέα και θα επιβάλει εξοντωτική λιτότητα, η οποία θα στοχεύει εκδικητικά και χαιρέκακα τα ασθενέστερα τμήματα της κοινωνίας. Ακολουθώντας αυτή ακριβώς την «ελληνική συνταγή» ο ιάπωνας πρωθυπουργός Ναότο Καν υπέστη την προηγούμενη Κυριακή πρωτοφανή εκλογική πανωλεθρία και κινδυνεύει να αποτελέσει τον ηγέτη με τη μικρότερη θητεία στη μεταπολεμική ιστορία της Ιαπωνίας. Θυμίζουμε ότι ο Ναότο Καν, που ανήκει στο κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα της Ιαπωνίας, αντικατέστησε τον Γιουκίο Χατογιάμα, ο οποίος έχασε τη στήριξη του κόμματός του πριν κλείσει ένα χρόνο στην εξουσία ακριβώς επειδή αθέτησε τις προεκλογικές του υποσχέσεις για αριστερή στροφή στην οικονομία και διπλωματική απεξάρτηση από την αμερικανική κυριαρχία.
Και οι δυο πολιτικοί έκαναν ακριβώς το αντίθετο από ότι τους είχε ζητήσει το εκλογικό σώμα, που τους έφερε για πρώτη φορά στην εξουσία ύστερα από μισό αιώνα κυριαρχίας της συντηρητικής παράταξης. Και οι δυο υπέκυψαν στις πιέσεις των ΗΠΑ για τη διατήρηση 50.000 αμερικανών στρατιωτών στη χώρα αλλά και τη συνέχιση λειτουργίας της στρατιωτικής βάσης της Οκινάβα – σύμβολο της μεταπολεμικής ταπείνωσης της χώρας από τους νικητές του B’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο πεδίο της οικονομίας η κυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος ακολούθησε το νεοφιλελεύθερο μονοπάτι, το οποίο μεταξύ άλλων προβλέπει την ολοκληρωτική παράδοση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου της Ιαπωνίας στον ιδιωτικό τομέα. Το Ταμιευτήριο, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο ασφαλιστικό φορέα του πλανήτη, ήταν η ραχοκοκαλιά του ιδιότυπου ιαπωνικού καπιταλισμού, ο οποίος με όλα τα ελαττώματα του εξασφάλιζε ένα στοιχειώδες (τουλάχιστον για τα δεδομένα της Δύσης) κοινωνικό συμβόλαιο με τους πολίτες.
Την ίδια ώρα η κυβέρνηση, ακολουθώντας το ευρωπαϊκό μοντέλο της λυσσαλέας λιτότητας, υπέσκαψε και τις τελευταίες ελπίδες για έξοδο της χώρα από την ύφεση. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η ιαπωνική οικονομία δεν αντιμετωπίζει προβλήματα δανεισμού, όπως συμβαίνει με τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Έχοντας εξασφαλίσει πηγές δανεισμού από το εσωτερικό και όχι από το τοκογλυφικό κεφάλαιο των διεθνών αγορών το Τόκιο καταφέρνει να δανείζεται με επιτόκια της τάξης του 1,3% παρά το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος της χώρας έφτασε το 2009 στο αστρονομικό επίπεδο του 192% του ΑΕΠ. Παρ’ όλα αυτά, με πρόσχημα πάντα τον περιορισμό του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, ο Καν ζήτησε αύξηση του φόρου κατανάλωσης από 5% σε 10% γεγονός που οδήγησε στην εκλογική πανωλεθρία της προηγούμενης Κυριακής. Στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν για την ανανέωση των μισών από τις 242 έδρες γερουσιαστών της Ανω Βουλής το Δημοκρατικό Kόμμα κατάφερε να μειώσει τις έδρες του (παρά το γεγονός ότι μέχρι πρότινος αναμενόταν σαρωτική νίκη) και έτσι να χάσει την απαιτούμενη πλειοψηφία για τη συνέχιση του νομοθετικού του έργου.
Ουσιαστικά μέσα σε διάστημα περίπου δέκα μηνών το Δημοκρατικό Κόμμα χαντάκωσε τις προσπάθειες πέντε δεκαετιών για την επιστροφή του στην εξουσία. Ευτυχώς οι ιάπωνες ψηφοφόροι χρειάστηκαν λίγους μόνο μήνες για να καταλάβουν ότι λέξεις όπως «κεντροαριστερά» έχουν γίνει συνώνυμο της πολιτικής αλητείας.