ΚΙΜΩΝ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ
Κατ’ αρχήν θεωρώ αυτό το κάλεσμα, όπως και κάθε παρόμοιο που κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, ένδειξη ευαισθησίας και ανταπόκρισης στα μηνύματα των καιρών. Γι’ αυτό και όλες οι επισημάνσεις ή παρατηρήσεις μου θέλω να θεωρηθούν αγωνιακή εισφορά στον κοινό παρανομαστή μιας δράσης που λείπει και που χωρίς αυτήν τα λόγια παραμένουν αδρανή και ανακυκλούμενα υλικά σε κρανίου τόπο, εκεί όπου η ποσότητα αρνείται γαϊδουρινά να γίνει ποιότητα.
Τι είμαστε λοιπόν; Αν τολμήσουμε να απαντήσουμε σε πληθυντικό αριθμό στο ερώτημα ήδη διαμορφώνουμε τον πρώτο και αναγκαίο όρο μιας συλλογικότητας.
Πού θέλουμε να το πάμε; Ο αγώνας που έχουμε να διανύσουμε είναι δρόμος υπερμαραθώνιος. Η βαλίτσα θα πάει, ανεξάρτητα από τις προθέσεις μας, μακριά. Είμαστε διατεθειμένοι να την κουβαλήσουμε ή θα τη βλέπουμε να ξεμακραίνει σαν κινούμενο σχέδιο ερήμην ενός, έστω και εμβρυώδους, δικού μας σχεδίου;
Οι περισσότεροι από εμάς, έξω ή στις παρυφές κομμάτων και οργανώσεων, είχαμε όλο το χρόνο, ωθούμενοι και από τη δυσφορία της εμπλοκής σε μηχανισμούς παγιωμένους αντίπερα των ιδεών μας, να οικοδομήσουμε αναγκαστικά το ατομικό μας σύμπαν. Και αυτό το σύμπαν αποτελείται συνήθως από υλικά ανθεκτικότατα και αδιαπέραστα από τους κοινωνικούς σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς: εγωισμό, καθεστωτική κοινωνική αναγνώριση, οικόπεδα με θέα ή χωρίς, αυστηρό προγραμματισμό ζωής κ.ά. ων ουκ έστιν αριθμός. Για να συναντηθούμε ουσιαστικά και όχι φευγαλέα μεταξύ μας πρέπει τουλάχιστον να έχουμε το θάρρος να σκεφτούμε γόνιμα και κριτικά πάνω σ’ αυτό. Για να αμφισβητήσουμε αποτελεσματικά τη βαρβαρότητα που μας επιβάλλουν πρέπει ν’αρχίσουμε να ασφυκτιούμε και στα όρια του δικού μας σύμπαντος. Σε όλες τις οριακές στιγμές της ταξικής πάλης η έρμη η κοινωνική θέση είναι αυτή που καθορίζει την κοινωνική συνείδηση.
Εμείς ξέρουμε τι σημαίνει στέγη, τι σημαίνουν όνειρα και μάλιστα στεγασμένα όνειρα. Με όλους αυτούς που έρχονται, τους κληρωτούς της απόγνωσης, πού και πώς θα συναντηθούμε;
Εδώ που ο κομματικός σοβινισμός -και αναφέρομαι κυρίως στο ΚΚΕ- έχει υψώσει τα δικά του μακρά τείχη από ποιές χαραμάδες θα επικοινωνήσουμε;
Αν καταφέρουμε να αρθρώσουμε κάποιες στοιχειώδεις απαντήσεις σ'αυτά τα ερωτήματα καταντάσει σχεδόν άχρηση η προκαταβολική άρνησή μας να αυτοχαρακτηριστούμε οργάνωση. Και αν είναι αδύνατο να επιννοήσουμε την πραγματικότητα, είναι απολύτως δυνατό κει επείγον να γίνουμε επινοητικοί για να την αλλάξουμε.
Σχετικά με το πολιτιστικό πρόσταγμα (κωδικοποιημένα και συνθηματικά): Πρέπει να κινηθούμε αποκηρύσσοντας μετά βδελυγμίας τον εν χοδαίς και οργάνοις ύμνο στην ένδοξη και τίμια φτώχεια. Τα "παραπονεμένα λόγια έχουν τα τραγούδια μας" και "στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή", καλλιέργησαν τον οδυρόμενο ναρκισισμό των πληβείων και ποδηγέτησαν στον "ανάρμοστο χριστιανισμό" του "γύρισε και το άλλο μάγουλο για να τη φας ξεγυρισμένη" γενιές και γενιές αριστερών. "Το σφάξε με αγά μου ν'αγιάσω" προετοίμαστε η χωρίς αντιστάσεις επέλαση του τηλεοπτικού ποικιλοπωλείου. Ένας μισοσφαγμένος από τον αγά του υπήκοος επιλέγει σφαδάζοντας το χλιδάτο σκηνικό του ρόγχου του.
Η πολιτιστική πρόταση της Αριστεράς πρέπει να είναι επιθετική και υπερή φανη. Μόνον αυτό αρμόζει στην πρό θεση της ανατροπής και όχι η ψευδής νοσταλγία του τι ωραία που ήταν κά ποτε. Πότε άραγε;
Όχι άλλο μάζεμα υπογραφών -ποιος κοροϊδεύει ποιον, ήθελα να ήξερα-όταν η στιγμή αδήριτη επιτάσσει: «Είμαι στο πλήθος ο κανείς που τ' ό-νομά του το κερδίζει», που λέει και ο Γκανάς.
Το ΔΝΤ έρχεται τον Σεπτέμβρη. Ας το προϋπαντήσουμε κι εμείς κά πως πιο μαυρισμένοι -αυτό, ξέρετε, αποτελεί μια τρυφερή κριτική για το ραντεβού τον Σεπτέμβρη της διακή ρυξης- πιο αποφασισμένοι και πιο σίγουροι ότι θέλουμε να τους τελει ώνουμε. Ας αποδείξουμε ότι η επι θυμία μας αυτή είναι ένας ισχυρός μοχλός εξανθρωπισμού της κοινωνίας μας.