Κυβέρνηση γενικού ξεπουλήματος, με τα λιμάνια και τις μεταφορές να διαδέχονται τις τράπεζες
Ακίνητος πρέπει να ήταν ο διάδρομος όση ώρα έτρεχαν πάνω του οι 91 ευρωπαϊκές τράπεζες υπό το βλέμμα των εποπτικών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να ελεγχθούν οι αντοχές τους. Δεν εξηγείται διαφορετικά τέτοια επιτυχία.
Διαψεύδοντας όλες σχεδόν τις προβλέψεις, μόνο επτά τελικά τράπεζες φάνηκαν να αντιμετωπίζουν πρόβλημα, εκ των οποίων οι πέντε προέρχονταν από την Ισπανία, μία από την Γερμανία και μία από την Ελλάδα, η Αγροτική. Η αξιοπιστία των «ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων» όπως χαρακτηρίστηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδας τα «στρες τεστ» στα οποία υποβλήθηκαν οι ευρωπαϊκές τράπεζες, αμφισβητήθηκε πριν καν δοθούν στη δημοσιότητα τα αποτελέσματά τους. Πολύ φυσιολογικά, στο βαθμό που επρόκειτο, όπως αποδείχθηκε, για μια άσκηση δημοσίων σχέσεων. Προς επίρρωση το γεγονός ότι οι υποθέσεις υπό τις οποίες ελέγχθηκαν παρέμειναν επτασφράγιστο μυστικό. Επίσης η απροθυμία των αρχών να συμπεριλάβουν στα κριτήρια πιθανό «κούρεμα» του ελληνικού δημόσιου χρέους. Την πιθανότητα να αναγκαστεί δηλαδή η κυβέρνηση να προβεί σε αναδιάρθρωση του χρέους, ενδεχόμενο που κάθε άλλο παρά μακρινό φαντάζει, προχωρώντας σε μια οριζόντια υποτίμηση των ομολόγων της τάξης του 20%, 30% ακόμη και 50%. Δεδομένου ότι πολλές γερμανικές και γαλλικές τράπεζες έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους ασυνήθιστα υψηλές τοποθετήσεις σε ελληνικά ομόλογα αξίας πολλών δισ. ευρώ – λόγω των ελκυστικότατων αποδόσεών τους – ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα αποδείκνυε ότι οι περισσότερες τράπεζες στηρίζονται σε πήλινα πόδια και είναι αναξιόχρεες.
Και τέλος πάντων πριν συμβούν όλα τα παραπάνω η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχε απελευθερώσει το μυθικό ποσό των 750 δισ. ευρώ, με την απόφαση της 10ης Μαΐου που έκανε κουρελόχαρτο το Σύμφωνο Σταθερότητας, για να σώσει τις τράπεζες. Ειρήσθω εν παρόδω, μια απόφαση που λήφθηκε με τη σύμφωνη γνώμη της Γερμανίας η οποία επανέφερε ξανά την προηγούμενη εβδομάδα τις προτάσεις τιμωρίας εκείνων των χωρών που έχουν δημοσιονομικό έλλειμμα άνω του 3%, κι ειδικότερα την αναστολή του δικαιώματος ψήφου ακόμη και την πληρωμή προστίμου, μέσω του περιορισμού στην πρόσβαση σε κάποιου είδους επιδοτήσεις, όπως οι αγροτικές. Έτσι, οι αγρότες θα δουν να κόβονται τα κονδύλια των ενισχύσεων για να μπορούν να χρηματοδοτούνται οι τράπεζες! Γιατί, για να επιστρέψουμε στη γενναιόδωρη πλευρά της ΕΕ και των κρατών – μελών της, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όπως ακριβώς το μνημόνιο της ντροπής που υπέγραψε η κυβέρνηση Παπανδρέου με την τρόικα κόπηκε και ράφτηκε στα μέτρα των τραπεζιτών, έτσι κι η απόφαση της 9ης και 10ης Μαΐου, ως άμεσα ωφελημένους είχε και πάλι τους ευρωπαίους τραπεζίτες.
Τα τεστ κοπώσεως επομένως των ευρωπαϊκών τραπεζών ήταν κατά βάση μια άσκηση υποκρισίας, που στόχευε να συγκαλύψει τα άμεσα και μακροχρόνια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες και να ωραιοποιήσει την κατάσταση.
Το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα, με τις εγχώριες τράπεζες, σε εκθετικό μάλιστα βαθμό. Στην «άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων» από την Ελλάδα συμμετείχαν έξι τράπεζες (Εθνική, Γιούρομπανκ, Άλφα, Πειραιώς, Αγροτική και Ταμιευτήριο) εκ των οποίων πρόβλημα βρέθηκε να αντιμετωπίζει μόνο η Αγροτική, που δεσμεύθηκε να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Αν όμως οι άλλες πέντε χαίρουν άκρας υγείας γιατί ξεκοκάλισαν μέχρι τελευταίου ευρώ τα 28 δισ. που τους παραχωρήθηκαν από τις κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ; Κι αν η απάντηση είναι ότι ακόμη και χάρις αυτών των χρημάτων έκλεισε μια περίοδος αστάθειας, γιατί έχουν τεθεί στη διάθεσή τους άλλα 10 δισ. ευρώ από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που προβλέπεται στο μνημόνιο, ως δίχτυ ασφαλείας; Γιατί τέλος η Τράπεζα Ελλάδας, λειτουργώντας σαν ο πατερούλης των τραπεζιτών, παραβιάζοντας δηλαδή τον εποπτικό τη ρόλο, έσπευσε με ανακοίνωσή της την Παρασκευή, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα των στρες τεστ, να υπενθυμίσει ότι υπάρχουν «επιπρόσθετα 1,2 δισ. που είναι διαθέσιμα μέσω του μέτρου κεφαλαιακής ενίσχυσης του Ν. 3723/2008»! Γιατί επίσης ξεχνούν ότι όλες οι ελληνικές τράπεζες είναι αποκομμένες εδώ και καιρό από τον διεθνή δανεισμό;
Κάνοντας το άσπρο – μαύρο η ελληνική κυβέρνηση και η ηγεσία φυσικά της Ευρώπης («αντικατοπτρίζουν την αλήθεια τα στρες τεστ» έσπευσε να διαβεβαιώσει η Μέρκελ, κλείνοντας έτσι την συζήτηση) δείχνουν πόσο διαχρονική και πανευρωπαϊκή είναι η τάση δημιουργικής λογιστικής και «μαγειρέματος» των αριθμών. Με άλλα λόγια πόσο αξιοθρήνητα υποτελής στα όρια του γραικυλισμού, είναι η κυβέρνηση του Παπανδρέου που έσπευσε ακόμη και να αλλάξει όνομα στην Στατιστική Υπηρεσία, δείχνοντας ότι έτσι παίρνει διαζύγιο από την αναξιοπιστία του παρελθόντος. Μα τουλάχιστον η αναξιοπιστία του παρελθόντος είχε ως ευνοούμενο το κράτος, τον εκφραστή του συλλογικού συμφέροντος της αστικής τάξης, όχι δέκα χρεοκοπημένους κι αποδεδειγμένα επικίνδυνους για το δημόσιο όφελος τραπεζίτες…
Η υποκρισία δεν σταματά μόνο στον εξωραϊσμό της κατάστασης σε έναν κλάδο που έχει γεμίσει με επιχειρήσεις – ζόμπι οι οποίες επιζούν μόνο και μόνο χάρη στις επιδοτήσεις του κράτους και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Συνεχίζεται αν ρίξουμε και μια πιο προσεκτική ματιά στην κατάταξη των τραπεζών. Ειδικότερα, πέραν της αποτυχίας της Αγροτικής, ξεχωριστές επιδόσεις στην προσομοίωση, αναφερόμενοι στις ελληνικές, είχαν κι οι άλλες δύο τράπεζες που πρωταγωνίστησαν στα σενάρια εξαγορών. Το μεν Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο επειδή συγκέντρωσε την υψηλότερη πανευρωπαϊκή βαθμολογία κι η δε Πειραιώς επειδή ίσα – ίσα πέρασε τη βάση. Πρόκειται για αποτελέσματα που υπογραμμίζουν τον λεόντειο χαρακτήρα της συμφωνίας που επιδιώκει ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, Μιχάλης Σάλας, με την κατ’ αρχήν έγκριση του υπουργού Οικονομικών και του πρωθυπουργού καθώς η εξαγορά του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου θα κληθεί να λειτουργήσει σαν μια ακόμη ένεση ρευστότητας που θα αναζωογονήσει την Πειραιώς, απομακρύνοντάς την από την ζώνη της επικινδυνότητας.
Ευτυχώς βέβαια το σενάριο φαίνεται να ακυρώνεται κάτω από την κατακραυγή όχι μόνο των εργαζομένων και της κοινωνίας, αλλά και των ανταγωνιστικών συμφερόντων που είδαν ξαφνικά το κίνδυνο η Τράπεζα Πειραιώς να οικειοποιηθεί για αυστηρά δικό της λογαριασμό πόρους που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν εξυγιαντικά για όλο το κλυδωνιζόμενο ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα κι έτσι να βελτιώνει τη θέση της στον ανταγωνισμό.
Η διαφαινόμενη αποτυχία του τραπεζικού ντιλ (χωρίς να είναι ακόμη οριστική) δεν έγινε ωστόσο μάθημα για την κυβέρνηση που προχθές, Παρασκευή, αποφάσισε να επιταχύνει διάφορα σχέδια ιδιωτικοποιήσεων. Ειδικότερα, η διυπουργική επιτροπή αποκρατικοποιήσεων, αποφάσισε να δώσει νέα ώθηση στα σχέδια ξεπουλήματος της κρατικής περιουσίας, που ανέρχεται σε 300 δισ. ευρώ. Να θυμίσουμε ότι τα πνευματικά δικαιώματα της συγκεκριμένης πρότασης ανήκουν στη… Συγγρού, εκεί που θα μεταφερθούν τα νέα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας, σε μια προσπάθεια η νέα της ηγεσία να διαχωριστεί από το αντιδημοφιλές παρελθόν της Ρηγίλλης. Η Συγγρού λοιπόν διεκδικεί την πατρότητα της πρότασης, καθώς ο Αντώνης Σαμαράς είχε παρουσιάσει εν χορδαίς και οργάνοις αυτή την πρόταση – ξεπουλήματος της δημόσιας ακίνητης περιουσία – σε δημόσια εκδήλωση στο Ζάππειο, ως εναλλακτική λύση μάλιστα έναντι της προσφυγής στο ΔΝΤ. Σε αυτό το πλαίσιο περιφερειακές υποδομές, όπως λιμάνια και αεροδρόμια, θα δοθούν σε ιδιώτες, με την επίκληση από την κυβέρνηση της ανάγκης εκσυγχρονισμού τους και νέων επενδύσεων. Το ζητούμενο στην πραγματικότητα θα είναι η δημιουργία νέων πεδίων δραστηριοποίησης για το ιδιωτικό κεφάλαιο, το οποίο εθισμένο στις επενδύσεις μηδενικού ρίσκου θα καρπωθεί τη δημόσια περιουσία για να διευρύνει εκ του ασφαλούς τα ιδιωτικά κέρδη.
Το δεύτερο μέτρο που αποφασίστηκε αφορά την κατάθεση νομοσχεδίου για το «άνοιγμα» των οδικών εμπορικών μεταφορών. Πρόκειται για μια πολιτική που εντάσσεται στο πλαίσιο της περιώνυμης απελευθέρωσης των αγορών και δείχνει ταυτόχρονα το πραγματικό της επίδικο. Η κατάργηση του αναντίρρητα αναχρονιστικού καθεστώτος που έχει διαμορφωθεί ντε φάκτο με τις 30.000 άδειες χρήσης φορτηγών αυτοκινήτων που δόθηκαν το 1971, αν κάπου αποσκοπεί είναι στη δημιουργία καινούργιων πεδίων επιχειρηματικής δραστηριοποίησης προς όφελος του πολυεθνικού κεφαλαίου. Το ζητούμενο για την κυβέρνηση από την κατάργηση της μαύρης αγοράς των αδειών δεν είναι η πτώση τω τιμών στη διακίνηση των εμπορευμάτων, προ όφελος των καταναλωτών ή ακόμη και των ελεύθερων αγορών στις οποίες ορκίζεται. Η κυβέρνηση φαίνεται διατεθειμένη να καταφέρει ένα συντριπτικό πλήγμα, με το νέο νομοσχέδιο, στα μικροαστικά και αστικά συμφέροντα που επωφελούνται του σημερινού καθεστώτος, μόνο και μόνο για να προωθήσει την οριζόντια, διακρατική ενοποίηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Υπ’ αυτή την έννοια τα επαγγέλματα των μεταφορών, όπως και των δικηγόρων, των συμβολαιογράφων και των φαρμακοποιών, οι όροι άσκησης των οποίων θα αναμορφωθούν πλήρως στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο, πάλι κλειστά θα είναι στις σύγχρονες και διευρυνόμενες ανθρώπινες και κοινωνικές ανάγκες. Κι ανοιχτά μόνο στην αισχροκέρδεια και τις κρατικές επιδοτήσεις με τα λεφτά των φορολογουμένων, σε περίπτωση χρεοκοπίας, όπως γίνεται κατ’ εξακολούθηση με τις τράπεζες σε Ευρώπη και Ελλάδα.