Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

H ανάγκη κοινωνικής ειρήνης επέβαλε τον πελατειακό χαρακτήρα του ελληνικού κράτους


"....Γιατί άραγε να πρέπει να δούμε τα –όντως εκτεταμένα– κομματικά-πελατειακά φαινόμενα της ημεδαπής κρατικής οργάνωσης ως αποτέλεσμα μιας «αυθαιρεσίας» κι όχι μιας «κανονικότητας» που έχει τις ρίζες της σε πραγματικά και ερμηνεύσιμα αίτια; Γιατί να αντιμετωπίζουμε φαινόμενα όπως το ρουσφέτι και τη διαφθορά σαν «ανατολικού τύπου» στρεβλώσεις του «δυτικού προτύπου», κι όχι απλώς σαν τα εγχώρια παράγωγά του, τα οποία έχουν συγκεκριμένη ιστορική και κοινωνική καταγωγή;"


ΝΙΚΟΣ ΖΑΡΤΑΜΟΠΟΥΛΟΣ
Στους πολιτικούς επιστήμονες της χώρας μας είναι διαδεδομένη η πεποίθηση ότι η Ελλάδα αποτελεί μια εντελώς ξεχωριστή περίπτωση, όπου οι γενικευμένες πελατειακές σχέσεις οδήγησαν στη δημιουργία ενός υπερτροφικού, υπερβολικά γραφειοκρατικού και ταυτόχρονα θεσμικά αναιμικού και κοινωνικά ελλιπούς κράτους. Η επικράτηση του «κομματοκεντρικού - πελατειακού» μοντέλου ερμηνείας είναι κι αυτή ένα σύμπτωμα της νόσου την οποία υποτίθεται ότι περιγράφει: Ορίζεται στην ουσία με βάση την «καθυστέρηση» της ελληνικής κρατικής οργάνωσης σε σύγκριση με τα «πρότυπα» δυτικοευρωπαϊκά κράτη.


Αυτή η προσέγγιση παραλείπει να αναφερθεί στο γεγονός ότι, τόσο στα «κράτη - πρότυπα» όσο και στα ανά τον κόσμο κακέκτυπά τους, οι μορφές κρατικής οργάνωσης και κορπορατιστικής ρύθμισης, καθορίστηκαν ιστορικά από τις επικρατούσες κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις, με κριτήριο την επίτευξη της «κοινωνικής ειρήνης». Γιατί άραγε να πρέπει να δούμε τα –όντως εκτεταμένα– κομματικά-πελατειακά φαινόμενα της ημεδαπής κρατικής οργάνωσης ως αποτέλεσμα μιας «αυθαιρεσίας» κι όχι μιας «κανονικότητας» που έχει τις ρίζες της σε πραγματικά και ερμηνεύσιμα αίτια; Γιατί να αντιμετωπίζουμε φαινόμενα όπως το ρουσφέτι και τη διαφθορά σαν «ανατολικού τύπου» στρεβλώσεις του «δυτικού προτύπου», κι όχι απλώς σαν τα εγχώρια παράγωγά του, τα οποία έχουν συγκεκριμένη ιστορική και κοινωνική καταγωγή;

Αν περιοριστούμε στη στενά «κομματική» - πελατειακή οπτική, χάνουμε τη σημαντικότερη κοινωνική διάσταση του ελληνικού κρατικού και κορπορατιστικού μοντέλου, δηλαδή τη συμβολή του στην εδραίωση του ελληνικού καπιταλισμού. Για παράδειγμα, η υπερδιόγκωση του αριθμού των δημόσιων υπαλλήλων, αν εξεταστούν οι ιστορικές περίοδοι όπου αυτή καταγράφεται, φαίνεται ότι δεν υπήρξε επιλογή κάποιων «ανεύθυνων» πολιτικών, αλλά ενστικτώδης τάση όλου του πολιτικού συστήματος, με σκοπό να δημιουργηθούν γρήγορα κοινωνικές συμμαχίες, μια εσωτερική αγορά, και μια καταναλωτική «μεσαία τάξη» προερχόμενη από τα βιαίως αστικοποιημένα στρώματα, στοιχεία που κρίνονταν απαραίτητα για τη στήριξη της αστικής εξουσίας, η οποία παρέπαιε διαδοχικά από τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, του Εμφυλίου, της δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Το ίδιο μπορεί να διαπιστώσει κανείς και για άλλες περιπτώσεις κραυγαλέου ανορθολογισμού στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους: Ότι είχαν δηλαδή κατά περιόδους μια οικονομική, πολιτική και κοινωνική λειτουργικότητα προς όφελος της εδραίωσης του ελληνικού καπιταλισμού, των αναγκών του για συσσώρευση κεφαλαίου και για συγκρότηση συμμαχιών. Ακόμη, η ειδική μεταχείριση, με θεσμικό ή παραθεσμικό τρόπο, διαφόρων κατηγοριών εργαζομένων (και όχι μόνο των δημόσιων υπαλλήλων) λειτουργούσε ως αντιστάθμισμα ή αναπλήρωση του ισχνού ή ανύπαρκτου κράτους πρόνοιας, ήταν δηλαδή μια παραθεσμική υποκατάσταση της κοινωνικής πολιτικής.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, ήταν απολύτως αναμενόμενο ο δημόσιος υπάλληλος να θεωρεί ότι όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με την υπαλληλική του καριέρα, με τις εργασιακές του σχέσεις αλλά και με το περιεχόμενο της εργασίας του, να εξαρτώνται από την άμεση πολιτική εύνοια. Το ίδιο άλλωστε έκαναν και οι υπόλοιποι πολίτες αυτής της χώρας, μόνο που αυτό δεν συνιστά φυσικά «συνδημιουργία» του συστήματος, ούτε «συνυπευθυνότητα». Αλληλεπίδραση οπωσδήποτε υπάρχει, και φυσικά δεν πρεσβεύουμε εδώ κάποια εξιδανίκευση του «λαού». Όμως η όποια ευθύνη των εργαζόμενων για την κατάστασή τους, για την ανοχή τους απέναντι στις συνθήκες εκείνες που τους καταπιέζουν ή τους εξαθλιώνουν –ή και για τη συμβολή τους στην επιδείνωση αυτών των συνθηκών– είναι ζήτημα εντελώς διαφορετικής τάξεως από την ευθύνη του κράτους και των κυρίαρχων τάξεων που επιβάλλουν τους όρους του παιχνιδιού.

Οι διάφοροι κλάδοι υπαλλήλων της διοίκησης, ασφαλώς και διαπραγματεύονταν και συναλλάσσονταν με τους πολιτικούς, είτε άτυπα –μέσω των υπαλληλικών ελίτ– είτε μέσω των κατακερματισμένων και κρατικά ελεγχόμενων σωματείων τους, λειτουργώντας μέσα στο συντεχνιακό πλαίσιο των κορπορατιστικών ρυθμίσεων. Δεν θα περίμενε κανείς κάτι διαφορετικό. Τη δράση τους καθόριζε η κυρίαρχη αντίληψη περί του ρόλου τους ως κρατικών λειτουργών αφενός και ο εν πολλοίς εκτελεστικός ρόλος που επεφύλασσε γι’ αυτούς ο τρόπος συγκρότησης του ελληνικού κράτους αφετέρου. Γι’ αυτό και επιδίωκαν την ισχυροποίηση του κοινωνικού τους ρόλου, οχυρωνόμενοι συστηματικά πίσω από το κύρος του κράτους, ενώ παράλληλα επιζητούσαν, όχι τόσο τη διεύρυνση, αλλά τον αυτοπεριορισμό των αρμοδιοτήτων τους σε τυπικότερα καθήκοντα.
Πέρα από το βάρος της τυπολατρικής και προσανατολισμένης στη νομιμότητα παράδοσης, εδώ υπήρχε συχνά και ένα είδος σιωπηρής συναλλαγής ή αλλιώς παθητικής διεκδίκησης: Επιδιώκονταν μόνο τα οικονομικά ή εργασιακά οφέλη τα οποία παραχωρούσε με ημινόμιμους ή αδιαφανείς τρόπους η πολιτική εξουσία –υπό τη μορφή επιδομάτων, εξαιρετικών καθεστώτων κ.λπ.– με αντάλλαγμα όχι μόνο την εργασιακή ειρήνη, αλλά και τη συστηματική αποφυγή ανάμιξης της διοίκησης στα χωράφια της πολιτικής.


Ο διττός χαρακτήρας
του δημόσιου υπάλληλου

Αν και τα πρώτα συνδικαλιστικά σωματεία και ενώσεις των δημόσιων υπαλλήλων συγκροτήθηκαν με την επίγνωση ότι το κράτος είναι κι αυτό ένας εργοδότης, στη συνέχεια αυτή η επίγνωση υποχώρησε σημαντικά. Τη σχέση εργαζόμενου - εργοδότη, ως σχέση αντιτιθέμενων συμφερόντων στο Δημόσιο, την υποκατέστησαν άλλες αντιλήψεις που συνταύτιζαν τα συμφέροντα των δημόσιων υπαλλήλων με το κράτος και ανέπτυσσαν με αυτό μια σχέση προστατευόμενου - προστάτη.

Η αντίληψη περί ιδιαιτερότητας της σχέσης του δημόσιου υπαλλήλου με το κράτος - εργοδότη είναι συνδεδεμένη με το «διφυές» του πρώτου, ως μισθωτού εργαζόμενου από τη μια και κρατικού λειτουργού –που ασκεί κάποια δημόσια εξουσία ή αρμοδιότητα– από την άλλη. Ακόμη κι ένας υπάλληλος πίσω από ένα γκισέ που διεκπεραιώνει την πληρωμή συντάξεων ή που σε ένα οικονομικό τμήμα υπογράφει ένα παραστατικό, είναι ταυτόχρονα μισθωτός και εκπρόσωπος του κράτους, καθώς ασκεί μια κατά παραχώρηση δημόσια εξουσία ή μια νόμιμη αρμοδιότητα.

Μια ακόμη ιδιαιτερότητα της εργοδοσίας στο Δημόσιο είναι ο πολιτικός και αφηρημένος της χαρακτήρας: «Αφεντικό» των δημόσιων υπαλλήλων δεν είναι απλά κάποια πρόσωπα ή κόμματα, αλλά το κράτος ως νομικό πρόσωπο που διαφέρει αισθητά από τη νομική προσωπικότητα των εταιρειών του ιδιωτικού τομέα: Στηρίζεται σε έναν –υποτίθεται– καθολικό ορισμό του γενικού συμφέροντος, ορισμό που εκπηγάζει από τα συνταγματικά κείμενα και τις καταστατικές αρχές λειτουργίας του κράτους. In extremis και βάσει της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, εργοδότης των δημόσιων υπαλλήλων στα δημοκρατικά καθεστώτα θεωρείται ο λαός (είτε ως αποφασίζων, είτε ως εκείνος που πληρώνει για τους μισθούς τους μέσω της φορολογίας). Ωστόσο, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι αυτός ο εργοδότης - λαός έχει την παραμικρή ανάμιξη στο περιεχόμενο της δράσης των δημόσιων υπαλλήλων: Συνήθως η επίκληση αυτού του «μακρινού» εργοδότη έχει ιδεολογικό χαρακτήρα και αποσκοπεί στο να προσδίδει νομιμοποίηση και υποχρεωτικότητα στις εκάστοτε κυβερνητικές αποφάσεις και πολιτικές.

Εν ολίγοις, το ερώτημα ποιος είναι τελικώς ο εργοδότης των δημόσιων υπαλλήλων, μάλλον θα πρέπει να αναζητηθεί στους όρους και τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες διαμορφώνεται η έννοια του γενικού ή δημόσιου συμφέροντος σε μια πολιτική κοινωνία. Διότι ακριβώς, εφόσον οι κρατικοί υπάλληλοι λειτουργούν με γνώμονα αυτό το δημόσιο συμφέρον, πραγματικός εντολέας τους είναι εκείνος που μπορεί κάθε φορά να επιδρά αποφασιστικά στον καθορισμό του.


Το τοτέμ του δημόσιου βίου


Τα παραπάνω φαινόμενα μεταδίδονταν από κλάδο σε κλάδο, εφόσον το κράτος με τις παραχωρήσεις αυτού του είδους «έκλεινε το μάτι» στους δημόσιους υπαλλήλους να ακολουθήσουν αυτό το δρόμο ως το μόνο αποτελεσματικό. Με τον τρόπο αυτό όμως, τα φαινόμενα αυτά σταδιακά αποσπάστηκαν από το πεδίο των εργασιακών σχέσεων και εντάχθηκαν στο πεδίο των καθαρά διοικητικών προβλημάτων: Άρχισαν δηλαδή να γίνονται αντιληπτά από την κοινή γνώμη ως συναφή με τις γενικότερες στρεβλώσεις στην κρατική λειτουργία και ειδικότερα με τα φαινόμενα ευνοιοκρατικών προσλήψεων, ανορθολογικής κατανομής του προσωπικού, παρασιτισμού, αργομισθίας και διαφθοράς.
Όλα ετούτα, όχι μόνο διέσυραν τους δημόσιους υπαλλήλους, αλλά και συντέλεσαν στο να αναχθεί το Δημόσιο σε αμφιλεγόμενο πρότυπο για την ελληνική κοινωνία, μισητό και ταυτόχρονα επίζηλο, σε ένα αληθινό τοτέμ του δημόσιου βίου, πράγμα που επέτεινε δραματικά την περιχαράκωση της δημοσιοϋπαλληλίας από τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Ας σημειωθεί δε ότι η οικειοθελής ταύτιση των δημόσιων υπαλλήλων με το κράτος ως κοινωνικό πρότυπο επιδεινωνόταν και από το γεγονός ότι αυτό το κράτος - τοτέμ συνέχιζε να παρέχει συνολικά ισχνές κοινωνικές υπηρεσίες στο λαό, άρα κατέληγε να ενισχύει αντικειμενικά, όχι την εικόνα του ευσυνείδητου «λειτουργού», αλλά το στερεότυπο του «περιττού» και αντιπαραγωγικού υπαλλήλου.

Όσο νοσηρά βέβαια κι αν είναι τα παραπάνω, δεν πρέπει να μας κάνουν να ξεχνάμε ότι το κοινωνικό πρότυπο του «βολέματος στο Δημόσιο» (το πρότυπο ενός κράτους που ναι μεν δεν προσφέρει πολλά στην κοινωνία, παραμένει ωστόσο διαχειρίσιμο από τους πολίτες του λόγω της πληθώρας των παραθεσμικών διεξόδων που αφήνει) δεν «κατασκευάστηκε» από τους δημόσιους υπαλλήλους. Είναι αλήθεια ωστόσο, ότι τα συνδικάτα αποδέχτηκαν στην πλειονότητά τους αυτό το πλαίσιο λειτουργίας, επιχαίροντας μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις για την «ισχύ» τους και για την ικανότητά τους να καθίστανται έτσι «προνομιακοί συνομιλητές» της εξουσίας. Ο ήχος της παγίδας που έκλεινε γύρω τους με όλες αυτές τις πρακτικές μόλις τώρα αρχίζει να ακούγεται...