Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Περικοπές και στις καλοκαιρινές διακοπές

Τα τελευταία χρόνια τα ...μπάνια του λαού έχουν μετατραπεί σε «πολυτέλεια» για μεγάλη μερίδα του εργατικού πληθυσμού και τις οικογένειές τους, καθώς το κόστος των καλοκαιρινών διακοπών έχει εκτιναχθεί στα ύψη: Τιμές - φωτιά στα καταλύματα, τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια, ανατιμήσεις στις τιμές των προϊόντων και της βενζίνης, αλλά και διαρκώς ακριβότερα διόδια καθιστούν απαγορευτικές τις πολυήμερες διακοπές.


ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΦΑΛΛΗΝΟΥ



Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, φέτος η κατάσταση έχει χειροτερέψει, μετατρέποντας τις καλοκαιρινές διακοπές σεŸ όνειρο θερινής νυχτός για την πλειοψηφία των εργαζομένων. Φρόντισαν γι’ αυτό η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και η τρόικα με τις αντεργατικές επιλογές τους: Μείωση των μισθών, πετσόκομμα των επιδομάτων αδείας, κατακόρυφη πτώση του λαϊκού εισοδήματος, εργασιακή ανασφάλεια και διαρκής φόβος της απόλυσης, διαμορφώνουν ένα σκηνικό απ’ το οποίο ο εργαζόμενος δυσκολεύεται να αποδράσει έστω και λίγες μέρες.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι καλοκαιρινές διακοπές έχουν καταστεί άπιαστο όνειρο. Αυτοί που πλήττονται είναι κυρίως η εργατική οικογένεια που, ενώ τα φέρνει δύσκολα βόλτα αναγκαζόμενη να κόψει ακόμη και απ’ τα χρειώδη της καθημερινότητας, καλείται να δαπανήσει πολλές χιλιάδες ευρώ προκειμένου να εξαγοράσει μερικές μέρες χαλάρωσης και ξεκούρασης. Αλλά και η γενιά των 500 ευρώ, που λόγω των «μαύρων» συνθηκών εργασίας αμείβεται με ψίχουλα και αγνοεί τι θα πει εργασιακό δικαίωμα, άδεια, 13ος - 14ος μισθός και επίδομα αδείας.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, οι «λύσεις» που προκρίνονται είναι: Ο δραστικός περιορισμός των διακοπών, το πολύ μια εβδομάδα, η «επιστροφή στις ρίζες» ή αλλιώς η διαμονή σε χωριά και εξοχικά συγγενών και φίλων, το (ελεύθερο ή οργανωμένο) κάμπινγκ, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που φέτος δεν θα φύγουν καθόλου από το κλεινόν άστυ. Την εικόνα αυτή φωτίζουν και τα πρώτα στοιχεία από το λιμάνι του Πειραιά, σύμφωνα με τα οποία τον Ιούλιο υπήρχε παραπέρα μείωση στις αναχωρήσεις κατά 10% περίπου σε σχέση με πέρσι.
Έτσι η κοινωνική πλειοψηφία χάνει σταδιακά το δικαίωμα στις διακοπές, παρόλο που είναι ζωτικής σημασίας – με δεδομένο μάλιστα ότι οι ώρες εργασίας έχουν αυξηθεί, το εργασιακό στρες και πίεση έχουν εκτιναχθεί, ο εργοδοτικός αυταρχισμός δυσκολεύει την καθημερινότητα των περισσότερων εργαζομένων. Το δικαίωμα στις διακοπές είναι κατάκτηση των εργαζομένων – των παραγωγών του κοινωνικού πλούτου. Η παύση της εργασίας για κάποιες ημέρες το χρόνο αλλά και η πληρωμή αυτών των ημερών από την εργοδοσία (επίδομα αδείας) κατακτήθηκαν ύστερα από αγώνες του εργατικού κινήματος, καθώς οι εργαζόμενοι περισσότερο από τον καθένα έχουν ανάγκη από ξεκούραση / αναπαραγωγή της εργατικής τους δύναμης.

Τιμές "χρυσάφι" παρά την πτώση της ζήτησης 


Χρυσάφι θα κοστίσουν οι καλοκαιρινές διακοπές για τους «τυχερούς» έλληνες εργαζόμενους, οι οποίοι θα κατορθώσουν φέτος να βρεθούν σε ένα τουριστικό προορισμό. Το Πριν επικοινώνησε με ναυτικούς πράκτορες και εκπροσώπους τουριστικών επιχειρήσεων προσπαθώντας να υπολογίσει το κόστος των καλοκαιρινών διακοπών μιας τετραμελούς εργατικής οικογένειας, που μετά βίας κατορθώνει να φύγει για μία εβδομάδα το καλοκαίρι. Για πολυήμερες διακοπές –όπως έκαναν οι εργαζόμενοι τα προηγούμενα χρόνια– ούτε λόγος, αφού η δαπάνη είναι τεράστια. Ας αρχίσουμε με τους δημοφιλείς προορισμούς: Για να πάει μια τετραμελής οικογένεια στην Κρήτη με ΙΧ χρειάζεται να δώσει για τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια κατά μέσο όρο 300 ευρώ μετ’ επιστροφής για την οικονομική θέση και 437,40 ευρώ με καμπίνα. Όπως υποστηρίζει ο Κ. Δενδρινός, ναυτικός πράκτορας, τα εισιτήρια για την Κρήτη δεν είναι ιδιαίτερα ακριβά σε σχέση με άλλους προορισμούς (Σαντορίνη, Ρόδος) ενώ προσελκύουν αρκετό κόσμο καθώς οι ακτοπλοϊκές εταιρείες δίνουν πακέτα προσφορών. «Η τακτική αυτή στοχεύει να προσελκύσει πελάτες αντισταθμίζοντας έτσι την πτώση του τζίρου που έχει φτάσει συνολικά για τις ακτοπλοϊκές εταιρείες γύρω στο 30% (με 10% πτώση στον αριθμό εισιτηρίων)» επισημαίνει.
Από εκεί και πέρα, με το που θα πατήσει το πόδι της η οικογένεια στο νησί των μαυροπουκαμισάδων αφαιρούνται απευθείας από το οικογενειακό πορτοφόλι κατά μέσο όρο γύρω στα 500 ευρώ για διαμονή σε ξενοδοχείο, σίγουρα όχι πρώτης κατηγορίας. Άλλωστε, οι τιμές στα καταλύματα ποικίλουν ανάλογα με το βαλάντιο, από 300 έως και 780 ευρώ. Ενώ δεν είναι σίγουρο ότι μέσα στην τιμή θα περιλαμβάνεται και πρωινό ή διατροφή. Αν στα παραπάνω προστεθούν το λιγότερο 500-600 ευρώ για διατροφή και άλλα 200-300 για πλαζ, αξιοθέατα κ.ά. το τελικό κόστος για μία εβδομάδα διακοπές ανέρχεται περί τα 1.500 - 2.000 ευρώ.
Ο οικογενειακός προϋπολογισμός όμως για τις διακοπές μπορεί να φτάσει ακόμη πιο ψηλά αναλόγως και με τον προορισμό. Για τη Ρόδο, η τετραμελής οικογένεια θα χρειαστεί 585 ευρώ για την αντίστοιχη μεταφορά της με πλοίο, ενώ αν ναυλώσει τετράκλινη καμπίνα θα καταβάλει 700 ευρώ. «Μια λύση που πλέον ακολουθούν πολλοί είναι να μην παίρνουν μαζί τους αυτοκίνητο», λέει ο Κ. Δενδρινός. Αν κανείς θελήσει να μειώσει το κόστος με αυτό τον τρόπο και νοικιάσει αυτοκίνητο από τον τόπο των διακοπών του, θα πρέπει να δώσει περίπου 200 ευρώ για μία εβδομάδα. Τώρα για τη διαμονή στη Ρόδο θα πρέπει να πληρώσει κανείς περί τα 900 ευρώ για έξι διανυκτερεύσεις μαζί με πρωινό σε ξενοδοχείο β’ κατηγορίας. Ενώ αν η οικογένεια επιλέξει ξενοδοχείο α’ κατηγορίας, η δαπάνη ανέρχεται στα 1.100 ευρώ. Στα ίδια επίπεδα κινούνται οι τιμές και σε άλλα μεγάλα νησιά προσφιλείς προορισμούς για οικογένειες, όπως η Μυτιλήνη: Για τη μεταφορά χρειάζονται περίπου 432 ευρώ και τη διαμονή από 360 ευρώ έως 1.080 σε ξενοδοχεία πλην της α’ κατηγορίας.
Στα «πάγια» αυτά έξοδα θα πρέπει να συνυπολογιστούν και τα καθημερινά μικροέξοδα, όπως ομπρέλα και ξαπλώστρες στις πλαζ που δεν πέφτουν κάτω από 10 ευρώ, ενώ και ο ανεφοδιασμός από τις παρακείμενες καντίνες των παραλιών είναι τσουχτερός. Ενδεικτικά αναφέρουμε τιμές από καντίνα του Αγκιστρίου: 1,30 ευρώ το νερό, 3 ευρώ η μπύρα, 3,40 ευρώ ο καφές κ.ά. Με τη δεδομένη οικονομική δυσπραγία που υπάρχει και τις φαρμακερές τιμές, οι λουόμενοι φαίνεται ότι επιλέγουν να φέρνουν τις ομπρέλες από το σπίτι τους, ενώ το ταπεράκι με φαγητό, που παλαιότερα ήταν είδος προς εξαφάνιση, πλέον έχει επανακάμψει.
Αν κανείς θελήσει να ρίξει το κόστος των διακοπών αποφεύγοντας τη δαπάνη των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων, μπορεί να επιλέξει κάποιον προορισμό στην ηπειρωτική Ελλάδα. Και σε αυτή την περίπτωση όμως, πρέπει να βάλει το χέρι βαθιά στην τσέπη, καθώς η αμόλυβδη βενζίνη σε συγκεκριμένα πρατήρια εθνικών οδών πλησιάζει το 1,7 ευρώ το λίτρο. Ενώ με δεδομένη την αύξηση των φόρων αλλά και τα φαινόμενα αισχροκέρδειας όχι μόνο δεν προβλέπεται μείωση των τιμών αλλά μάλλον περαιτέρω ανατιμήσεις. Άλλωστε, η χώρα τον περασμένο Μάη ήταν η πιο ακριβή στην ΕΕ στην αγορά καυσίμων. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τα πανάκριβα διόδια αυξάνουν και αυτά το κόστος μεταφοράς. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι για τη διαδρομή Αθήνα - Θεσσαλονίκη ο οδηγός χρειαζόταν 113 ευρώ πέρσι ενώ φέτος περί τα 180 ευρώ χωρίς τα διόδια. Αν συνυπολογιστούν αυτά, τότε απαιτούνται πάνω από 200 ευρώ για τη συγκεκριμένη διαδρομή. Αντίστοιχα, το κόστος για διαδρομές 500 χλμ. για 15 μέρες στην Κρήτη φτάνει τα 100 ευρώ.
Ένας από τους πιο συνηθισμένους προορισμούς για οικογενειακό τουρισμό στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι η Χαλκιδική. Η διαμονή σε ξενοδοχείο της περιοχής ξεκινά από 600 ευρώ για της έξι διανυκτερεύσεις και μπορεί να φτάσει έως και τα 1.700 ευρώ. Χαράτσι ομπρέλας γύρω στα 3-6 ευρώ/ημερησίως θα πρέπει να πληρώσουν δύο λουόμενοι στις παρακείμενες παραλίες, καθώς τις περισσότερες εκμεταλλεύονται ιδιώτες. Γενικότερα στην ηπειρωτική Ελλάδα το κόστος της διαμονής είναι λίγο πιο χαμηλό από ό,τι στη νησιωτική. Ενδεικτικά: Στο Πήλιο η αντίστοιχη διαμονή μιας οικογένειας ανέρχεται στα 620 ευρώ για έξι διανυκτερεύσεις σε ξενοδοχείο 4 αστέρων. Στο Ναύπλιο για τις ίδιες μέρες περί τα 820 ευρώ. Στην Πάργα περίπου 350 ευρώ. Στο Γύθειο 550 ευρώ και στην Ερέτρια γύρω στα 400 ευρώ.
Όσο για τη διατροφή, το κόστος ημερησίως δεν πέφτει κάτω από τα 15 ευρώ το άτομο. Οπότε, συνολικά για γεύμα και δείπνο τεσσάρων ατόμων η δαπάνη είναι περίπου 120 ευρώ κάθε μέρα. Ούτε λόγος βέβαια για ακριβά εδέσματα, όπως ψάρι. Για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση και να μειώσουν τα έξοδα, οι περισσότερες οικογένειες επιλέγουν είτε προσφορές ξενοδοχείων που συμπεριλαμβάνουν στην τιμή διατροφή, είτε καταφεύγουν στα ενοικιαζόμενα δωμάτια που διαθέτουν κουζίνα, ώστε να εξοικονομούν ένα απ’ τα δύο γεύματα, με αποτέλεσμα η εργαζόμενη γυναίκα επιφορτίζεται ακόμη και στις διακοπές με την προετοιμασία του φαγητού.
Και να αντιτείνει κανείς ότι υπάρχει και ο κοινωνικός τουρισμός για όσους δεν έχουν υψηλά εισοδήματα, αρκεί να δώσουμε μερικά στοιχεία: Φέτος ο αριθμός δικαιούχων Δελτίου Κοινωνικού Τουρισμού του Οργανισμού Εργατικής Εστίας μειώθηκε, καθώς χορηγήθηκαν 550.000 τέτοια δελτία από προϋπολογισμένα 745.000 πέρυσι. Σε αυτά προβλέπονται εφτά διανυκτερεύσεις και με κατ' άτομο χρηματική συμμετοχή ανάλογα τον επιλεγόμενο τύπο καταλύματος. Μάλιστα τέθηκαν «όρια εισοδήματος» ώστε να φανεί «δίκαια» η απόρριψη δικαιούχων, που είχαν μεγαλύτερο εισόδημα από αυτό που προβλέπονταν. Ποιοι απορρίφθηκαν δηλαδή; Μα οι Ÿυψηλόμισθοι που αμείβονται με 1.215 ευρώ μηνιαίως ή το ζευγάρι ιδιωτικών υπαλλήλων που λαμβάνει 1.786 ευρώ μηνιαίως. Αυτοί φυσικά δεν έχουν ανάγκη για στήριξης στις διακοπές! Αντίστοιχα, είχαμε το πρόγραμμα πέντε διανυκτερεύσεων «Τουρισμός για Όλους» του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, για το πολύ 100.000 δικαιούχους. Τα όρια εδώ είναι λίγο πιο ευρύχωρα (18.000 ευρώ το χρόνο για μεμονωμένα άτομα και 31.000 για οικογένειες), αλλά πάλι απέκλεισαν χιλιάδες σκληρά εργαζόμενους.
Επιχειρηματολογία για την ανάγκη των διακοπών δεν χρειάζεται. Ακόμη κι οι πιο προνομιούχοι εργαζόμενοι, έχουν ανάγκη από αλλαγή παραστάσεων. Σίγουρα ο καπιταλισμός προσπαθεί να απαλλοτριώσει όχι μόνο τον εργάσιμο αλλά ακόμη και τον ελεύθερο χρόνο, μέχρι σημείου να αναρωτιέσαι αν, πουλώντας την εργατική σου δύναμη πουλάς και τη ζωή σου την ίδια. Όμως παρά τις διακηρύξεις περί του αντιθέτου, ο χρόνος δεν είναι χρήμα, είναι πάνω απ' το χρήμα. Και αυτόν τον χρόνο (και όχι μόνο των διακοπών) οι εργαζόμενοι τον χρειάζονται για να τον εκμεταλλευτούν ποικιλοτρόπως, όπως οι ίδιοι ορίζουν και επιθυμούν: Για να κολυμπήσουν, να ξεκουραστούν, να διαβάσουν, να χορέψουν, να ονειρευτούν, να ερωτευτούν, να κουβεντιάσουν.


Η κρίση καταργεί το δικαίωμα σε φτηνό ποιοτικό τουρισμό για όλους



Hσυρρίκνωση λόγω ακρίβειας του λεγόμενου εσωτερικού τουρισμού αλλά και συνολικά η πτώση της τουριστικής κίνησης στη χώρα μας, δημιουργεί μια κρίση στον κλάδο, της οποίας οι επιπτώσεις επιστρέφουν πάλι στους εργαζόμενους, υπονομεύοντας το δικαίωμά τους σε φτηνές και ποιοτικές διακοπές.
Από τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων προκύπτει ότι η πτωτική πορεία του τουρισμού στη χώρα μας είναι διαχρονική και δεν οφείλεται αποκλειστικά στην οικονομική κρίση των τελευταίων ετών. Οι αριθμοί δείχνουν ότι ενώ οι αφίξεις τουριστών αυξάνονται, τα τουριστικά έσοδα έχουν καθηλωθεί στα επίπεδα του 2004. Η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη ανά τουρίστα από 882 ευρώ το 2004, διαμορφώθηκε πέρσι στα 697 ευρώ, δηλαδή σημείωσε πτώση 21%.
Ως «κρίση» στην τουριστική κίνηση χαρακτηρίζονται συχνά και τα μικρά ποσοστά πληρότητας στις ξενοδοχειακές μονάδες. Το στοιχείο αυτό όμως είναι παραπλανητικό, επειδή, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων, τα προσφερόμενα κρεβάτια στην Ελλάδα υπερβαίνουν κατά 184,2% τη ζήτηση, χωρίς μάλιστα σε αυτό το νούμερο να προσμετρούνται τα ενοικιαζόμενα δωμάτια! Με άλλα λόγια, ποτέ η πληρότητα των ξενοδοχείων ακόμα και σε περιόδους αυξημένης ζήτησης δεν θα είναι μεγάλη.
Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνουν τη στρεβλή και χωρίς σχέδιο ανάπτυξη του συγκεκριμένου κλάδου που είναι σημαντικός για την ελληνική οικονομία: Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, στον τουρισμό δραστηριοποιείται το 20% του συνόλου των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Η απάντηση στην κρίση που δίνουν όμως τόσο οι «μεγάλοι» του κλάδου όσο και η κυβέρνηση, βρίσκεται στον αντίποδα των αναγκών που έχει η πλειοψηφία των εργαζομένων. Ενώ οι εργαζόμενοι χρειάζονται φτηνές και ποιοτικές διακοπές προσιτές για όλους, οι μεγαλοξενοδόχοι και το υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού χαράζει στρατηγική προσέλκυσης «υψηλού, ποιοτικού τουρισμού». Αυτό σημαίνει με απλά λόγια ότι στόχευση της τουριστικής πολιτικής είναι πολίτες εξωτερικού με υψηλά εισοδήματα, τουρίστες δηλαδή που θα καταλύουν σε «πεντάστερα» ξενοδοχεία υψηλών ανέσεων, που προσφέρουν χλιδή και ακριβοπληρωμένες πολυτέλειες. Αυτή η στρατηγική όπως είναι ευνόητο αποκλείει τον εσωτερικό τουρισμό, τους έλληνες εργαζόμενους που θα ψάχνουν με το «κιάλι» τις οικονομικές διακοπές που επιβάλλει η οικονομική τους κατάσταση. Παράλληλα, η πολιτική αυτή ενισχύει τις τάσεις συγκεντροποίησης του κλάδου και «στραγγαλίζει» τους μικρομεσαίους του χώρου.
Παράγοντες του τουρισμού αλλά και η πολιτεία ισχυρίζονται ότι ο τουρισμός είναι η «βαριά βιομηχανία» της χώρας, που είναι σε θέση να βγάλει την οικονομία από την κρίση. Με αυτό το σκεπτικό, επιτίθενται σε κάθε αγωνιζόμενο κλάδο που πλήττεται από τις συνέπειες της κυβερνητικής πολιτικής και απεργεί για τα δικαιώματά του, επειδή δήθεν πλήττεται η διεθνής εικόνα της χώρας. Θυμίζουμε ότι οι απεργίες των ναυτεργατών, των υπαλλήλων της πολιτικής αεροπορίας και πρόσφατα των βυτιοφορέων, «στοχοποιήθηκαν» και χτυπήθηκαν ανελέητα από τα μέσα ενημέρωσης και την κυβέρνηση επειδή προξενούσαν υποτίθεται ζημιά στην τουριστική κίνηση.
Στην πραγματικότητα όμως, δεν είναι οι αγώνες των εργαζομένων, αλλά η κυβερνητική πολιτική της λιτότητας και της ακρίβειας που στερεί από τους εργαζόμενους τις διακοπές και από τους ξενοδόχους την πελατεία. Δεν είναι λίγες οι αναφορές σε ταξιδιωτικούς οδηγούς και άλλα μέσα ενημέρωσης που κατατάσσουν την Ελλάδα στους ακριβότερους παγκοσμίως προορισμούς λόγω έμμεσων φόρων και ακριβών μετακινήσεων, γεγονός που αποτελεί το βασικότερο ανασταλτικό παράγοντα για τον τουρισμό.
Επομένως, ο τουρισμός δεν είναι η πανάκεια για την οικονομία, αλλά το αντίθετο: Μια διαφορετική οικονομική πολιτική, που θα στηρίζει το λαϊκό εισόδημα και θα επιτρέπει τις διακοπές τόσο για τους ντόπιους όσο και για τους επισκέπτες από το εξωτερικό, είναι αυτή που θα δώσει «ανάσες» και στον τουριστικό κλάδο.
Άλλωστε, για να είναι οι διακοπές χρόνος ξεκούρασης, χρειάζεται η εργασία χιλιάδων ανθρώπων, που στη χώρα μας τις περισσότερες φορές δουλεύουν κάτω από άθλιες συνθήκες. Ο τουρισμός απασχολεί σήμερα περίπου 894.000 εργαζόμενους, δηλαδή το 19% του εργατικού δυναμικού της χώρας.
Παρόλο που από την κυβέρνηση θεωρείται «κλάδος αιχμής», στο όνομα της κρίσης νομιμοποιούνται συνθήκες άγριας εκμετάλλευσης για τους εργαζόμενους του κλάδου. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η εκμετάλλευση των νέων φοιτητών που με το πρόσχημα της «μαθητείας» για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας μπαίνουν στο επάγγελμα και πιάνουν νευραλγικά πόστα ακόμα και χωρίς αμοιβή. Πρόκειται για νέους από τη χώρα μας και το εξωτερικό, που αποφοιτούν από τις διάφορες δημόσιες και ιδιωτικές σχολές τουριστικών επαγγελμάτων και αναζητούν επαγγελματική εμπειρία. Έτσι, το τουριστικό όραμα των μεγαλοξενοδόχων στηρίζεται στα «μεγάλα πορτοφόλια» των πελατών και στα «ψίχουλα» για τους εργαζόμενους.