ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΦΡΑΝΤΖΗ
Έχει μεγαλώσει μέσα στο ραδιόφωνο. Από το ένδοξο Τρίτο του Μάνου Χατζιδάκι στο Δεύτερο, και στις καλές και στις «κατεψυγμένες» εποχές του. Παράλληλος στίβος η δισκογραφία και η αναζήτηση ενός ρεπερτορίου με αντίληψη. Κάπως έτσι προέκυψε η ομάδα της yafkarecords.gr που αποστολή της έχει να δυναμώσει το πολιτιστικό αντάρτικο με νέες εφεδρείες και πολύτιμο παλιό υλικό. Συναντηθήκαμε με τον Γιώργο Μητρόπουλο και μιλήσαμε για όλα αυτά, ξεκινώντας κατά κάποιον τρόπο από την πολιτική συζήτηση.
– Στους χώρους που κινείσαι τι εισπράττεις από τους ανθρώπους ως στάση απέναντι σε αυτό που συμβαίνει;
– Νομίζω ότι οι άνθρωποι είναι θυμωμένοι, οργισμένοι, και βρίζουν. Αυτό είναι κυρίαρχο πια όπου και αν σταθείς, αυτό θα ακούσεις γύρω σου. Και όσο και αν υπάρχει μια μεθόδευση να διασωθεί το μεταπολιτευτικό σύστημα, έχω την εντύπωση ότι λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο. Από τον αγρότη μέχρι το διανοούμενο, οι άνθρωποι πια αρχίζουν να συνέρχονται από το σοκ. Είναι σαν να έρθει ένας γνωστός σου και να σε πλακώσει ξαφνικά στα χαστούκια, στην αρχή δεν αντιδράς μέχρι να καταλάβεις τι γίνεται και μετά καθαρίζει το μυαλό, μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους κι εκεί αρχίζει πια το παιχνίδι. Νομίζω ότι είναι μπροστά μας αυτή η στιγμή.
– Υπάρχει και το «όλοι φταίμε» που προβάλλεται πολύ από το νεοσυντηρητισμό, ο οποίος ευδοκιμεί σε πολλά εναλλακτικά μέσα.
– Πρόκειται για μια λυσσασμένη προσπάθεια από όλα τα κέντρα εξουσίας να το επιβάλουν. Αλλά δεν πιστεύω ότι τα έχουν καταφέρει. Το «όλοι φταίμε, αλλά πληρώστε εσείς τη ζημιά» είναι κατάλοιπο της μετρικής του Καραγκιόζη – τα δικά μου δικά μου και τα δικά σου δικά μου. Ο Έλληνας ενοχοποιήθηκε πολλές φορές για την καταγωγή του, την παράδοσή του κ.λπ. Τώρα πρέπει να το υποστεί για άλλη μια φορά για το σύνολο του μεταπολιτευτικού του βίου, λες και ο ίδιος φταίει για τον πελατειακό χαρακτήρα του συστήματος,
για την κομματική καμαρίλα, για την παρεοκρατία, τη σήψη, τη διαφθορά, τη ρεμούλα. Η ηθική και η πολιτιστική έκπτωση τού επιβλήθηκε άνωθεν και ήταν το προοίμιο της τελικής χρεοκοπίας – και εδώ και παντού το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι.
– Ποια η γνώμη σου για τους δημόσιους υπάλληλους; Αυτοί έχουν δεχτεί σωρεία επιθέσεων και πολύς κόσμος τρέφει μια πεποίθηση ότι αυτοί φταίνε, δεν είναι έτσι;
– Με τρομάζει ο κοινωνικός αυτοματισμός. Εξάλλου με τα του μνημονίου νομίζω ότι «τιμωρήθηκαν» αρκετά. Σε ένα στρεβλό σύστημα δεν μπορείς να πιάνεις τον τελευταίο τροχό. Φταίει ο τελευταίος τροχός αν το τρένο δεν φτάνει ποτέ; Είναι μια ευκολία, που συνήθως πιάνει. Σε οριακές στιγμές είναι εύκολο να στρέψεις κοινωνικές ομάδες ενάντια σε άλλες ομάδες, αλλά αυτό το γενικό «όλοι φταίμε, δεν βαριέσαι, πάμε» δεν νομίζω ότι μπορεί να επικρατήσει.
– Πώς γίνεται αξιόλογοι καλλιτέχνες να διακρίνονται από ιδεολογική σύγχυση;
– Αυτό που συμβαίνει καμιά φορά με τους καλλιτέχνες είναι ότι χάνονται στο αντικείμενό τους. Πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων πάσχουν από «στένωση κοσμοθεωρίας». Έχω γνωρίσει ιερά τέρατα. Εκτός από τον Χατζιδάκι, του οποίου υπήρξα στενός συνεργάτης και φίλος, γνώρισα τον Ελύτη, τον Γκάτσο, τον Μόραλη, τον Αργυράκη. Αυτοί οι άνθρωποι κινούνταν σε ευρύτερα πεδία από αυτό που έκαναν. Είχαν μια γενικότερη εποπτεία του πραγματικού.
– Η διανοητική συγκρότηση καλυτερεύει το έργο;
– Το πιστεύω βαθιά αυτό. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι γενιές που έζησαν τη δεκαετία του ’60, τη χούντα, τη μεταπολίτευση, πολύ σημαντικά γεγονότα, ανέδειξαν καλλιτέχνες που έκαναν πολύ πιο συγκροτημένη πρόταση πολιτισμού στο χώρο του ο καθένας απ’ ό,τι έκαναν οι γενιές μετά το ’85 και μέχρι πρόσφατα. Παίζει πάντα ρόλο η συγκυρία. Η πρώτη επταετία μεταπολιτευτικά υπήρξε εξαιρετική σε επίπεδο παραγωγής, είτε γιατί υπήρχαν πολλά πράγματα στο συρτάρι από την περίοδο της χούντας είτε γιατί δόθηκε η ευκαιρία σε νέα πρόσωπα. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 αντίθετα έχουμε, όπως λέει ο φίλος μου ο Θάνος Μικρούτσικος, τους συνθέτες του ενός τραγουδιού. Νομίζω ότι από το ’85 μέχρι τις αρχές του καινούργιου αιώνα τα πράγματα είναι λίγο πολτός.
– Να μιλήσουμε για το ραδιόφωνο; Πώς είναι να είσαι μόνιμος στην ΕΡΑ;
– Ζούμε τη δικτατορία των αγορών. Στο ραδιόφωνο ζούμε τη δικτατορία της αγοράς από το ’96. Τα τελευταία χρόνια νιώθαμε ότι όταν πήγαινε να γίνει κάτι δυνατό, κάποιος έβαζε φρένο. Και φτάσαμε στην παταγώδη αποτυχία, την αναβίωση του Φεστιβάλ τραγουδιού της Θεσσαλονίκης, το οποίο μας κόστισε 12 εκατ. ευρώ. Πολλοί άνθρωποι διαφωνούσαμε με αυτές τις επιλογές και το κάναμε δημόσια. Τιμωρηθήκαμε. Βγήκαμε από τις ώρες αιχμής, πήγαμε άγρια μεσάνυχτα, μία ώρα την εβδομάδα, σε βαθιά κατάψυξη. Γενικότερα το τακτικό προσωπικό, άνθρωποι που δεν είναι τυχαία εκεί, υποαπασχολήθηκε. Αυτό απελευθέρωσε χρόνο για δεκάδες συμβάσεις ημέτερων. Δουλείες και εκδουλεύσεις, τα λέμε εμείς. Μια σπατάλη χρημάτων άνευ λόγου. Είναι ένα ζήτημα αυτό της μονιμότητας, αν πρέπει δηλαδή κανείς στο ραδιόφωνο να υπάγεται σε ένα καθεστώς σταθερής απασχόλησης. Μικρότερος πίστευα ότι είναι κάπως ανορθόδοξο. Αλλά σήμερα νομίζω ότι είναι σωτήρια αυτή η μόνιμη σχέση, η επαγγελματική, γιατί μπορείς να οργανώσεις τη δουλειά σου και να την κατευθύνεις κάπου. Και αυτό μόνο στο κρατικό ραδιόφωνο μπορεί να γίνει. Στην αγορά δεν γίνεται. Κανείς δεν μπορεί να δουλέψει με την τρομακτική ανασφάλεια που απορρέει από τον πολιτιστικό αναλφαβητισμό του αφεντικού και τις αμφιλεγόμενες μετρήσεις.
– Για την κρίση και την υποχώρηση του καλού ραδιοφώνου τι πιστεύεις;
– Τα ραδιόφωνα έχουν γίνει παράγκες, παραμάγαζα. Συνασπισμοί μετρίων που υπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα: τις αγωνίες, τις υστεροφημίες του καθενός. Και αν δεις τις μετρήσεις, οι δυο τρεις σταθμοί που υπερασπίζονται το καλό ελληνικό τραγούδι, από μήνα σε μήνα κατεβαίνουν. Απολύσεις υπαλλήλων, απλήρωτοι τεχνικοί και πάει λέγοντας. Αλλά αν ψάξουν να δουν τι φταίει, θα ανοίξουν το ρεπερτόριό τους. Γιατί ένα μέρος της κρίσης και των έντυπων μέσων και του ραδιοφώνου έχει να κάνει με το ότι ακολουθούν τα πράγματα, και μάλιστα με καθυστέρηση. Δεν ρισκάρουν να στηρίξουν κινήσεις νέες, να δουν αυτό που έρχεταιŸ Νομίζω όμως ότι θα αναγκαστούν να ακολουθήσουν τα νέα πράγματα, προκειμένου να μην καταρρεύσουν.
– Για το γούστο του κοινού τι γνώμη έχεις; Ισχύει το γνωστό επιχείρημα «αυτά θέλει ο κόσμος»;
– Εγώ δεν υποτίμησα ποτέ το κοινό, και είναι λάθος να το κάνει κανείς σε αυτή τη δουλειά. Απλά πιστεύω ότι το κοινό είναι ευάλωτο, είναι λίγο πλαστελίνη. Δηλαδή αν το βομβαρδίσεις με ένα συγκεκριμένο είδος θα το πείσεις ότι κάτι γίνεται με αυτό. Αν το βομβαρδίσεις με κάτι άλλο, θα πάει προς τα εκεί. Το καλό τραγούδι και το κακό τραγούδι είναι δύο παράλληλοι χώροι. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι ενώ στη Γαλλία ο αντίστοιχος Πανταζής (δεν ξέρω ποιος είναι σήμερα στη θέση του) δεν θα μιλήσει για το χώρο του Χατζιδάκι, εδώ μιλάνε όλοι για όλους. Και τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να ρίχνουν και γέφυρες, του στυλ όλοι δικοί μας είμαστεŸ Και αυτό είναι επικίνδυνο. Δεν θα στραφεί στη μουσική του Θεοδωράκη ο κόσμος του Ρέμου, αν πει τα τραγούδια του· ο Ρέμος θα πάρει κόσμο του Θεοδωράκη. Επικίνδυνοι ακροβατισμοί όλα αυτά.
– Τι προβλέπουμε λοιπόν; Και με βάση την εμπειρία σου του ΤρίτουŸ...
– Αυτό που βλέπω είναι ότι θα ζήσουμε πάλι μια άνοιξη ραδιοφωνική. Ελπίζω και πιστεύω βαθιά ότι το κρατικό μπορεί να το κάνει αυτές τις εποχές. Μακάρι να το κάνουν και άλλοι απ’ έξω. Διαμορφώνεται ένα καινούργιο τοπίο στον πολιτισμό. Γενιές που τους ανήκει ο λόγος, οι σημερινοί τριαντάρηδες έχουν μπει για τα καλά στο παιχνίδι, και έχουν και τα πρώτα δείγματα της επαφής τους με τη διαμεσολάβηση. Όσο και αν είναι κλειστό και δύσπιστο το τοπίο, εύκολα ανοίγει. Θυμάμαι όταν βγήκε Η εκδίκηση της γυφτιάς, στο Δεύτερο ήμουνα, παίζαμε το συγκεκριμένο δίσκο εγώ και ο Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ που ήταν μόνιμος μουσικός παραγωγός. Λίγο πολύ μας αποκαλούσαν «σκύλους του Δεύτερου». Μετά από δύο χρόνια δεν χρειαζόταν να παίζουμε εμείς τη Γυφτιά, γιατί την έπαιζαν οι πάντες. Έπειτα το πολιτικό τραγούδι, ο Σταυρός του Νότου – όταν συμβαίνουν αυτά ποιος μπορεί να σταματήσει την αναμετάδοσή τους; Σκέψου ότι στο Δεύτερο και στο Πρώτο, πέραν του Τρίτου του Μάνου Χατζιδάκι, η λογοκρισία σταματάει το ’81. Μέχρι τότε παίρνουν βινύλια που έχουν πάνω τσιρότα ή γραμμές με πρόκα σε συγκεκριμένα κομμάτια.
Το Τρίτο ήταν ένα αραχνιασμένο πρόγραμμα όταν το παίρνει στα χέρια του ο Χατζιδάκις. Και γίνεται ένα πρόγραμμα καθολικής εμβέλειας, της τάξης του 90% πανελλαδικά. Δεν υπάρχουν τέτοια νούμερα σήμερα. Αυτό δεν έγινε τυχαία – υπήρχε μία αίρεση ολόκληρη. Θυμάμαι το 1979 έπαιξα στην εκπομπή μου τη Ρεζέρβα του Σαββόπουλου λίγο πριν κυκλοφορήσει ο δίσκος και σπάσαν τα τηλέφωνα «άνωθεν». «Ποιος το έκανε αυτό;». Ήταν το Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο και οι Εκλογές μαντινάδα. Το ίδιο βράδυ με κάλεσε στον Αυλό ο Χατζιδάκις για να μου δώσει ένα χαρτί που έλεγε: «Ο διευθυντής μας με παρακάλεσε να επαναλάβω την εκπομπή, δια να λάβει ιδίαν γνώσιν του αδικήματος». Και έτσι σταμάτησαν οι ενοχλήσεις ως δια μαγείας. Αλλά ο Χατζιδάκις δεν καταλάβαινε τίποτα, και έβαζε όλους τους υπουργούς του Καραμανλή στη θέση τους. Έτσι μπορούσα να παίζω τη Φουέντε Οβεχούνα και τα Πολιτικά τραγούδια του Μικρούτσικου, Μαρκόπουλο, Σαββόπουλο. Ήταν η εποχή που η Ακρόπολη έγραφε «Ποιος είναι αυτός ο νεαρός με την ιδιότυπη φωνή που εκπέμπει μελοποιημένη κομμουνιστική προπαγάνδα;». Δεν ήταν ένας πόλεμος εναντίον μου, στο Χατζιδάκι απευθύνονταν όλα αυτά. Αλλά βρες μου εσύ ένα διευθυντή που θα ρίσκαρε την καρέκλα του για να πει «βγες και ξαναπαίξ’ το».
Ο Χατζιδάκις είχε μεγάλη εμπειρία όταν έμπαινε να κάνει ραδιόφωνο. Έχει θητεία στην Αμερική, ήταν δεξί χέρι του Σκούρα, πήγαν μια μέρα στη δουλειά και είδαν τα γραφεία τους από τον 23ο στο πεζοδρόμιοŸ γιατί έτσι απολύεσαι εκεί. Το ’χε δει το έργο, και κυρίως είχε δει τη σημαίνει πολιτιστική βιομηχανία και μαζική κουλτούρα. Τον επικρίνουν πολλοί γιατί είχε πάρει εκείνη τη συνέντευξη απ’ τον Φλωρινιώτη, την εποχή που ήταν ο άρχοντας της νύχτας. Η θέση του Χατζιδάκι ήταν ότι ήθελε να δει από κοντά τι συνέβαινε και είπε ότι αυτά τα φαινόμενα συμβαίνουν παντού, αλλά εδώ αυτούς τους ταλαίπωρους που κατασκευάζει η βιομηχανία του τραγουδιού, είναι σαν να τους εκτοξεύει με την τεχνολογία που διαθέτει στο διάστημα, χωρίς να έχει τρόπο να τους φέρει πίσω μετά. Αυτό πάθανε ο Σαλαμπάσης, ο Φλωρινιώτης, σειρά από διάττοντες αστέρες. Μετά ωρίμασε αυτή η πρακτική κι ερχόμαστε στην αρχή της κουβέντας που λέγαμε γιατί από το ’85 και μετά είναι πολύ αποτελεσματική η πρακτική του star system και επισκιάζει όλα τ’ άλλα. Κάνει σούπερ σταρ, δουλεύουν και όλα τα life style περιοδικά, ραδιόφωνα, εκδηλώσεις, τηλεοπτικά προγράμματα.
Σέβομαι τη γνώμη και του ερμηνευτή, αλλά κυρίως με ενδιαφέρει η γνώμη του δημιουργού. Και αυτή η ιεράρχηση – αναδεικνύουμε τον τραγουδιστή, εξαφανίζουμε το στιχουργό και το συνθέτη– επιβλήθηκε για λόγους οικονομικούς. Γιατί μια εταιρεία στην παντοδυναμία της τραγουδιστές φτιάχνει – Μούτση, Χατζιδάκι, Σαββόπουλο, δεν φτιάχνει.
Πολιτιστικό αντάρτικο, το εγχείρημα της Yafka Records
– Να μιλήσουμε για τη δισκογραφία;
– Η δισκογραφία για πολλούς θεωρείται τελειωμένη. Εγώ θεωρώ ότι είναι ένα διαβατήριο. Το διαδίκτυο δεν το κάνει επαρκώς και τόσο οργανωμένα. Όσο δεν θα σταματήσουν να βγαίνουν βιβλία, δεν θα σταματήσουν να βγαίνουν και δίσκοι. Μπήκα νωρίς στη δισκογραφία απ’ τον Πατσιφά, στα 1982, όταν μου έκανε την τιμή να μου αναθέσει την παραγωγή του δίσκου της Λένας Πλάτωνος σε ποίηση Κώστα Καρυωτάκη με ερμηνεύτρια τη Σαβίνα Γιαννάτου. Και έφυγα πολύ νωρίς, μένοντας ως ελεύθερος σκοπευτής.
– Μέχρι που μπήκατε στη Yafka RecordsŸ...
– Δεν είχα καμιά όρεξη να επιστρέψω στη δισκογραφία. Αφορμή ήταν η συνάντησή μου με μερικούς νέους μουσικούς σε αυτές τις νέες σκηνές, που ήταν πάντα τα φυτώρια, από τις μπουάτ της δεκαετίας του ’70 μέχρι τα σημερινά στέκια. Το πιο συγκλονιστικό ήταν ότι ρωτώντας αυτούς τους ανθρώπους άκουγα την ίδια ιστορία: «Το πήγα παντού, αλλά μου είπαν δεν θα πουλήσει». Τρώγανε πόρτα σε όλες τις δισκογραφικές. Τα αυτιά μου με έχουν γελάσει λίγες φορές όλα αυτά τα χρόνια. Από εμπειρία πίστεψα σ’ αυτές τις απόπειρες. Και μπήκα στον κόπο να τα κάνω κι εγώ μια γύρα. Τα πήγα σε δυο τρεις μεγάλες εταιρείες. Δεν βγήκε τίποτα. Και είπα τελοσπάντων βγάζω ένα ΑΦΜ, και έχω και ένα όνομα, να κάνουμε μια εταιρεία μην πνιγείτε στο πουθενά. Οι δύο πρώτοι δίσκοι, ο Οίκος αντοχής της Δανάης Παναγιωτοπούλου (2007) και το Μακροβούτι του Θέμου Σκανδάμη (2008), φιλοξενήθηκαν στον Καθρέφτη, μέχρι να ρυθμιστούν τα φορολογικά. Από κει και ύστερα βγάλαμε τα υπόλοιπα στη Yafka και αυτά τα δύο, τα «ορφανά», έχουν ενταχθεί στον κατάλογό της.
– Είναι όμως μια συλλογική απόπειρα, ο ίδιος ο τίτλος υπονοεί μια οργάνωση.
– Αυτή η δουλειά γίνεται με μια παρέα ανθρώπων που μοιραζόμαστε μια αντίληψη. Ούτε μάνατζερ είμαι, εκλεπτυσμένος νταβατζής τους, με μια έννοια. Και για ό,τι βγαίνει σε αυτή την ετικέτα ζητείται η γνώμη πέντε έξι ανθρώπων που είναι ο στενός πυρήνας αυτής της προσπάθειας.
– Αυτό που κάνετε, όπως το κάνετε, δεν θα πιέσει το υπόλοιπο, το μεγάλο σύστημα;
– Οι μεγάλες δισκογραφικές νομίζω δεν ενδιαφέρονται πια, δεν κάνουν παραγωγές. Πρέπει να ξεχωρίσω κάτι, ότι και οι περίφημες μικρές εταιρείες, οι λεγόμενες ανεξάρτητες, είναι ένα άλλο κεφάλαιο που επίσης σηκώνει πολλή συζήτηση. Υπάρχουν μικρές ετικέτες –η inner ear από την Πάτρα, η puzzle records, η Spinalonga– που κάνουν τη δουλειά όπως τον παλιό καλό καιρό, που πήγαινε ο καλλιτέχνης και του έλεγαν ωραία μας αρέσει η δουλειά σου, θα την κάνουμε. Δεν του έλεγαν βάλε τόσα για το στούντιο, φέρε και τόσα για τους μουσικούς κοκ. Γιατί υπάρχουν και μικρές δισκογραφικές που πιστεύω ότι βγάζουν άκοπα και «μαύρα» ένα αξιοσέβαστο εισόδημα. Γιατί όταν πηγαίνεις με το master tape να βγάλεις ένα δίσκο, σου λένε φέρε και τέσσερα χιλιάρικα να βγάλουμε χίλια κομμάτια. Και βλέπεις μικρές εταιρείες με κατάλογο 300 δίσκους – αυτά τα πράγματα είναι ανορθόδοξα. Άλλη μια παθογένεια σε αυτό το χώρο, αυτή η υπερπροσφορά δίσκου. Η υπερπαραγωγή έριξε στην αγορά και τοξικό προϊόν τόνους, που και πέντε καλά να φύτρωναν ανάμεσα πνίγονταν στη χωματερή.
– Συνοψίζοντας, ποια η αποστολή της Yafka Records;
– Η αποστολή της είναι να φωτίσει πρόσωπα του νεοελληνικού μας πολιτισμού. Έχει τρεις άξονες. Η κυρίαρχη αποστολή είναι να αναδείξει δυο τρία πρόσωπα νέα στο χώρο του τραγουδιού που πιστεύω βαθιά ότι η εργασία τους έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και ειδικό βάρος. Αυτά τα πρόσωπα τα βρήκα στο καλάθι των αχρήστων των εταιρειών. Δεν είναι ούτε ένας που δεν είχε κάνει τη διαδρομή. Ο άλλος άξονας είναι το παιδικό τραγούδι. Αυτό που κάναμε με τον Άγγελο Αγγέλου και την Έμη Σίνη, τον Κόσμο ανάποδα, με ενορχηστρώσεις του Κοτεπάνου και ένα πλήθος ερμηνευτών από τον Σακκά μέχρι τον Καβαλλιεράτο από τους Χάνομαι γιατί ρεμβάζω, έδειξε ότι έχει ενδιαφέρον και εμπορικά, γιατί παρουσιάζει μια σημαντική ροή για τις εποχές που περνάμε, αλλά και η κριτική υπήρξε εξαιρετική. Ο τρίτος άξονας περικλείει πράγματα, με έναν τρόπο, αρχείου ή παλιότερα πρόσωπα όπως είναι ο δίσκος που κάναμε στους Χάνομαι γιατί ρεμβάζω, μια γκρούπα που θεωρώ ότι συγγενεύει ιδεολογικά με αυτή την ομάδα που υπερασπίζεται τον καλλιτεχνικό της εαυτό υπό τη σημαία της Yafka. Και αρχειακό υλικό σπουδαίων προσώπων, πρεσβευτών του σύγχρονου πολιτισμού μας, όπως ο Σπύρος Σακκάς, και βγάλαμε τον πρώτο δίσκο που είναι Οι δέκα πειρασμοί του Μητρόπουλου πάνω στην ποίηση του Καβάφη, τα Εξι τραγούδια του Έλιοτ με μουσική του Γιάννη Χρήστου και Οι βάκχες του Χατζιδάκι. Και σ’ αυτά θα κινηθεί. Ούτε φιλοδοξίες έχει να πιάσει το σύμπαν του ελληνικού τραγουδιού, εστιάζει σε τέσσερα πέντε πρόσωπα. Στην ουσία είναι μία στέγη που δεν έχει ιδιοκτήτη, και κάνει κάποιου είδους αντάρτικο μουσικό - πολιτιστικό. Γιατί πιστεύω ότι ο πολιτισμός είναι ένα όπλο, πιο αποτελεσματικό από ένα 45άρι.