ΑΛΕΚΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Η Τετάρτη, 21 Ιούλη το 2010, θα μείνει στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας ως η ημέρα που απαγορεύθηκε η έξοδος από τη χώρα στο μέχρι πρότινος «βοηθό κυβερνήτη» της, Αγγέλου Γιάννη, διευθυντή του πρωθυπουργικού γραφείου του Κ. Καραμανλή. Έξι χρόνια μετά το 2004, η από κοινού απόφαση της ανακρίτριας και του εισαγγελέα που ερευνούν την υπόθεση Βατοπεδίου, για καταβολή 400.000 ευρώ ως εγγύηση από το θεωρούμενο πλέον ως ύποπτο δραπέτευσης στο εξωτερικό, Γ. Αγγέλου, ακουμπά πλέον τον ίδιο τον τέως πρωθυπουργό.
Τη θέση του εξαφανισμένου πλέον «διαπλεκόμενου αρχιερέα», Κ. Σημίτη, φαίνεται να καταλαμβάνει ο διά των σκανδάλων των δομημένων ομολόγων, των κουμπάρων, του Παυλίδη και του Βατοπεδίου αποκαθηλωθείς «σιωπηλός ηγούμενος της ρεμούλας», Κ. Καραμανλής.Η ενεργοποίηση της Δικαιοσύνης δεν οδηγεί φυσικά «στο ξεκαθάρισμα των σοβαρών σκανδάλων που δηλητηρίασαν την πολιτική ζωή της χώρας» όπως ισχυρίζονται Tα Nέα σε κύριο άρθρο τους στις 22 Ιούλη. Εξάλλου κάθε φορά που ξεσπά κάποιο σκάνδαλο, οι εκάστοτε κυβερνώντες μας διαβεβαιώνουν ότι στο βαθμό που «το κράτος δικαίου» εκσυγχρονίζεται κι ενδυναμώνεται, η διαφθορά θα αντιμετωπιστεί. Ό,τι όμως παρουσιάζεται ως σκάνδαλο, ως έγκλημα καθοσιώσεως, ως εκτροπή από την κανονικότητα, είναι προβλεφθέν και κατάλληλα οργανωμένο παράπλευρο τμήμα της εσωτερικής λειτουργίας του καπιταλισμού, απόρροια του αιώνιου νόμου του, του ανταγωνισμού. Η σταθερότητα και η ευκολία με την οποία το βρόμικο χρήμα διακινείται και προστατεύεται παγκοσμίως και στην Ελλάδα, οφείλεται σε ένα καλά οργανωμένο πλέγμα και δομημένο, από την ίδια την αστική τάξη, δίκτυο διακίνησης, φύλαξης και ξεπλύματος. Πλέγμα που περιλαμβάνει τη σύνθετη δομή των χωρών «φορολογικών παραδείσων», τους νόμους περί απορρήτου, τις τράπεζες χωρίς φυσική υπόσταση (τράπεζες κελύφη ή shell banks), τις εικονικές επιχειρήσεις (dummy corporations, που δεν τους ακουμπούν νόμοι περί δανεισμού και ακίνητης περιουσίας), τις ανώνυμες επενδύσεις, τη χρηματιστηριακή χειραγώγηση μετοχών, τις ψευδείς τιμολογήσεις εμπορικών συναλλαγών, το ανεπίσημα - επίσημα λαθρεμπόριο όπλων και πετρελαίου κ.ά. Καθώς μάλιστα το κράτος αλλάζει και εκσυγχρονίζεται, εκσυγχρονίζονται, όπως επιδιώκεται με αφορμή την κρίση, και οι αντίστοιχοι μηχανισμοί. Επομένως μόνο ως προκλητικός εμπαιγμός του λαού ηχούν οι διαχρονικές κορόνες των πολιτικών ελίτ, των Παπανδρέου και Σαμαρά σήμερα, των Καραμανλή, Παπανδρέου τότε, περί πάταξης της διαφθοράς. Πατάσσουν μόνο όσους αδηφάγα «ξεπερνούν τα όρια».
Σήμερα όμως ειδικότερα και σε σχέση με τις απρόσμενες εξελίξεις, εναλλαγές και επεισόδια που κρύβει η, από τις σοβαρότερες των αιώνων του καπιταλισμού, κρίση, υπάρχει βαθύτερη και αμεσότερη ανάγκη εξαγνισμού της ίδιας της ΝΔ, ικανοποίησης της λαϊκής απαίτησης «να πληρώσουν οι κλέφτες», εμφάνισης στοιχείων αστικής ευνομίας. Αυτούς τους στόχους επιχειρούν να καλύψουν οι τελευταίες ενέργειες της δικαιοσύνης τους.
Δίχως να διαφεύγει πως αν το 1981 η ΝΔ ηττήθηκε –όπως ηττήθηκε– εκλογικά με βάση την οικονομική της πολιτική, τη στάση της απέναντι στο ΝΑΤΟ, τους Αμερικάνους, την Κύπρο και την ΕΟΚ, από το 88 ως σήμερα, στη χώρα μας ανεξαρτήτως διακυβέρνησης ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ, τα σκάνδαλα και η σκανδαλολογία είναι που επιχειρείται να καθορίζουν τις πολιτικές εξελίξεις. Το 1988-’89, η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου κατακρημνίζεται δια του σκανδάλου Κοσκωτά. Το 1992-’93, τα σκάνδαλα της ΑΓΕΤ και του ΟΤΕ κατακρημνίζουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το 2003-’04, με όπλο τη σκανδαλολογία ο Καραμανλής κερδίζει τις εκλογές. Το 2009, τα σκάνδαλα των δομημένων ομολόγων, των κουμπάρων, του Βατοπεδίου και του Παυλίδη επέφεραν ανεπανόρθωτη ζημιά στην κυβέρνηση της ΝΔ.
Στην πρώτη δεκαπενταετία (1974 -1988) της μεταπολιτευτικής περιόδου υπήρχαν πραγματικές διαφορές στα προγράμματα των συστημικών κομμάτων, τα οποία αντανακλούσαν κοινωνικούς ανταγωνισμούς. Αντίθετα, από το ’85-’88 και μετά, η «επιχείρηση» συντηρητικής ανασυγκρότησης του ελληνικού καπιταλισμού, σε συνδυασμό με την ήττα του εργατικού κινήματος, την πλήρη αστικοποίηση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και την εξασθένιση του μεταπολιτευτικού κοινωνικού ριζοσπαστισμού, εξαλείφει κάθε προγραμματική διαφορά ανάμεσα στους δυο βασικούς πυλώνες του συστήματος κυβερνητικής εναλλαγής και αναδεικνύει τα σκάνδαλα και τη σκανδαλολογία σε βασικό όπλο του κομματικού ανταγωνισμού για την εξουσία. Το αποτέλεσμα είναι μια ποιοτικά συντηρητικότερη μετατόπιση της πολιτικής.