Για τα πρότυπα των εγχειριδίων πολιτικής υποκρισίας είναι γραμμένο το άρθρο του Κώστα Σημίτη στο Έθνος της προηγούμενης Κυριακής, με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ.
Γιώργος Λαουτάρης
Ο πρώην πρωθυπουργός που συνέδεσε το όνομά του με το τρισκατάρατο ευρώ της φτώχειας και της ακρίβειας, αντιλήφθηκε τη συμπλήρωση της δεκαετίας ως ευκαιρία για να επαινέσει το... σπίτι του, το σύγχρονο οικοδόμημα της λιτότητας και της ύφεσης, που το ΔΝΤ και η ΕΚΤ εργάστηκαν ώστε να πέσει να μας πλακώσει. «Η ΟΝΕ θα διασφάλιζε συνθήκες οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης σε σχέση με ένα παρελθόν συνεχών κρίσεων», γράφει για να εξηγήσει την αναγκαιότητα της εισαγωγής του ευρώ πριν από οκτώμισι χρόνια. Αδικαιολόγητη λοιπόν η σημερινή δομική κρίση που απειλεί να βυθίσει σε παρατεταμένη ύφεση ολόκληρες οικονομίες, μεταξύ των οποίων και της χώρας μας. Η ΟΝΕ θα μπορούσε να έχει σώσει την κατάσταση αλλά μυστηριωδώς δεν το έκανε. Επίσης, η ΟΝΕ θα μας διασφάλιζε «μια θέση στο σκληρό πυρήνα, όπου θα παίρνονταν όλες οι κρίσιμες αποφάσεις». Τελικά, το εισιτήριο ήταν για θέση στην εξέδρα και μάλιστα στις φτηνές θύρες, χωρίς καλή ορατότητα στο γήπεδο όπου συζητούνται και επιβάλλονται ερήμην του λαού οι πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις. Η ΟΝΕ όμως έφερε σύμφωνα με τον πρώην πρωθυπουργό και πολλά άλλα ορατά οφέλη: «Σταθερότητα των τιμών». Εδώ ο Κώστας Σημίτης εννοεί τη σταθερή άνοδο των τιμών, που ξεκίνησαν με τις προς τα πάνω στρογγυλοποιήσεις των ισοτιμιών της δραχμής, για να φτάσουν σε πρωτοφανή κερδοσκοπικά όργια στα σούπερ μάρκετ, τα καύσιμα και σχεδόν σε κάθε είδος πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης. Ακόμα, «τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων έπεσαν [...] κάνοντας το όνειρο απόκτησης στέγης προσιτό στο μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων». Στην πορεία βέβαια, το όνειρο έγινε εφιάλτης και το καθεστώς ασυδοσίας των τραπεζών μετατράπηκε στο μεγαλύτερο βραχνά για χιλιάδες νοικοκυριά που υπερχρεώθηκαν κάτω από επαχθείς και αδιαφανείς πολλές φορές όρους. Τι έφταιξε λοιπόν και πήγαν όλα στραβά; «Οι μακρόσυρτες και πολύπλοκες συνεννοήσεις της διακυβερνητικής συνεργασίας», απαντά ο Κ. Σημίτης. Αυτές οι βαρετές γραφειοκρατικές διαδικασίες των κοινοβουλίων και των διακρατικών συζητήσεων επί ίσοις όροις, που ο καθένας μπορεί να διαφωνήσει, αργοπορώντας τις αποφάσεις. Αυτό λοιπόν που χρειαζόμαστε είναι «οικονομική και πολιτική ενοποίηση». Μα, αυτό δεν έχουμε και τώρα; Πολιτική και οικονομική ενοποίηση υπό τις εντολές και υποδείξεις της τρόικας, στην οποία έχουν παραχωρηθεί όλες οι εξουσίες άσκησης οικονομικής πολιτικής χωρίς χρονοτριβές και περιττές γκρίνιες. Αυτά βλέπει ο πρώην πρωθυπουργός και αισθάνεται αισιόδοξος. Διαπιστώνει εμβριθώς «την αποδοχή της ανάγκης για τη σταθεροποίηση από την ελληνική κοινωνία». Βλέπει δηλαδή πόσο ικανοποιημένοι είναι οι έλληνες εργαζόμενοι από τα μέτρα της κυβέρνησης! Και σαν τη βελόνα του πικάπ που ξεχασμένη κολλάει στην ίδια μουσική φράση, καταλήγει ότι «η μόνη ενδεδειγμένη τακτική σήμερα είναι η συνεχής περικοπή κρατικών δαπανών, η εφαρμογή του σταθεροποιητικού προγράμματος».