του Θανάση Μανιάτη*
Η πρόσφατη οικονομική κρίση δεν ήταν ένα ανεξάρτητο και απρόσμενο φαινόμενο. Τα αίτια, η φύση και τα χαρακτηριστικά της συνδέονται με την όλη ιστορία της μεταπολεμικής διαδικασίας συσσώρευσης του κεφαλαίου στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό και συγκεκριμένα τη «χρυσή εποχή» της συσσώρευσης του κεφαλαίου, την κρίση της δεκαετίας του 1970, τον τρόπο με τον οποίο «λύθηκε» ή αντιμετωπίστηκε η κρίση αυτή, την εμπειρία της «νεοφιλελεύθερης» περιόδου και ιδίως της τελευταίας της φάσης, όταν και εντάθηκε το φαινόμενο της χρηματιστικοποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας.
Πριν ακόμη από την ολοκληρωμένη εκδήλωση της σύγχρονης κρίσης μπορούσε κανείς να διακρίνει στο θεωρητικό χώρο της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας δύο τάσεις για την αποτίμηση της συγκυρίας. Η πρώτη υποστήριζε τη θέση ότι μετά την τελευταία κρίση της δεκαετίας του 1970 είχε επιτευχθεί μερική μόνο ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου, και την άποψη ότι η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία αγκομαχούσε σε μια τροχιά στασιμότητας με το ρυθμό συσσώρευσης κεφαλαίου και την αύξηση του ρυθμού παραγωγικότητας σε χαμηλά επίπεδα και συνακόλουθα το βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας του πληθυσμού στάσιμο ή και μειούμενο. Η άλλη τάση ισχυριζόταν είτε ότι η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία είχε μπει σε τροχιά πλήρους ανάκαμψης (από την άποψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου και της μεγέθυνσης του προϊόντος), δηλαδή στην ανοδική φάση ενός «μακρού κύματος καπιταλιστικής συσσώρευσης», είτε ότι η κερδοφορία είχε μεν ανακάμψει αλλά δεν είχε επηρεάσει θετικά τη συσσώρευση κεφαλαίου, καθώς τα κέρδη προέρχονταν κυρίως από το χρηματοπιστωτικό τομέα, είχαν κερδοσκοπική προέλευση και δεν κατευθύνονταν σε επενδύσεις στο χώρο της παραγωγής.
«Χρυσή εποχή» και κρίση της δεκαετίας του ’70
Το τέλος της «χρυσής εποχής» ήταν το συνδυασμένο αποτέλεσμα της λειτουργίας του μαρξικού νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους –ως αποτέλεσμα της αύξησης του λόγου κεφαλαίου -προϊόντος, δηλαδή της κεφαλαιοποίησης της παραγωγής– και της αύξησης της χρησιμοποίησης μη παραγωγικής εργασίας σε σχέση με την παραγωγική εργασία –τη μόνη πηγή υπεραξίας– που προκλήθηκε από τις ανάγκες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε αυτή τη φάση για πραγματοποίηση της αξίας, επόπτευση της εργασίας, νομιμοποίηση του συστήματος, κ.λπ. Η αρχική προσπάθεια επίλυσης της κρίσης με τη χρησιμοποίηση κεϋνσιανών πολιτικών μέσω της τόνωσης της συνολικής ζήτησης προκάλεσε στασιμο-πληθωρισμό, καθώς η θεμελιώδης δυσκολία του συστήματος δεν είχε να κάνει με την έλλειψη επαρκούς ζήτησης αλλά με τη χαμηλή κερδοφορία λόγω της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου.
«Λύση»
Η μεγάλη άνοδος της ανεργίας που προκλήθηκε εξαιτίας της κατασκευασμένης –από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ– έντονης ύφεσης του τέλους της δεκαετίας του ’70, και οι ήττες του εργατικού κινήματος σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο εγκαινίασαν την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, που χαρακτηρίστηκε από την επίθεση στο βιοτικό επίπεδο και τις εργασιακές συνθήκες των εργαζομένων με μείωση των μισθών και εν μέρει των κοινωνικών παροχών του κράτους πρόνοιας. Αντίθετα με ότι πρέσβευαν δημοφιλείς –την εποχή εκείνη– μαρξιστικές θεωρίες κρίσης, η εργατική τάξη δεν ήταν αρκετά δυνατή για να έχει προκαλέσει την οικονομική κρίση με τις κατακτήσεις της και περισσότερο δεν ήταν πολιτικά ισχυρή για να απειλήσει το ίδιο το σύστημα.
Νεοφιλελευθερισμός
Η δραματική άνοδος του ποσοστού υπεραξίας –η στασιμότητα ή και μείωση των πραγματικών μισθών σήμαινε ότι όλες οι μέτριες έστω αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας καρπώνονταν από το κεφάλαιο– δεν άρκεσε για την ικανή ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου, καθώς τα άλλα δύο προαπαιτούμενα για το ξεπέρασμα της κρίσης, δηλαδή η καταστροφή ή απαξίωση του σταθερού κεφαλαίου και η μείωση της μη παραγωγικής εργασίας σε απόλυτους όρους και σε σχέση με την παραγωγική εργασία δεν συνέβησαν. Το πρώτο, για να αποφευχθεί η επανάληψη μιας κρίσης της έντασης και της διάρκειας της Μεγάλης Ύφεσης, το δεύτερο γιατί η εκτεταμένη χρήση της μη παραγωγικής εργασίας φαίνεται ότι αποτελεί πλέον απαραίτητο λειτουργικό συστατικό του ύστερου καπιταλισμού. Το χαμηλό ποσοστό κέρδους μεταφράστηκε σε χαμηλές επενδύσεις, ρυθμούς συσσώρευσης κεφαλαίου, ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας, στάσιμους μισθούς και χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, που έβαιναν μειούμενοι συνεχώς από δεκαετία σε δεκαετία. Η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας ήταν το αποτέλεσμα της στροφής του κεφαλαίου από τον «πραγματικό» τομέα της οικονομίας με τις χαμηλές αποδόσεις, στο χρηματοπιστωτικό τομέα με την επινόηση νέων προϊόντων βασισμένων στον εύκολο δανεισμό.
Όμως η αδιαμφισβήτητη ιδεολογική κυριαρχία του κεφαλαίου, η απουσία μαζικών αγώνων της εργατικής τάξης και κάποια βραχύβια επεισόδια ικανοποιητικής ανάπτυξης (όπως στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990), η απουσία εναλλακτικής λύσης / προτύπου διεθνώς, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησαν την ψευδαίσθηση –ακόμη και σε κύκλους της Αριστεράς– ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο είναι οικονομικά αποτελεσματικό και ικανό να αναβιώσει την εμπειρία της μεταπολεμικής ταχύρρυθμης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το μόνο μειονέκτημα που σαφώς του αναγνωρίστηκε ήταν η δημιουργία ή και όξυνση εισοδηματικών ανισοτήτων, κάνοντας την αναδιανομή του εισοδήματος και την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού ορισμένων ιδιαίτερα ασθενών κοινωνικών ομάδων πρωταρχικό και μάλλον μοναδικό καθήκον της Αριστεράς.
Χρηματιστικοποίηση και «φούσκες»
Στην πράξη όμως οι οικονομικές επιδόσεις της νεοφιλελεύθερης περιόδου ήταν από μέτριες έως απογοητευτικές (ειδικά συγκρινόμενες με αυτές της «χρυσής εποχής») ιδίως κατά την πενταετία 1990-1995 όταν η προσπάθεια για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς μείωσε σημαντικά τη συνολική ζήτηση και τους ρυθμούς ανάπτυξης. Ως αντίβαρο ακολουθήθηκε επεκτατική νομισματική πολιτική, κρατώντας πολύ χαμηλά τα επιτόκια και διευκολύνοντας το δανεισμό στρωμάτων που μέχρι τότε ήταν αποκλεισμένα από την εμπορική πίστη, δημιουργώντας πρώτα τη «φούσκα» του χρηματιστηρίου και της «νέας οικονομίας», έπειτα δε τη «φούσκα» στον τομέα των κατοικιών. Σχεδόν το σύνολο της ανάπτυξης των τελευταίων 15 ετών έχει προέλθει από την αύξηση της κατανάλωσης που προέκυψε ως αποτέλεσμα της επίπτωσης πλούτου από τις υπερτιμημένες αξίες των περιουσιακών στοιχείων (μετοχών πρώτα κατοικιών έπειτα) των νοικοκυριών. Η δημοσιονομική πολιτική επίσης συνεισέφερε στη τόνωση της ζήτησης με ανελλιπώς ελλειμματικούς προϋπολογισμούς και συσσώρευση χρεών για όλη τη, μετά το 1995, περίοδο.
Σύγχρονη κρίση
Όπως κάθε χρηματοπιστωτική «φούσκα» που ξεφεύγει από τη βάση στήριξής της, τη μάζα υπεραξίας που παράγεται στο σύστημα, έτσι και οι δυο τελευταίες εξαντλήθηκαν σε κάποιο χρονικό σημείο, αποκαλύπτοντας τις δομικές αδυναμίες της «πραγματικής» οικονομίας, ιδίως τώρα που αντιστρέφεται η πρωτοφανής δημοσιονομική επέκταση και τόνωση της ζήτησης των πρώτων δύο ετών της κρίσης. Η σύγχρονη κρίση είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα αφενός της αναιμικής καπιταλιστικής συσσώρευσης λόγω της χαμηλής κερδοφορίας του κεφαλαίου, αφετέρου της συνακόλουθης υπερβολικής επέκτασης του χρηματοπιστωτικού τομέα και των προβλημάτων που προέκυψαν από αυτήν. Η κρίση δεν είναι κρίση αποκλειστικά του χρηματοπιστωτικού τομέα –ώστε να χρήζει κατάλληλης ρύθμισης περιορίζοντας την απληστία των χρηματιστών και τραπεζιτών– ούτε του νεοφιλελεύθερου μοντέλου –ώστε το τελευταίο να συμπληρωθεί ή να αντικατασταθεί από σοσιαλδημοκρατικά συμβόλαια και αναδιανομή του εισοδήματος– αλλά του καπιταλιστικού συστήματος συνολικά και δη του πυρήνα του, της διαδικασίας καπιταλιστικής συσσώρευσης, η οποία δείχνει να έχει απωλέσει τον απαραίτητο δυναμισμό για τη νομιμοποίηση του συστήματος.
Νεοφιλελευθερισμός μέρος ΙΙ (;)
Η κρίση αυτή (σε αντίθεση με την προηγούμενη της δεκαετίας του 1970) δεν μπορεί να αποδοθεί στις κατακτήσεις της εργατικής τάξης, στα οφέλη των κοινωνικά αδύνατων στρωμάτων από το κράτος πρόνοιας, στους κυριαρχούμενους, είναι προϊόν της απρόσκοπτης λειτουργίας του συστήματος στη περίοδο του νεοφιλελευθερισμού. Παρ’ όλα αυτά επιχειρείται ήδη από το κεφάλαιο και το κράτος να αντιμετωπισθεί με την ίδια συνταγή δηλαδή την επίθεση στο συνολικό βιοτικό επίπεδο –με μείωση μισθών, συντάξεων και άλλων κοινωνικών δαπανών– της εργατικής τάξης και των συγγενών κοινωνικών στρωμάτων. Ιδίως με αφορμή τη δημοσιονομική συρρίκνωση σε σχέση με την προηγούμενη διετία επιχειρείται από τους κυρίαρχους κύκλους ένας δεύτερος γύρος επίθεσης στο βιοτικό επίπεδο της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, η εγκαθίδρυση ενός «αμιγούς» νεοφιλελευθερισμού. Μέχρι στιγμής η διατηρούμενη ιδεολογική ηγεμονία του κεφαλαίου, η οργανωτική και πολιτική αδυναμία του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, η έλλειψη πίστης στις δυνατότητές της, η ενσωμάτωση και εξουδετέρωση μέσω του δανεισμού και της συσσώρευσης προσωπικών χρεών μεγάλων μερίδων του πληθυσμού και η απουσία εναλλακτικού σχεδίου δόμησης της οικονομίας έχουν κάνει την επίθεση αυτή σχετικά επιτυχή.
Η απάντηση
H ραγδαία εξάπλωση, η διάρκεια και η συντήρηση της κρίσης υποδηλώνουν πως δεν έχουμε να κάνουμε με μια συγκυριακή ανισορροπία του χρηματοπιστωτικού τομέα που κινδυνεύει να «μολύνει» την πραγματική οικονομία αλλά με μια δομική κρίση του οικονομικού συστήματος που ξεκινά από τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης –και τη μερική μόνο επίλυση της προηγούμενης κρίσης– και συνδέεται με τις προσπάθειες να περιοριστεί η οικονομική στασιμότητα με ενέσεις της καταναλωτικής ζήτησης μέσα από την επίδραση πλούτου που προκάλεσαν οι διαδοχικές «φούσκες» στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Η χαμηλή κερδοφορία και η ασθενική συσσώρευση του κεφαλαίου είναι οι θεμελιώδεις αιτίες και όχι η κρίση ρευστότητας και εμπιστοσύνης του τραπεζικού συστήματος.
Όπως και σε όλη την προηγούμενη περίοδο του νεοφιλελευθερισμού έτσι και σήμερα δεν υπάρχει το αντικειμενικό έδαφος για πολιτικές που να ευνοούν το κεφάλαιο και την εργατική τάξη ταυτόχρονα, καθώς οι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας δεν το επιτρέπουν. Δεν ήταν το κράτος, η σωστή ρύθμιση, ή τα «κοινωνικά συμβόλαια» που δημιούργησαν τη «χρυσή εποχή» αλλά οι μεγάλοι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας στις ανεπανάληπτες συνθήκες της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης. Αν και η εργατική τάξη οργανωτικά, ιδεολογικά και πολιτικά είναι σε πιο μειονεκτική θέση σε σχέση με το κεφάλαιο σε σύγκριση με την περίοδο της προηγούμενης οικονομικής κρίσης, η κρίση αυτή είναι ευκαιρία για την αμφισβήτηση συνολικά του συστήματος και τη ζύμωση της σοσιαλιστικής προοπτικής. Η αμφισβήτηση του συστήματος πρέπει να γίνει όχι μόνο από την άποψη της «δίκαιης» διανομής του εισοδήματος αλλά και από την άποψη της οικονομικής αποτελεσματικότητας, της διεύθυνσης της οικονομίας και της σταδιακής αλλαγής των σχέσεων ιδιοκτησίας. Η αγορά και το «αόρατο χέρι» προφανώς απέτυχαν και πάλι να κατανείμουν τους πόρους αποτελεσματικά. Πρέπει να πείσουμε ότι η δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία στη βάση των λαϊκών αναγκών είναι η μόνη αποτελεσματική λύση στο οικονομικό πρόβλημα.
*Διδάσκει στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών
του Πανεπιστημίου Αθηνών