ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΚΑΜΝΑΚΗΣ
Η κρίση προκαλεί τους καλλιτέχνες και τη δημιουργία. Ως μια ασυνήθιστη κατάσταση βγάζει τις σκέψεις τους από την καθημερινότητα, την αγωνία των μοντερνιστικών εφευρέσεων και σχημάτων, την αναζήτηση του εκκεντρικού και την ενδοσκόπηση και προτάσσει κοινωνικές διεργασίες, εντάσεις, ανατροπές. Δεν ξέρω τι καλλιτεχνικά έργα θα γεννήσει η ελληνική κρίση, πάντως η κρίση της Αργεντινής στις αρχές της δεκαετίας προκάλεσε τη δημιουργία αρκετών έργων, που σε κάθε περίπτωση εμείς σήμερα τα παρακολουθούμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Γέννημα αυτών των καταστάσεων είναι το μυθιστόρημα του Πέδρο Μαϊράλ Η χρονιά της ερήμου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις. Η ιστορία έχει ως εξής. Η κοσμοχαλασιά, έτσι ονομάζεται η κρίση, επελαύνει στην Αργεντινή και μια όμορφη γραμματέας σε εταιρεία επενδύσεων ζει όλη τη δραματική της πορεία. Καθώς το Μπουένος Άιρες ερημώνει χάνει την πρόσβασή της στην εταιρεία, απομονώνεται στο οικοδομικό τετράγωνο όπου κατοικεί, το οποίο οχυρώνεται. Οι κάτοικοι του οργανώνονται σε μονάδες περιφρούρησης, επισιτισμού και κάλυψης των λοιπών αναγκών, ξεκόβονται από τον έξω κόσμο και επικοινωνούν με τούνελ αρχικά και με εναέριες γέφυρες που κατασκευάζουν, εν συνεχεία, με τα διπλανά τετράγωνα και το νοσοκομείο. Αλλά και αυτό δεν μπορεί να τους σώσει. Εμείς παρακολουθούμε την πορεία της Μαρίας Βαλντές Νέιλαν, της ηρωίδας του βιβλίου, και μέσω αυτής την εξέλιξη της κατάστασης. Η Μαρία εν τέλει φεύγει από το οχυρωμένο συγκρότημα της, αλλά δεν μπορεί να επιστρέψει και μπλέκεται σε τραγικές περιπέτειες. Δεν είναι ότι έχασε τη δουλειά της, αλλά βουλιάζει συνεχώς κι αυτή στη βαρβαρότητα, στην οποία βουλιάζει η πόλη και η χώρα. Γίνεται νοσοκόμα, καθαρίστρια, εν συνεχεία πόρνη, δολοφονεί τον ιδιοκτήτη του πορνείου, χάνεται στην επαρχία, καταλήγοντας να ζει με τις φυλές της προκολομβιανής περιόδου.
Όλα καταρρέουν γύρω της, ο πολιτισμός που είχε γνωρίσει δεν υπάρχει πια. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο κυριαρχεί η βαρβαρότητα σε όλες τις σχέσεις. Μένουν μονάχα κάποιες νησίδες ανθρωπιάς μεταξύ κάποιων ατόμων, ως φαίνεται εντελώς ξένες πλέον προς το περιβάλλον της γενικής εξαχρείωσης. Μόνες, αστήρικτες και εν πολλοίς αδικαιολόγητες. Ο εκμαυλισμός είναι καθολικός. Κάποιες ανταρτικές ομάδες που εμφανίζονται δεν έχουν κανέναν σαφή προσανατολισμό ή δράση, μάλλον αναπαράγουν τη γενική σύγχυση. Η πολιτική δεν έχει υπόσταση. Τα πάντα έχουν αποσυντεθεί, χωρίς προοπτική ή έστω κάποιο φως στον ορίζοντα. Η έρημος και η σιωπή είναι η κατάληξη. Η μόνη λύση είναι η μετανάστευση, πράγμα που κάνει εν τέλει και η Μαρία.
Θα σημειώσω τη συναρπαστική περιγραφή των καταστάσεων από το συγγραφέα, που καταφέρνει να μεταδώσει την ατμόσφαιρα του ζόφου. Αλλά θα διατυπώσω και κάποιες ενστάσεις ως προς την ουσία. Ασφαλώς πρόκειται περί αλληγορίας και όλες οι καταστάσεις παραπέμπουν, με έναν έμμεσο και γι’ αυτό πιο ανατριχιαστικό τρόπο, στις συνέπειες μιας τρομακτικής κρίσης, που μπορεί να μην είναι αυτή που πέρασε η Αργεντινή το 2001, αλλά μπορεί να είναι εκείνη που θα περάσει μετά από κάποια χρόνια, ή η Αργεντινή ή οποιαδήποτε άλλη χώρα. Και με αυτήν την έννοια δεν είναι τόσο ένα μυθιστόρημα για το παρελθόν αλλά μια πρόβλεψη για το μέλλον. Σε κάθε περίπτωση όμως η αλληγορία δεν μπορεί να παραλείπει ολόκληρα πεδία της κοινωνικής πραγματικότητας, περισσότερο δε, να τα θεωρεί ανύπαρκτα. Η κρίση έχει πάντα αιτίες, έχει αυτούς που κερδίζουν και αυτούς που χάνουν, έχει κάποιες δυνάμεις που αντιστέκονται, έχει εξωτερικές και εσωτερικές παρεμβάσεις, έχει κοινωνικές συγκρούσεις άλλοτε με ασαφή και άλλοτε με σαφή χαρακτηριστικά. Αν όλα αυτά παραλειφθούν στο τέλος δεν διαβάζουμε παρά ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, ένα από τα πολλά που κυκλοφορούν με διάφορα πρωταγωνιστικά στοιχεία, είτε την καταστροφή του περιβάλλοντος, είτε μια πυρηνική έκρηξη, ή την επιδρομή εξωγήινων. Και η αναφορά στην κρίση από μόνη της δεν σώζει την κατάσταση. Φαίνεται πως ο συγγραφέας περισσότερο ενδιαφέρθηκε να δώσει τον εφιάλτη, παρά τα όσα τον αφορούν. Έτσι δεν αποϊδεολογικοποίησε μόνο το έργο του, αλλά το έκανε σαν τηλεοπτικό σενάριο, τόσο ως προς το περιεχόμενό του, όσο και ως προς τη μορφή του.
Ένα καλό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η διάθεση των συγγραφέων να μην κάνουν το έργο τους πολιτικό οδηγεί σε αποτυχία τη σύνθεσή τους, ακόμα και με τα πιο αυστηρά αισθητικά κριτήρια. Μπορεί να φανταστεί κανείς τον Σαίξπηρ να γράφει για το βασίλειο της Αγγλίας και όσα διαδραματίζονται εκεί χωρίς πολιτικές αναφορές; Μπορεί να αναλογιστεί τον Ντοστογιέφσκι χωρίς τον πολιτικό και κοινωνικό περίγυρο που κυριαρχεί στο έργο του; Αλλά φαίνεται πως τα μεταμοντέρνα ρεύματα, σε μια εποχή απαξίωσης του πολιτικού, βρίσκουν εύκολη τη λύση να κομματιάζουν την πραγματικότητα και τελικώς να καμαρώνουν για τα λυμφατικά δημιουργήματα τους, ως τα απαύγασμα της σύγχρονης αντίληψης.
Παρ’ όλα αυτά, Η χρονιά της ερήμου έχει ενδιαφέρον για τους έλληνες αναγνώστες, οι οποίοι μπορούν να το διαβάσουν μέσα στο σύνολο των κοινωνικών και πολιτικών συμπαρομαρτούντων και συνεπώς να αποδώσουν τη βαθύτερη ουσία της περιγραφής. Ακόμα και εκείνης που απέφυγε να καταγράψει ο συγγραφέας.