Με βάση όλα τα οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά δεδομένα της τρέχουσας κρίσης του συστήματος είναι θεωρητικά «νόμιμο» και θεμελιωμένο να μιλήσουμε για ιστορική κρίση, για κρίση που σχετίζεται με ιστορικά «καθοδικές» - παρακμιακές τάσεις του καπιταλισμού – όχι ασφαλώς με την έννοια της αυτόματης κατάρρευσης ή της οριστικής εξάντλησης των εφεδρειών του. Το δεδομένο αυτό αλλάζει το γενικό στίγμα, το ιστορικό πρόσημο της εποχής που ανοίγεται μπροστά μας.
Βασίλης Μηνακάκης
Το κρυμμένο μυστικό της κρίσης
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κόσμος του κεφαλαίου βρίσκεται στη δίνη μιας από τις σημαντικότερες και ιστορικότερες κρίσεις, που συντάραξαν την κεφαλαιοκρατία σε όλη την ιστορική της διαδρομή. Η κρίση αυτή έχει τη βάση της στην οικονομία και ειδικότερα στη διαδικασία της παραγωγής και της απόσπασης υπεραξίας, εκδηλώνεται ωστόσο με επίσης δραματικό τρόπο στα πεδία της ιδεολογίας και της πολιτικής, με συνέπεια τη διαμόρφωση ενός πραγματικά εκρηκτικού και ιστορικά ανεπανάληπτου συνδυασμού των παραγόντων αυτών.Εν αρχή η οικονομία, βέβαια. Εδώ βρίσκεται η καρδιά και το «κρυμμένο μυστικό» της κρίσης. Εδώ είναι που εκδηλώνεται η υπερσυσσώρευση των κεφαλαίων που αδυνατούν να επενδυθούν - αξιοποιηθούν με τρόπο που θα εξασφαλίζει αποδεκτά για το κεφάλαιο ποσοστά κέρδους, καθώς και η τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους και το «μπούκωμα» στη μάζα και το ποσοστό της αποσπώμενης υπεραξίας. Εδώ, ακριβώς, είναι που φαίνεται να αδυνατεί το κεφάλαιο να οικοδομήσει ένα στρατηγικό «παράδειγμα» (ανάλογο του φορντισμού, ας πούμε) που θα ανατάξει μακροπρόθεσμα την καπιταλιστική κερδοφορία ή έστω μια αποτελεσματική γραμμή έκτακτης ανάγκης που θα του επιτρέψει τουλάχιστον να ξεφύγει από τα αλλεπάλληλα κρισιακά σοκ.Έκφραση αυτού του προβλήματος στα ίδια τα θεμέλια του συστήματος (και όχι της ευρωστίας σε αυτά) είναι η φυγή των κεφαλαίων στη χρηματο-πιστωτική σφαίρα, η οποία μπορεί μεν να εξασφαλίζει (ως ένα όριο και για ένα διάστημα) σημαντική κερδοφορία ακόμη κι όταν δεν γίνεται κάτι τέτοιο στην παραγωγή, ωστόσο πολλαπλασιάζει την αστάθεια του συστήματος και συχνά λειτουργεί ως πυροκροτητής της κρίσης και παράγοντας γενίκευσής της. Είναι η γιγάντωση του δημόσιου χρέους (πρώτα απ' όλα στην καρδιά της αναπτυγμένης Δύσης) και –το κυριότερο– οι προοπτικές περαιτέρω αύξησής του. Είναι το γεγονός ότι στην εποχή των πιο σημαντικών τεχνολογικών κι επιστημονικών καινοτομιών, η διασφάλιση της καπιταλιστικής κερδοφορίας απαιτεί την προσφυγή στις πιο άγριες και οπισθοδρομικές μορφές εκμετάλλευσης και απόσπασης υπεραξίας, στη μαζική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων (με την ανεργία, τους πολέμους, τις χωματερές αγροτικών προϊόντων κ.ά.), στη λεηλασία της φύσης ή σε «επιδημίες μαϊμού» σαν αυτή του Η1Ν1. Και το ότι η πολυδιαφημισμένη «παγκοσμιοποίηση», αντί να οδηγήσει στον εκπολιτισμό της Ανατολής οδήγησε στον εκβαρβαρισμό, στην κινεζοποίηση των σχέσεων εργασίας στη Δύση.
Δεν είναι μόνο η απόσπαση υπεραξίας και τα κέρδη που φαίνεται πως «μπουκώνουν ιστορικά». Είναι κι οι εξελίξεις στο πολιτικό σύστημα που δείχνουν πως ο καπιταλισμός αλλάζει ριζικά σελίδα. Καταρχήν η ραγδαία επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων, ο πρωταγωνιστικός ρόλος που «αναλαμβάνουν» οι μορφές απόσπασης απόλυτης υπεραξίας (έναντι των μορφών απόσπασης σχετικής υπεραξίας, πάνω στις οποίες θεμελιώθηκαν τα «νιου ντιλ» και τα «κοινωνικά συμβόλαια») και η συντριβή των μεσοστρωμάτων «πριονίζουν» –συστημικά πλέον– τα κλαδιά στα οποία θα μπορούσε να στηριχτεί σήμερα και στο μέλλον η κοινωνική συναίνεση ή έστω η ανοχή προς το σύστημα και τους εκάστοτε κυβερνητικούς διαχειριστές του. Υπονομεύουν τα θεμέλια του αστικού κοινοβουλευτισμού, βαθαίνουν την οργή της κοινωνικής πλειοψηφίας απέναντι στο σύστημα γενικά και στο πολιτικό σύστημα ειδικότερα. Ταυτόχρονα, καθώς το κράτος απογυμνώνεται από κάθε ίχνος ή ψευδαίσθηση έκφρασης του συλλογικού συμφέροντος, αφήνει να αποκαλυφθεί ευδιάκριτα ο εκμεταλλευτικός - κατασταλτικός του χαρακτήρας, η υπέρ του κεφαλαίου παρέμβασή του. Συνεπακόλουθα, και τα κόμματα - διαχειριστές του είναι αδύνατον να αποτινάξουν το στίγμα του διαχειριστή ενός βαθύτατα αντιλαϊκού μηχανισμού, να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των εργαζόμενων. Από εδώ απορρέουν οι αντικοινοβουλευτικές τάσεις της 5ης Μάη, η κρίση νομιμοποίησης των κοινοβουλευτικών θεσμών, η μαζική αποστοίχιση από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, η ευάλωτη ή μετακινούμενη ψήφος, η αποχή.Τούτη η εξέλιξη περιπλέκεται κι επιτείνεται από δύο ακόμη δεδομένα. Το πρώτο έχει να κάνει με την τάση του κεφαλαίου (συνολικά, αλλά και μεμονωμένων ομίλων, με αντικρουόμενα συμφέροντα συχνά) να παρέμβει πιο άμεσα στο πολιτικό σκηνικό (όχι κατ’ ανάγκην με μπερλουσκονικού τύπου κόμματα), σε μια εποχή που αυτό αναδιοργανώνεται ριζικά. Το δεύτερο έχει να κάνει με το ότι η οικονομική στενότητα που διαμορφώνουν η κρίση, η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους και ο προσανατολισμός στην απόσπαση απόλυτης υπεραξίας, οδηγούν το κεφάλαιο στο να αντιμετωπίζει το πολιτικό προσωπικό, το πολιτικό σύστημα και γενικά τους μηχανισμούς πολιτικής διαμεσολάβησης –με την έκταση, το ρόλο και τη μορφή που έχουν σήμερα– ως πολυδάπανη πολυτέλεια, σπατάλη πόρων, οι οποίοι είναι πιο χρήσιμοι αλλού. Έκφραση αυτής της εξέλιξης είναι ο «Καλλικράτης», η συζήτηση για τον περιορισμό των βουλευτών σε 200, η κατάργηση δημόσιων φορέων και οργανισμών, η προσπάθεια να «κοντύνει» η σημασία των κομμάτων και να αναβαθμιστεί ο ρόλος των τεχνοκρατών - διαχειριστών της εξουσίας και των ΜΜΕ.Μια ακόμη σημαντική πλευρά έχει να κάνει με το γεγονός ότι η μακρά διαχειριστική θητεία του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ έχει παράγει –ως υποπροϊόν της ασκούμενης πολιτικής και της κρατικο-μονοπωλιακής συνύφανσης– ένα πλήθος σκανδάλων, που έχουν πολλαπλασιάσει την οργή των εργαζομένων ενάντια στο πολιτικό και κομματικό σύστημα. Τα φαινόμενα αυτά –παρόντα και σε άλλες χώρες– αξιοποιούνται από διάφορα κέντρα εξουσίας, σε μια ελληνική εκδοχή της ιταλικής επιχείρησης «καθαρά χέρια» ή σε επανάληψη της «κάθαρσης» του 1989, για να εκτονωθεί ανώδυνα η λαϊκή οργή σε λογικές τύπου «τα λαμόγια φυλακή» και για να αναδιαταχθεί ο πολιτικός και κομματικός χάρτης.Το δεδομένα που προαναφέρθηκαν γεννούν ένα «δίδυμο πρόβλημα» για το αστικό πολιτικό σύστημα: Από τη μια, τον κίνδυνο απρόβλεπτων κοινωνικών - πολιτικών εκρήξεων και μαζικής στροφής εργατικών λαϊκών μαζών σε χώρους ριζοσπαστικούς και ανατρεπτικούς – μειοψηφικούς ή, ενδεχομένως, ανύπαρκτους ακόμη, που όμως μπορούν να εκμεταλλευτούν την απουσία «βαλβίδων εκτόνωσης» της λαϊκής οργής και να γίνουν μαζικοί και πολιτικά επικίνδυνοι για το σύστημα. Ο Δεκέμβρης –που προκάλεσε πανικό στους κρατούντες πολύ πέρα από τα ελληνικά σύνορα–, η δυναμική των πρωτοβάθμιων σωματείων κ.λπ. είναι στοιχεία της τάσης αυτής. Από την άλλη, γενικεύεται μια τάση πολιτικής παθητικοποίησης και περιθωριοποίησης, ιδιόμορφης πολιτικής αφασίας (συχνά απολίτικης), που αν και πολλές φορές ενισχύεται «από τους πάνω», καθώς θεωρείται προτιμότερη από τον κίνδυνο της ριζοσπαστικοποίησης και αναγκαίο κακό αφού δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η λαϊκή συναίνεση, συχνά προσθέτει σημαντικά προβλήματα και δημιουργεί μεγάλες δυσλειτουργίες στο αστικό πολιτικό σύστημα.Υπό το βάρος όλων αυτών των δεδομένων, οδηγούμαστε σε ένα πρωτοφανές κατασταλτικό πογκρόμ – πολιτικό, μέσω των αντίστοιχων μηχανισμών του κράτους, και κοινωνικο-οικονομικό, μέσω του κινδύνου της απόλυσης, του χαμηλού μισθού, της αξιολόγησης–, που συνδυάζει τον άμεσα κατασταλτικό με τον αποτρεπτικό - προληπτικό χαρακτήρα. Πρόκειται για ένα πογκρόμ που υιοθετεί ακραίες αντιδημοκρατικές πρακτικές, τσαλαπατά βάναυσα όχι μόνο τα εναπομείναντα ψήγματα των αστικών κοινοβουλευτικών ελευθεριών αλλά και τους ίδιους του θεσμούς - σύμβολα του «δημοκρατικού πολιτεύματος» και τη «συνταγματική νομιμότητα», και συχνά αποκτά χαρακτήρα κοινωνικού και πολιτικού πραξικοπήματος – ειδικά όταν πρόκειται να επιβληθούν ζωτικά για το κεφάλαιο μέτρα. Στην κατεύθυνση αυτή εντάσσονται και οι αλλεπάλληλες δόσεις «τρομοϋστερίας», η επιχείρηση ταύτισης της μαχητικής δράσης και της εκτός των τειχών Αριστεράς με την τρομοκρατία ή ακόμη και με το ποινικό έγκλημα, η ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής και πολιτικής δράσης. Το δεδομένο αυτό αναδεικνύει σε οργανικό ζήτημα της εργατικής και νεολαιίστικης πάλης το πρόβλημα των λαϊκών ελευθεριών και της δημοκρατίας, όχι μόνο αμυντικά αλλά και επιθετικά, όχι μόνο αν υπάρξει κάποιο κατασταλτικό κτύπημα αλλά εξαρχής. Ένα τελευταίο δεδομένο που αλλάζει τα πράγματα στο πολιτικό και κομματικό σύστημα είναι η νέα σχέση εθνικού - διεθνικού, διαχειριστών του εθνικού αστικού κράτους - διαχειριστών των διεθνών καπιταλιστικών συμφερόντων (είτε της ΕΕ και του ΔΝΤ, είτε των περιβόητων αγορών και των διεθνών χρηματο-οικονομικών ομίλων, είτε της Κίνας, της Ρωσίας και των εμιράτων του Κόλπου), η οποία αποτυπώνεται τόσο στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, όσο και στο «μηχανισμό στήριξης» και την ευρύτερη παρέμβαση του ΔΝΤ. Η σχέση αυτή, που αποτυπώνει τις τάσεις ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης και τους υπό διαμόρφωση νέους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα σε κεφάλαια και κράτη, «εισπράττεται» από όλο το πολιτικό σύστημα και επιδρά καταλυτικά σε αυτό. Με τα «κόμματα εξουσίας» να διασχίζονται ή και να διχάζονται κάτω από την επίδρασή της και τα αριστερά κόμματα να διχάζονται επίσης γύρω από ερωτήματα του τύπου «καλύτερα λύση μέσω ΕΕ ή ΔΝΤ;», «έχουμε ή όχι νέα κατοχή;».Με βάση όλα αυτά τα οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά δεδομένα είναι θεωρητικά «νόμιμο» και θεμελιωμένο να μιλήσουμε για ιστορική κρίση, για κρίση που σχετίζεται με ιστορικά «καθοδικές» - παρακμιακές τάσεις του καπιταλισμού – όχι ασφαλώς με την έννοια της αυτόματης κατάρρευσης ή της οριστικής εξάντλησης των εφεδρειών του.Το δεδομένο αυτό αλλάζει το γενικό στίγμα, το ιστορικό πρόσημο της εποχής που ανοίγεται μπροστά μας. Έτσι, από μια εποχή που –ειδικά μετά το 1989– το ιστορικό προβάδισμα ανήκε στις καπιταλιστικές τάσεις και τις αστικές ιδέες, περνάμε σε μια εποχή όπου το ιστορικό προβάδισμα μπορεί να διεκδικηθεί και να κατακτηθεί από τις εργατικές - αντικαπιταλιστικές τάσεις και τις ιδέες της κομμουνιστικής χειραφέτησης. Από μια εποχή, που η έννοια της κοινωνικής προόδου και του συλλογικού κοινωνικού συμφέροντος ταυτιζόταν με την αγορά, το κέρδος, τον ανταγωνισμό, τον ατομισμό, περνάμε σε μια εποχή που οι έννοιες αυτές ανιχνεύονται σε ριζικά διαφορετική κατεύθυνση. Από μια εποχή που ο καπιταλισμός, η «παγκοσμιοποίηση», η Ευρωπαϊκή Ένωση, η μισθωτή εργασία παρουσιάζονταν ως αδήριτος μονόδρομος και μοναδική υπαρκτή λύση, περνάμε σε μια εποχή που φουντώνουν οι αναζητήσεις για μια διαφορετική κοινωνική προοπτική, σε ρήξη με την καπιταλιστική πραγματικότητα. Όπου τίθεται με νέα ένταση το ιστορικό δίλημμα «κομμουνισμός ή βαρβαρότητα» και αναδεικνύεται πιο πιεστικά από ποτέ η αναγκαιότητα και η δυνατότητα της αντικαπιταλιστικής επανάστασης - κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Από μια εποχή όπου η Αριστερά, ο κομμουνισμός, ο μαρξισμός ήταν σε «ιστορική καραντίνα», σε μια εποχή δυνατοτήτων επανεξόρμησής τους, με όρους μαζικούς και όχι «χιλιαστικών» πρωτοποριών.Οφείλουμε να αντιληφθούμε τούτη την «αλλαγή σελίδας» –ψήγματα της οποίας είναι οι τελευταίες απεργίες, το αποτέλεσμα στο ΕΚΑ, ο Συντονισμός των Πρωτοβάθμιων Σωματείων, οι διεργασίες στην Αριστερά, το νέο κύμα θεωρητικών αναζητήσεων– κι ανάλογα να αναπροσαρμόσουμε τη δράση μας. Περισσότερο δε οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι τα παραπάνω εμφανίζονται ως ιστορικές προκλήσεις και δυνατότητες, που δεν θα επιβεβαιωθούν ούτε θα υπερνικήσουν τις αντίπαλες τάσεις της αστικής καθήλωσης και συνδιαλλαγής –που ακόμη παραμένουν συντριπτικά κυρίαρχες, αν δεν ενισχύονται κιόλας– αν δεν «πολιτευτούμε» με τους επαναστατικούς όρους που απαιτεί η σύγχρονη εποχή, αν δεν επαναθεμελιώσουμε την εργατική - επαναστατική πολιτική και την κομμουνιστική προοπτική, αν δεν ανασυγκροτήσουμε την Αριστερά και το εργατικό κίνημα.
Χωρίς θελκτικό όραμα ο καπιταλισμός
Το ιδεολογικό πλήγμα που έχει δεχτεί ο κόσμος του κεφαλαίου και το καπιταλιστικό σύστημα δεν είναι μόνο καίριο, μοιάζει και δύσκολα ανατάξιμο επί του παρόντος. Είκοσι χρόνια ιδεολογικής παντοκρατορίας, κατά τη διάρκεια των οποίων περίσσεψαν οι «λιτανείες» υπέρ της αγοράς, της «παγκοσμιοποίησης» και της ανταγωνιστικότητας, οι προφητείες για οριστικό ενταφιασμό του μαρξισμού, του κομμουνισμού και για «τέλος της ιστορίας» και η χλεύη προς κάθε επαναστατική απόπειρα και κινηματική δράση, είκοσι χρόνια ουσιαστικά χωρίς ιδεολογικό και αξιακό αντίπαλο, είκοσι χρόνια καπιταλιστικού μονόδρομου, για να φτάσουμε πού; Σε έναν καπιταλισμό που για πρώτη φορά στην ιστορία του μοιάζει αναγκασμένος να πορευτεί χωρίς θετική, ελπιδοφόρα θεωρητική - φιλοσοφική αφήγηση, χωρίς θελκτικό όραμα, χωρίς να μπορεί να υποσχεθεί μια καλύτερη ζωή (το ακριβώς αντίθετο), χωρίς να μπορεί να ενσωματώσει τις όποιες επιστημονικές ανακαλύψεις σε μια έννοια κοινωνικής προόδου συμβατή με τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας και όχι με εκείνα μιας λεπτής εκμεταλλευτικής φέτας. Σε έναν καπιταλισμό που δύσκολα πλέον μπορεί να επικαλεστεί το «αόρατο χέρι της αγοράς», που δήθεν αυτορυθμίζεται και λύνει όλα τα προβλήματα, ούτε μπορεί να πείσει ότι το «ελάχιστο κράτος» αποτελεί λύση.Κι ακόμη σε έναν καπιταλισμό που δεν μπορεί να στρατεύσει όχι μόνο θετικά, αλλά ούτε καν αμυντικά κι αντιπαραθετικά, καθώς απονομιμοποιούνται η «αντιτρομοκρατική σταυροφορία», η «ανθρωπιστική βοήθεια», ο «πυρηνικός κίνδυνος», το ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα δικαιώματα, μιας και έχει αποδειχτεί ότι πίσω από αυτά βρίσκονται όχι ειλικρινή κίνητρα αλλά αστικά - ιμπεριαλιστικά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Καθώς επίσης αποκαθηλώνονται τα περί «πολέμου των πολιτισμών» και «κινδύνου από τους απολίτιστους βάρβαρους της Αφρικής και της Ασίας» και έχει χάσει την ισχύ της η συνεκτική επίδραση της ύπαρξης αντίπαλου στρατοπέδου, μετά την κατάρρευση των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών.Τούτη η ιδεολογική κατάρρευση των αστικών προτύπων και αξιών δεν αφαιρεί απλώς θεμελιακά κομμάτια από το ιδεολογικό ένδυμα του καπιταλισμού. Παράλληλα, επανανομιμοποιεί τις μαρξιστικές, επαναστατικές και κομμουνιστικές αναζητήσεις, αφήνει χώρο για να επικοινωνήσει ο δημιουργικός μαρξισμός και ο επαναθεμελιωμένος κομμουνισμός με τις συνειδήσεις και τις ανησυχίες, την αγωνιστική δράση και την πολιτική αναζήτηση των εργαζομένων και των νέων, σηματοδοτώντας την είσοδο σε μια εντελώς διαφορετική περίοδο.
Η κρίση που μαστίζει τον καπιταλιστικό κόσμο δεν είναι μια τρέχουσα ή παροδική κυκλική εξέλιξη, είναι μια κρίση - σταθμός, μια τομή ιστορικών διαστάσεων. Προφανώς δεν είναι κάποια «τελική κρίση», που οδηγεί αναπόδραστα στην επανάσταση και την εργατική εξουσία ή μια κρίση που οδηγεί λίγο πολύ αυτόματα στη σήψη και την κατάρρευση του καπιταλισμού. Ωστόσο, το βάθος και ο χαρακτήρας της θέτουν εκ των πραγμάτων στη συζήτηση το ζήτημα των ιστορικών προοπτικών του καπιταλισμού και της ταξικής πάλης.Η ιστορικότητα της σημερινής κρίσης τεκμηριώνεται, καταρχήν, από το γεγονός ότι πλήττει καίρια τόσο το οικονομικό μοντέλο εκμετάλλευσης και κερδοφορίας που σφράγισε τον καπιταλιστικό κόσμο τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες, όσο και το πολιτικό σύστημα που διασφάλισε αυτό το μοντέλο και την αστική κυριαρχία εν γένει, και, παράλληλα τις ιδεολογικές - αξιακές σημαίες του αστισμού την περίοδο αυτή. Είναι, δηλαδή, μια κρίση των όρων συνολικής αναπαραγωγής του συστήματος, στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Μάλιστα, το πλήγμα μοιάζει να είναι τόσο καίριο, ώστε η κρίση του 2008-’10 μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό ό,τι ήταν το 1989 για τις αριστερές και επαναστατικές δυνάμεις.Η ιστορικότητα της κρίσης φαίνεται, ταυτόχρονα, από τον ποιοτικό - στρατηγικό χαρακτήρα των αναδιαρθρώσεων που δρομολογεί ο αστικός συνασπισμός εξουσίας παγκόσμια –όχι μόνο στην Ελλάδα– για να απαντήσει στην κρίση, να ανατάξει την καπιταλιστική κερδοφορία και να εδραιώσει την αστική κυριαρχία. Ο χαρακτήρας αυτός είναι πασιφανής, παρότι δύσκολα μπορεί να μιλήσει κανείς ακόμη για ολοκληρωμένη και σαφή αστική στρατηγική ή να θεωρήσει πως στο στρατόπεδο του κεφαλαίου υπάρχουν έτοιμες συνταγές, στερούμενες αντιφάσεων και παλινωδιών.Η ιστορικότητα της κρίσης σχετίζεται και με μια τρίτη πλευρά: Ως τώρα, οι αντίστοιχες κρίσεις - σταθμοί (1870, 1929, 1973) κινητοποιούσαν αναδιαρθρωτικές διεργασίες που οδηγούσαν σε μια λίγο πολύ σημαντική, σταθερή και σχετικά μακροπρόθεσμη άνοδο του μέσου ποσοστού κέρδους, εγκαινίαζαν μια περίοδο βελτιώσεων –προσωρινών, βέβαια, και ασταθών, αλλά πάντως βελτιώσεων– ή έστω ελπίδων για βελτιώσεις για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Οικοδομούσαν μαζικά κοινωνικά συμβόλαια ή έστω σχέσεις μαζικής αστικής ηγεμονίας και λαϊκής συναίνεσης στο οικονομικό και πολιτικό στάτους κβο. Σήμερα, τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει. Πρώτον, από το 1980 και ύστερα, ο καπιταλισμός πέτυχε κατά περιόδους –με διάφορα πολιτικά «μείγματα»– να αναστρέψει την τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους, ποτέ όμως σταθερά, ποτέ όμως για μεγάλη διάρκεια και σε επίπεδο συγκρίσιμο με τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Τώρα, μάλιστα, οι προοπτικές μοιάζουν ακόμη πιο δυσοίωνες, καθώς ακόμη και οι πιο θερμοί θιασώτες του καπιταλισμού δεν διακινδυνεύουν την παραμικρή θετική πρόβλεψη. Δεύτερον, η παρούσα κρίση εγκαινιάζει –για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού– όχι μια περίοδο προσδοκιών για καλύτερη ζωή, αλλά απόλυτης βεβαιότητας για χειρότερη ζωή, ειδικά για τους νέους. Τρίτον, οι κοινωνικο-πολιτικές διεργασίες που δρομολογούνται με την κρίση και την αστική γραμμή υπέρβασής της αποκαθηλώνουν το προσωπείο της αστικής - κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, βαθαίνουν το πολιτικό χάσμα ανάμεσα στους εργαζόμενους και στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, καθιστούν ανέφικτη την οικοδόμηση μαζικών κοινωνικών συμβολαίων. Και, τέλος, η νέα πραγματικότητα ταυτίζει τον καπιταλισμό όχι πλέον με τη συλλογική κοινωνική πρόοδο, αλλά με την αντίδραση, την εχθρότητα απέναντι στην κοινωνία, τις πιο σκαιές και οπισθοδρομικές ιδέες και πρακτικές.