Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Οι δoσίλογοι της Κατοχής ζουν ανάμεσά μας.

Το νέο μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου Απόψε δεν έχουμε φίλους (εκδόσεις Μεταίχμιο) συνιστά ένα ακόμη πειστήριο για τη στροφή της ελληνικής λογοτεχνίας από τον ατομικό στο συλλογικό κόσμο. Ξεκινώντας από το παρόν, η διήγηση απλώνεται με κριτική και αιρετική ματιά στο ιστορικό παρελθόν, με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη.



ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΚΑΜΝΑΚΗΣ




Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται ένα ενδιαφέρον φαινόμενο στην ελληνική λογοτεχνία (και νομίζω όχι μόνον στη λογοτεχνία και όχι μόνον στην ελληνική). Επανέρχεται το ενδιαφέρον για θέματα πολιτικού και ευρύτερου κοινωνικού ενδιαφέροντος. Μετά από μια μεγάλη πορεία στην ενδοσκόπηση και στη μεταμοντέρνα αποδόμηση, κοινωνίας, ατόμων, περίγυρου, οι συγγραφείς δείχνουν να αντιλαμβάνονται πως η πολιτική αναφορά δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην απλουστευτική πολιτικοποίηση (εκτός κι αν την κουβαλάς εντός σου, οπότε δεν είναι το πολιτικό που σου φταίει).
Χρήσιμη ως ένα βαθμό η ενασχόληση με τον ατομικό και τον εσωτερικό κόσμο, μετά από μια περίοδο κατακλυσμιαίας πολιτικοποίησης, μετατράπηκε σε παθογένεια, ιδιαίτερα από μια γενιά νεώτερων συγγραφέων που εξέφρασαν τη βδελυγμία τους σε κάθε τι που μπορούσε να θεωρηθεί ύποπτο πολιτικής αναφοράς. Με αυτήν την προσήλωσή της η ελληνική λογοτεχνία δεν μπόρεσε να «προβλέψει» την κρίση, εννοώ με λογοτεχνικούς όρους, τουτέστιν να επισημάνει τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας των δεκαετιών που ακολούθησαν το ’80. Στραμμένη στο ιδιωτικό αδυνατούσε να κατανοήσει τι γινόταν στο δημόσιο χώρο και πώς αυτός επηρέαζε τις ατομικές ζωές. Και εν πολλοίς, τελικά, αδυνατούσε να συλλάβει και τις βαθύτερες διαφοροποιήσεις στο ατομικό. Φυσικά ο δρόμος προς την «επιστροφή» του πολιτικού δεν είναι προϊόν μιας αιφνίδιας έκρηξης. Τα τελευταία χρόνια υπήρχαν εκείνοι οι κάποιοι τολμηροί που επέμεναν ή επέστρεφαν στη λογοτεχνία, η οποία ενδιαφερόταν για το συλλογικό και, περισσότερο ή λιγότερο τολμηρά, εξέφραζαν τις ιδέες μιας κοινωνικοποίησης, με τους νέους όρους που θέτει η πραγματικότητα.
Αυτές οι σκέψεις γίνονται με αφορμή το νέο μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου Απόψε δεν έχουμε φίλους (εκδόσεις Μεταίχμιο). Ξεκινώντας από το παρόν, η συγγραφέας ερευνά το παρελθόν, τη σχέση μας με την ιστορική μνήμη, το πώς η ιστορία στοιχειώνει τα πρόσωπα του παρόντος, πώς «επανέρχεται» στις νέες συνθήκες, πώς κάποιες σχέσεις επαναλαμβάνονται στο διαφορετικό περιβάλλον. Τα γεγονότα του Δεκέμβρη 2008 λειτουργούν, ας πούμε, ως καταλύτης. Ο χρόνος βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, το παρόν, το πρόσφατο παρελθόν, η κατοχή και ο εμφύλιος. Οι φοιτητές της «αλλαγής» του ’80 χλευάζουν, κατά κάποιον τρόπο, τα πρόσωπα του παλαιού δράματος αλλά ταυτόχρονα, ακολουθούν κοινούς δρόμους, άλλα δρόμους ατίθασους, όπως η νεαρή Φανή, κι άλλα δρόμους προσαρμογής και καριέρας όπως ο Στράτος. Τα νέα παιδιά του 2008 δεν υπάρχουν στο μυθιστόρημα, παρά μόνον ως η έκρηξη του Δεκέμβρη, αλλά ο αναγνώστης υποθέτει πως η ιστορία, αν δεν επαναλαμβάνεται, μιμείται το παρελθόν, καθώς στο παρόν διεξάγεται ακόμη, με άλλους όρους, ο πόλεμος του παρελθόντος.
Βασικό πρόσωπο του μυθιστορήματος ο μεταπτυχιακός φοιτητής που επιλέγει ως θέμα του διδακτορικού του τους δωσίλογους της κατοχής στη Θεσσαλονίκη. Ερευνώντας όμως βρίσκεται στην καρδιά του παρακρατικού κτήνους της πόλης, εκείνου που δολοφόνησε τον Λαμπράκη και που ενέχεται για πολλά. «Η μνήμη όπου την αγγίζεις πονεί», λέει κι ο ποιητής, αλλά ο υποψήφιος διδάκτορας δεν είναι διατεθειμένος να υποτάξει την έρευνά του στη σκοπιμότητα μιας πανεπιστημιακής καριέρας, όπως αντίστοιχα κάποιος άλλος λαμπρός φοιτητής της κατοχής βλέπει τα όνειρα του για συνέχιση των σπουδών να καταρρέουν όταν αρνείται να υποτάξει την αντίσταση σε αυτά. Ο καθηγητής που τότε συνέτριψε το όνειρα του φοιτητή, σπουδαίο στέλεχος της φιλογερμανικής ομάδας της πόλης, ιδεολόγος του φασισμού, είναι το βασικό πρόσωπο της έρευνας του τωρινού υποψήφιου. Η πόλη, το κατεστημένο, το νέο σχέδιο της ιστορίας, δηλαδή της σχέσης του παρόντος με το παρελθόν, όπως έχει διατυπωθεί από την εγκατάσταση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, βρίσκονται σε σύγκρουση με την επιστημονική έρευνα του υποψήφιου διδάκτορα, πράγμα το οποίο ο τελευταίος δεν μπορεί να αποδεχθεί. Το αποτέλεσμα είναι μια ακόμη συντριβή, και δική του και, κατά μια έννοια, της ιστορίας.
Το μυθιστόρημα της Σ. Νικολαΐδου ισορροπεί μεταξύ της ιστορίας ως μεγάλης αφήγησης, ως γεγονότων που καθορίζουν, και της ιστορίας των προσώπων που εντάσσονται σε αυτήν. Αποδέχονται, υποτάσσονται ή αντιστέκονται. Ορίζουν ένα μέρος των πραγμάτων, αλλά όχι το σύνολο. Κι όμως τα πράγματα θα μπορούσαν να ήσαν αλλιώς. Η Θεσσαλονίκη, η πόλη όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα του μυθιστορήματος, είναι μια πόλη που έχει ιδιαίτερα υποστεί τη βία της κατοχής και τη βία της καθυπόταξης της μνήμης, και γι’ αυτό λειτουργεί πολλαπλά και στο λειτουργικό και στο συμβολικό πεδίο.
Είναι εντυπωσιακή η συνομιλία (σ. 165) όπου ο ερευνητής αντικρούει την επίσημα καταγεγραμμένη άποψη πως οι Θεσσαλονικείς υποδέχθηκαν τους Γερμανούς με κλειστά παράθυρα. Παραπέμπει στα κινηματογραφικά επίκαιρα της UFA, όπου «διακρίνεται ένα ετερόκλητο πλήθος να υποδέχεται στην παραλία της Θεσσαλονίκης, τους γερμανούς αρματιστές με ιαχές. Τους ραίνουν με τριαντάφυλλα και πασχαλιές». Άξιος υπόμνησης είναι ο διωγμός των εβραίων της πόλης – η συντριπτική πλειοψηφία τους χάθηκε στα χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, καθώς και το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο είναι χτισμένο πάνω σε χιλιάδες βεβηλωμένους εβραϊκούς τάφους. (Όπως αναφέρει ο καθηγητής Γ. Μαργαρίτης σε σχετική μελέτη του, δεν ήταν λίγοι οι Θεσσαλονικείς που συνήργησαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στο διωγμό αξιοποιώντας την ευκαιρία για να βάλουν στο χέρι τις εβραϊκές περιουσίες, με αποτέλεσμα το ποσοστό των εβραίων που χάθηκαν από την πόλη να είναι υψηλότερο ακόμα και από εκείνων που χάθηκαν στο ίδιο το Βερολίνο).
«Άτιμο πράγμα η ιστορία. Πέφτει επάνω στη ζωή και την πλακώνει», σχολιάζει ένα από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος.