Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Θέμα: Η «λέσχη» της πολιτικής συλλογικότητας




Πενήντα χρόνια μετά την πρώτη της έκδοση, Η λέσχη του Στρατή Τσίρκα και ολόκληρη η τριλογία Ακυβέρνητες πολιτείες έχει καινούργια πράγματα να μας πει. Ειδικά πάνω στο θέμα της πολιτικής ένταξης και της σχέσης ηγεσίας, διανόησης, κομματικότητας. Πέρα από την τυπική λογική της αντιπαράθεσης διανοούμενων - κομματικών καθοδηγητών, υπέρ της επιλογής ενός συντροφικού επαναστατικού δρόμου.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ







Ποιος δεν διάβασε σωστά το έργο του Τσίρκα;

 Στις 5 Αυγούστου 1960 τελειώνει το γράψιμο της Λέσχης ο Στρατής Τσίρκας, όπως δηλώνει στο τέλος του μυθιστορήματος με πλάγια τυπογραφικά στοιχεία. Βασισμένο σε βιώματά του, μεταπλασμένα στο εργαστήρι της συγγραφής, το βιβλίο ξαναζωντανεύει την Παλαιστίνη ως τόπο προσφυγιάς την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και αν ο συγγραφέας χρειάστηκε περίπου είκοσι χρόνια για να κάνει λογοτεχνία την ιστορία που έζησε –μιλώντας για τη δική του αλήθεια με όρους τέχνης– τι μπορούμε εμείς να διαβάσουμε πενήντα χρόνια μετά την πρώτη εκτύπωση;

Όλη η τριλογία Ακυβέρνητες πολιτείες –θα ακολουθήσουν η Αριάγνη του Καΐρου και η Νυχτερίδα της Αλεξάνδρειας– αντέχει στο χρόνο και συναρπάζει. Κάθε ανάγνωση αποκαλύπτει καινούργια πράγματα, άλλα επίπεδα. Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τις αρετές του έργου σε αισθητικό και φιλολογικό επίπεδο, με την πρωτότυπη τεχνική του στην αφήγηση. Θα αγνοήσουμε επίσης το έντονο ερωτικό στοιχείο και τις πυκνές λογοτεχνικές αναφορές, για να ασχοληθούμε με το πρόβλημα του πολιτικού, και ειδικότερα με την πλευρά της κομματικής λειτουργίας, όπως αυτή απεικονίζεται κυρίως στη Λέσχη και στο δεύτερο τόμο της τριλογίας, την Αριάγνη.

Στους κομματικούς διώκτες του ο Τσίρκας, που καταδικάστηκε σε διαγραφή από την Κομματική Οργάνωση Αλεξάνδρειας μετά την άρνησή του να αποκηρύξει τη Λέσχη, έλεγε ότι δεν διαβάζουν σωστά. «Σταθείτε, τους λέω, δε διαβάζετε σωστά. Και γιατί βιαζόσαστε; Τώρα γράφω το δεύτερο μέρος, θα υπάρξει και τρίτο, αν ζήσω. Τότε θα καταλάβετε καλύτερα».

Η κριτική δικαίωσε τον Τσίρκα, με τη μέγιστη συμβολή της φίλης του και μελετήτριας του έργου του, Χρύσας Προκοπάκη. Σήμερα, μπροστά σε νέες ιστορικές αναμετρήσεις, έρχονται στην επιφάνεια αποσιωπημένες πλευρές της περιόδου της αποτίμησης της ήττας. Δεν αρκεί να επιμείνουμε στην αντίθεση του διανοούμενου ήρωα Μάνου Σιμωνίδη (Σ.) με τον κομματικό καθοδηγητή Ανθρωπάκι (Α.) – αλλά οφείλουμε να ξαναδούμε και τους δυο μέσα σε νέο πρίσμα. Να μικρύνουμε την αντιπαλότητά τους και να τους μεγαλώσουμε μαζί και τους δυο, βγάζοντας από την αφάνεια το τρίτο πρόσωπο, τον καταλυτικό Φάνη.

Απέναντι στις αναγνώσεις που ρίχνουν άγκυρα στην ήττα του κινήματος και στα κρισιακά φαινόμενα στις γραμμές του βλέπουν την κατάρρευση της δυνατότητας της συντροφικότητας, προτείνοντας έναν ατομικό δρόμο στοχασμού χωρίς ανατρεπτική πράξη, χρειάζεται να ξαναδιαβάσουμε τη Λέσχη και την τριλογία εκείνων που αντιστέκονται, εκείνων που τολμούν να αναμετρηθούν με τις αδυναμίες τους και την ίδια την ιστορία για μια νέα έκβαση όλων των συλλογικών στοιχημάτων.


Ο μυθιστορηματικός «Φάνης» είναι 
το πιο παραγνωρισμένο πρόσωπο της κριτικής


Δεν ήξερα πως η μοναξιά πίνεται γουλιά - γουλιά – έτσι ξεκινά το δεύτερο κεφάλαιο της Λέσχης όπου εμφανίζεται ο κεντρικός ήρωας της τριλογίας, ο ανθυπολοχαγός Μάνος Σιμωνίδης, κρυμμένος στη σοφίτα μιας πανσιόν στα Ιεροσόλυμα, Ιούνιο του 1942, με δική του απόφαση απομονωμένος λόγω διαφωνιών από τους συντρόφους του που προσπαθούν να κρατήσουν τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής μακριά από τη μοναρχική και βρετανική επιρροή, ενώ ο Ρόμελ απειλεί την Αλεξάνδρεια. Δεν μιλάει ο ήρωας για την ερωτική ή την προσωπική του μοναξιά, αλλά για το βαθύ πηγάδι της πολιτικής ερημίας. Το να μην έχεις εμπιστοσύνη στους συντρόφους σου, το να αμφιβάλλεις όχι για το σκοπό τον ίδιο, αλλά για το αν μπορείς να τον πλησιάσεις.

Νιώθει απέχθεια και πίκρα ο Σιμωνίδης για συμπεριφορές που έχουν βλάψει το ηθικό του. Και είναι σε μια διαρκή αναζήτηση, αν έκανε καλά που απομακρύνθηκε από την πολιτική συλλογικότητα – προσπαθεί να δει θετικά και αρνητικά αλλά δεν μπορεί να βγάλει συμπέρασμα. Όμως η αλήθεια είναι ότι παρά τις συγκρούσεις του με τα στελέχη της καθοδήγησης, αυτά που ονομάζει σε όλο το μυθιστόρημα κομμένες κεφαλές, που «μόλις δουν άνθρωπο, σκαρφαλώνουν στην έδρα του Χρέους» και «αγορεύουν σε τόνο διδαχτικό», έξω από το δρόμο το συλλογικό δεν μπορεί να βρει τον εαυτό του: «Από τη μέρα που έπαψα τις σχέσεις μου με τις κομμένες κεφαλές (…) είμαι σαν πελαγωμένος. Ομολογώ πως δεν το περίμενα. Πασχίζω από κάπου να πιαστώ. (…) άλλοτε σκέψεις και πράξεις περπατούσαν μαζί, για τον ίδιο στόχο. (…) Από πού ερχόμουν και πού πήγαινα, το ήξερα».
Αυτές οι συγκρούσεις, μαθαίνουμε σε κάποιο σημείο, είχαν εν μέρει να κάνουν με κάποιες θέσεις που είχε διατυπώσει ο Σ. για τους αξιωματικούς και τη στάση που θα έπρεπε να τηρούσε απέναντί τους η οργάνωση. Πιο συγκεκριμένα, ότι έπρεπε να καλλιεργείται κλίμα πειθαρχίας των στρατιωτών στους βαθμοφόρους και όχι ασύντακτου μπουλουκιού αν σκοπός παρέμενε η διατήρηση της συνοχής και μαχιμότητας του στρατεύματος. Άλλωστε, στρατηγική επιδίωξη της οργάνωσης αποτελούσε η εξασφάλιση του εθνικοαπελευθερωτικού χαρακτήρα του ελληνικού στρατού και η αποτροπή της υποδούλωσης ή αχρήστευσής του από τους Βρετανούς.

Ο Μάνος Σιμωνίδης εκπροσωπεί τον αντιφατικό κόσμο της επαναστατικής διανόησης της εποχής του. Μεγαλωμένος στην Κηφισιά, μαθητής στο Γυμνάσιο των Αναβρύτων, φοιτητής έπειτα κάποια χρόνια στο Παρίσι, πήρε μέρος στον ισπανικό εμφύλιο και έπειτα πολέμησε στην Αλβανία όπου παρασημοφορήθηκε. Πολυμαθής και ευφραδής, άνθρωπος του κόσμου, σίγουρα γοητευτικός, ταλαντευόμενος ανάμεσα στις κλίσεις του και σε αυτό που αντιλαμβάνεται ως χρέος. Τον συγκινεί η λογοτεχνία και απολαμβάνει τις συζητήσεις με τον καλλιεργημένο άγγλο ελληνιστή Ρίτσαρντς. Από την άλλη, αντιλαμβάνεται ότι η θέση του είναι με το στρατόπεδο των μαχητών του φασισμού. Τρέφει το θαυμασμό του διανοούμενου απέναντι στο γνήσιο λαϊκό αγωνιστή, που εκπροσωπείται στο μυθιστόρημα από τον Βασίλη Γαρέλα. Και απεχθάνεται τον εκφραστή του κομματικού μηχανισμού, το διαβόητο «Ανθρωπάκι», έτσι άκλιτο όπως το αναφέρει σε όλο το έργο ο συγγραφέας. Αν και σε πολλά σημεία, μέσα στο πρώτο βιβλίο, δεν μπορεί να αποφανθεί με βεβαιότητα για τη στάση και την αντίληψή του για το ρόλο του Α.

Για το Ανθρωπάκι έχουμε πολλές απαξιωτικές περιγραφές. Σκιαγραφείται ένα σκοτεινό υποκείμενο, που ακόμα και το σώμα του βρομάει σαν βάλτος, ένας αριβίστας με οργανωτικές ικανότητες, που τον τρέφει η εξουσία, η διαχείριση των ανθρώπων, και ασφαλώς είναι σε μόνιμη ρήξη με τον κόσμο που αντιπροσωπεύει ο λεπταίσθητος διανοούμενος Σιμωνίδης. Λέει όμως για αυτόν τον εσωκομματικό του αντίπαλο ο τελευταίος ότι στη φαντασία του το όνομά του ήταν τυλιγμένο μέσα σε μια λάμψη, από διηγήσεις στα χρόνια του Μεταξά και στον ισπανικό εμφύλιο. Και σε κάποιο σημείο μάλιστα διερωτάται: «Τι ήταν τελοσπάντων, ανεύθυνος τυχοδιώκτης ή ψημένος αγωνιστής; (…) Πώς μπορούσε ν’ αποφασίζει, τόσο γρήγορα, δίχως αγωνία, δίχως αμφιταλάντευση, όταν ένα ναι ή ένα όχι του, στέλναν ανθρώπους στο θάνατο; Κι εγώ, πώς τα κατάφερα να εμπιστευτώ τη ζωή μου στα χέρια του;». Στην πορεία του έργου, ο Σ. θα συμφιλιωθεί με την ιδέα της συνύπαρξης με αυτόν τον άνθρωπο, για το καλό του αγώνα, διατηρώντας πάντα τις επιφυλάξεις του για το ποιόν του. Του λέει μάλιστα σε μια ταράτσα που περνούν τη νύχτα στο Κάιρο κάποια στιγμή ότι θα κάτσει και θα γράψει για όλα αυτά στο μέλλον.

Στο έκτο κεφάλαιο της Λέσχης, ο Σ. μαθαίνει από το Ανθρωπάκι ότι η παλιά του εκείνη «θέση» για τους αξιωματικούς έχει γίνει πλέον αποδεκτή και την εφαρμόζουν. Στην ερώτησή του αν έκαναν αυτοκριτική που τόσον καιρό ακολουθούσαν διαφορετική γραμμή, η απάντηση είναι αρνητική και λόγος «η διατήρηση του κύρους της καθοδήγησης». Ο Σ. αναρωτιέται αν ήταν η πείρα που τους οδήγησε στη διόρθωση της γραμμής «ή μήπως κάποιος άλλος, πιο ικανός και πιο ψύχραιμος, είχε βρει τρόπο να τους πείσει». Εδώ υπονοείται προφανώς ο Φάνης, το πρόσωπο - κλειδί στην παράνομη οργάνωση που θα εμφανιστεί στις πρώτες σελίδες του δεύτερου τόμου της τριλογίας, στην Αριάγνη. Για τον οποίο Φάνη, γράφει ο Τσίρκας στα Ημερολόγια της τριλογίας (κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος) ότι δεν είναι άλλος από τον ικαριώτη Γιάννη Σαλά, ιδρυτή της AΣO, της Aντιφασιστικής Στρατιωτικής Oργάνωσης που έδρασε εκείνο τον καιρό στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις στη Μέση Ανατολή.

Ο μυθιστορηματικός «Φάνης» είναι ίσως το πιο παραγνωρισμένο πρόσωπο από την κριτική. Ενώ έχουν γραφτεί τόσα πολλά για τον Μάνο ή το Ανθρωπάκι, στα όρια μιας απλουστευτικού σχήματος ανάγνωσης αμερικανικού τύπου: Ο καλός και ο κακός. Ο Τσίρκας, αν και προφανώς εκφράζεται σε μεγάλο βαθμό μέσω του Σιμωνίδη, αντιμετωπίζει με μεγάλη αγάπη τον Φάνη. Μας δίνει την περιγραφή του ως εξής: «Κείνος ο κοντόσωμος με τις τσαπράδες, που όλοι τον φωνάζανε Φάνη», είχε «το χαρακτηριστικό σφύριγμα των ανθρώπων που κάνανε πνευμοθώρακα» και «τις μικρούτσικες ρυτίδες βασανισμένου ανθρώπου», «στο νησί του πρέπει να ήτανε ψαράς ή γεωργός». Αυτή είναι η εικόνα του όταν ο Σ. τον συναντά και μιλούν για πρώτη φορά στο Κάιρο. Του κάνει μεγάλη εντύπωση. «Προπαντός άκουε, ρωτούσε, δίσταζε, αναρωτιόταν, ζύγιζε, ξαναρωτούσε κι έτσι, δίχως να το καταλάβεις, σ’ έβγαζε, έβγαινε κι ο ίδιος μαζί σου, στο σωστό δρόμο». Και δεν θέλει να τον αποχωριστεί. Μορφωμένος μες στις φυλακές, δεν πολέμησε στην Ελλάδα γιατί ήταν κρατούμενος της δικτατορίας του Μεταξά. Διάβαζε τα Γαλλικά, χωρίς να ξέρει να τα προφέρει: Τα είχε μάθει στις φυλακές της Πύλου αποστηθίζοντας ένα λεξικό που «τα φύλλα του κυκλοφορούσαν από κελλί σε κελλί καμουφλαρισμένο σε δέσμες χαρτιού του απόπατου».

Όταν θα ξεσπάσει κρίση εντός της οργάνωσης λόγω των χειρισμών του Α. στην υπόθεση σχηματισμού κυβέρνησης στο Κάιρο (στο XV κεφάλαιο της Αριάγνης) ασκεί κριτική με αμείλικτο τρόπο και επιχειρήματα εναντίον του αλλά δεν προτείνει τη διαγραφή του, όπως διακαώς επιθυμεί ο Σ. Σκέφτεται πάνω απ’ όλα την ενότητα και το ηθικό των αγωνιστών του κινήματος, και αφήνει την κατηγορία να κριθεί με την επιστροφή στην Ελλάδα. Παίρνει όμως εκείνα τα κατάλληλα μέτρα για να απομακρύνει τον Α. από το χώρο ανάπτυξης των ύποπτων συναλλαγών του, τον ρίχνει στην καθοδήγηση των μεραρχιών που κινούνται σε υποχρεωτικά γυμνάσια στην έρημο. Κι αυτός με τον Γαρέλα και τον Σ. από κοντά του.
Όταν αργότερα θα χρειαστεί να εμφανιστεί ο Φάνης στην πορεία για να εμψυχώσει τους φαντάρους, μας λέει ο συγγραφέας ότι βάδιζε περήφανα κουτσαίνοντας λίγο, και όλοι τον χαιρετούσαν, γιατί όλοι τον ήξεραν με τ’ όνομά του, και αναγνώριζαν στο πρόσωπό του, αν και στο βαθμό ήταν δεκανέας, τον πραγματικό Ταξίαρχο.

Η τέχνη της πολιτικής ηγεσίας

Ο αναγνώστης της Λέσχης και της Αριάγνης αξίζει να σταθεί στις σελίδες που περιγράφονται οι συνεδριάσεις της οργάνωσης. Εκεί θα εντοπίσει δύο διαφορετικά παραδείγματα ηγεσίας: Το ένα βασίζεται στο κύρος του καθοδηγητή, ο οποίος έχει το δικαίωμα μιας εξαντλητικής εισήγησης αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια για συζήτηση και εξέλιξή της· είναι το παράδειγμα του Ανθρωπάκι. Το άλλο βασίζεται στη συλλογική ευφυία και παρακίνηση των μελών· είναι ο τρόπος του Φάνη. Δίνει την ευκαιρία σε όλους να αναπτύξουν σύντομα τις απόψεις τους, συνθέτει αλλά δεν καταστέλλει και κρίνει με γνώμονα το όφελος του όλου κινήματος και όχι της μιας ή της άλλης μερίδας με την οποία μπορεί ο ίδιος να συντάσσεται.
Πρότυπο ηγέτη που οργανώνει, ακούει, εμπνέει. Και την όποια διαφωνία προκύπτει ανάμεσα στον καθοδηγητή Α. και τον διανοούμενο Σ. δεν την λύνει με ψηφοφορίες υπέρ του ενός ή του άλλου. Βλέπει κριτικά τις θέσεις και των δύο, γνωρίζοντας τη χρησιμότητα του καθενός στον αγώνα. Και φροντίζει οι αντιθέσεις εντός της οργάνωσης να μην παίρνουν ανταγωνιστικό χαρακτήρα, αλλά να λύνονται διά της πράξης. Αλλά σε αυτό βοηθά ο συγκεκριμένος ορισμός των προτεραιοτήτων: Η διαφύλαξη του ηθικού και της ενότητας εντός του στρατεύματος, ο αντιφασιστικός και αντιμοναρχικός του χαρακτήρας. Προξενεί εντύπωση στις περιγραφές των συνεδριάσεων, η οικονομία στη συζήτηση και το συγκεκριμένο της περιεχόμενο.

Ο άνθρωπος είναι τόσο μεγάλος όσο οι σκοποί του. Στην τριάδα «Ανθρωπάκι - Μάνος - Φάνης», οι δύο πρώτοι παρά την ανυπολόγιστη συνεισφορά τους στο κίνημα, είναι πιο μικροί, εγκλωβισμένοι συχνά σε ατομικές φιλοδοξίες και ματαιόδοξες ροπές. Αποτελούν μάλλον ένα δίπολο προς υπέρβαση από τον πολιτισμό της κομμουνιστικής ένταξης. Η κοινή τους δίψα για διάκριση, αν και με διαφορετικούς τρόπους, με διαφορετικές ευαισθησίες –χοντροκομμένα ο πρώτος, εξευγενισμένα ο δεύτερος– δείχνουν την προβληματική της επιλογής του ενός ή του άλλου πόλου. Το αλληλοφάγωμά τους υπογραμμίζει αυτή την ανάγκη υπέρβασης και των δύο προς τα μπρος. Η αντίφαση έγκειται στο ότι είναι εξίσου αναγκαίοι και οι δύο αλλά χωρίς την καταλυτική δράση και παρουσία του Φάνη, δεν θα λειτουργούσε η σχέση ηγεσίας στο συγκεκριμένο στάδιο οργάνωσης της πάλης. Η μεγαλοσύνη κι η ανωτερότητα του Φάνη που προκύπτει από την ανιδιοτέλειά του, το καθαρό μυαλό του, την ταξική του αφετηρία και θέλησή του να προσφέρει στον κοινό σκοπό. Είναι πιο κοντά στις δυνατότητες διαχείρισης πραγμάτων και όχι προσώπων οι οποίες αναδύονται στην εποχή μας, εποχή που αξιώνει μια πολιτική ένταξη ανώτερου τύπου, πέρα από την παλιά σχέση ατομικού - συλλογικού.