Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Κίνηση Ιδεών: Η παγίδα του "άμεσου πολιτικού προγράμματος"

Το επαναστατικό πρόταγμα και οι εργατικοί αντι-θεσμοί αποκτούν απόλυτη προτεραιότητα




του Κώστα Χαριτάκη




Η κρίση που βιώνουμε τείνει να πάρει χαρακτηριστικά κρίσης συνολικής αναπαραγωγής της κοινωνίας. Είμαστε ενώπιον ενός «κοινωνικού κραχ», μιας βαθιάς και μακροπρόθεσμης ανατροπής όλων των δεδομένων της εργασίας και της ζωής, και βίαιης ανασυγκρότησής τους σε μια άγρια, «καθαρότερη» από ποτέ, καπιταλιστική εκμετάλλευση και κυριαρχία που διαμορφώνει νέο κοινωνικό μοντέλο για ολόκληρες δεκαετίες.

Αυτό συμβαίνει γιατί στη σημερινή κρίση συναρθρώνονται και αλληλεπιδρούν «πολλές κρίσεις» και όχι μόνο αυτή που κυρίαρχα περιγράφεται: Η οικονομική κρίση που έχει στον πυρήνα της την καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης, η πρωτοφανής ιστορικά οικολογική κρίση που στον πυρήνα της έχει την οικονομική μεγέθυνση και την υπερανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η ευρύτερη πολιτισμική κρίση νοηματοδότησης της ζωής που στον πυρήνα της έχει την κρίση του αστικού τρόπου ζωής αλλά και όλων των νοημάτων ως αποτέλεσμα του τέλους των παλιών ιδεολογιών και «μεγάλων αφηγήσεων», καθώς και η πολιτική κρίση που στον πυρήνα της έχει την απαξίωση του κοινοβουλευτισμού και εν γένει των θεσμών και φορέων αντιπροσώπευσης - εκπροσώπησης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναπτύσσονται πρωτόγνωρες εξεγερτικές διαθέσεις, αναζητήσεις, και (σε μικρότερο βαθμό) πρακτικές, των οποίων η εξέγερση του Δεκέμβρη '08 ήταν μόνο μια... πρόγευση, ενώ ήδη γεγονότα όπως η απεργιακή πορεία και οι συγκρούσεις της 5ης Μάη δείχνουν τη γοργή ανάπτυξή τους και το μαζικό εργατικό χαρακτήρα τους. Εκφράζεται κυρίαρχα πλέον η απογοήτευση από το σύνολο του «πολιτικού και συνδικαλιστικού τόξου», αλλά και από τις συνήθεις μορφές διαμαρτυρίας, καθώς και η αναζήτηση μιας άλλου τύπου πολιτικής και εργατικής δράσης έξω από το πλαίσιο της κάθε είδους εκπροσώπησης και της ηττοπαθούς διαμαρτυρίας.
Η πραγματικότητα αυτή, μιας κρίσης με καθολικά χαρακτηριστικά και ριζικά ερωτήματα, καθώς και μιας εξεγερτικής πολιτικοποίησης με νέες ποιοτικές αναζητήσεις, έχει ήδη «ξεπεράσει» όλους τους τύπους της παλιάς αριστερής πολιτικής που εδράζονται στα κλασικά σχήματα τακτικής - στρατηγικής. Έτσι, οι διάφορες προσπάθειες όλων των τμημάτων της Αριστεράς να διατυπώσουν ένα άμεσο πρόγραμμα «ανάσχεσης», «ανακούφισης», «καθυστέρησης», «ματαίωσης ορισμένων πλευρών», «κλονισμού στοιχείων της αστικής πολιτικής», ή ακόμα και μιας «φιλολαϊκής εξόδου από την κρίση», το μόνο που καταφέρνουν είναι να παγιδεύουν την Αριστερά ακόμα πιο βαθιά στα όρια του συστήματος και να μεγαλώνουν το χάσμα ανάμεσα σε αυτήν και τις αναζητήσεις των εργαζομένων και της νεολαίας που ψάχνουν εναγωνίως έναν συνολικά άλλο δρόμο για τη ζωή τους και την κοινωνία. Την οδηγούν σε ρόλο «συμβούλου» προς τις αστικές κυβερνήσεις και την αστική τάξη για το τι μπορούν να πράξουν πιο «φιλολαϊκά», και το κίνημα σε ρόλο το πολύ «αντίστασης» και «διαμαρτυρίας». Μας λένε τι πρέπει να πράξουν κάποιες κυβερνήσεις για μας (υπό την πίεση κάποιων καλύτερων κοινοβουλευτικών ή και κινηματικών συσχετισμών), αλλά δεν μας λένε τι πρέπει να πράξουμε εμείς για εμάς και πώς.
Είναι χαρακτηριστικό (όσο και αποκαλυπτικό) ότι όλες οι αριστερές «ριζοσπαστικές» προτάσεις που έχουν κατατεθεί σήμερα (κατάργηση του Συμφώνου Σταθερότητας, έξοδος από το ευρώ και την ΟΝΕ, αναδιαπραγμάτευση ή/και διαγραφή του χρέους, κ.λπ.) αποτελούν «εναλλακτικές λύσεις» τις οποίες τμήματα της ίδιας της αστικής τάξης στην Ελλάδα αλλά και του διεθνούς κεφαλαίου έχουν επεξεργαστεί ή/και προτείνουν. Πρόκειται για «λύσεις» που είναι έτοιμες να υλοποιηθούν από την ίδια την αστική τάξη ως «πλάνο Β» ανάλογα με την εξέλιξη της κρίσης, προκειμένου να διασφαλιστούν τα βασικότερα και συνολικότερα συμφέροντα και δομές του κεφαλαίου, η συνολική του κυριαρχία. Εξίσου σημαντικό με αυτό είναι και το γεγονός ότι όλες οι παραπάνω «ριζοσπαστικές» προτάσεις της Αριστεράς απευθύνονται για υλοποίηση σε κάποια αστική κυβέρνηση (ακόμα κι αν αυτή βαφτίζεται «αριστερή», «λαϊκή» ή «εργατική»), αναγνωρίζοντας έτσι ότι μόνο κυβερνήσεις εντός του συστήματος μπορούν να μας βγάλουν από την κρίση (εξ ου και οι αναφορές στις «προοδευτικές» ή «αντιιμπεριαλιστικές» κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, ή τις προοδευτικές διεθνείς κρατικές συμμαχίες)! Μετατρέπουν έτσι, εξ ορισμού, το ίδιο το εργατικό κίνημα σε ένα μοχλό πίεσης προς την αστική πολιτική και όχι σε δημιουργό της δικής του πολιτικής που το ίδιο θα επιβάλει - υλοποιήσει με τα δικά του ανεξάρτητα όργανα και αντι-θεσμούς.
Συμπληρωματικά προς αυτή τη λογική «άμεσου πολιτικού προγράμματος» λειτουργεί και η λογική της «μαχητικής διεκδίκησης προωθημένων αιτημάτων» (που εδράζεται στο ίδιο ξεπερασμένο σχήμα τακτικής - στρατηγικής και αναπαράγει τη διάσπασή τους). Καταρχήν, η ίδια η κρίση κάνει πολλά από αυτά τα αιτήματα να αποτελούν μέρος των εναλλακτικών λύσεων του κεφαλαίου, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά στο αίτημα για εθνικοποίηση - κρατικοποίηση. Αίτημα που το ίδιο το κεφάλαιο δεν έχει διστάσει να υλοποιήσει σε όλο τον κόσμο (αρχής γενομένης από τις ίδιες τις ΗΠΑ) προκειμένου να διασώσει μεγάλους καπιταλιστικούς οργανισμούς, όπως οι τράπεζες και άλλες επιχειρήσεις. Άλλα αιτήματα η κρίση τα καθιστά εξαιρετικά προβληματικά ως προς τη... ριζοσπαστικότητά τους, όπως για παράδειγμα το «δουλειά για όλους» που στην ουσία ζητάει να εξαπλωθεί σε όλους η σημερινή εκμεταλλευτική, καπιταλιστικά διευθυνόμενη, κοινωνικά και περιβαλλοντικά επιζήμια εργασία. Και κάποια άλλα τα καθιστά «άνευ νοήματος», όπως οι κλαδικές μισθολογικές αυξήσεις, όταν η κρίση θέτει υπό αμφισβήτηση όχι απλά το μισθό αλλά το σύνολο των εργασιακών συνθηκών και των όρων αναπαραγωγής της ζωής. Σε κάθε περίπτωση, ο χαρακτήρας αυτών των αιτημάτων και του αντίστοιχου πολιτικού προγράμματος της Αριστεράς δεν ξεπερνάει τον αστικό ορίζοντα της «αναδιανομής» του πλούτου, παράγοντας έτσι, ακόμα και στην υποθετική και εντελώς ανεδαφική σήμερα περίπτωση της «ικανοποίησης» κάποιων αιτημάτων, μια συνείδηση εξάρτησης από το σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της κρατικής κυριαρχίας.
Τα όρια των παλιών συνδυασμών τακτικής - στρατηγικής και της αντίληψης του «άμεσου πολιτικού προγράμματος» που απορρέει από αυτά είναι πια σήμερα, σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης και εξεγερτικών συνθηκών, «θηλιά» για την ανάπτυξη πραγματικού εργατικού κινήματος βάσης και χειραφέτησης, καθώς και επαναστατικού πολιτικού ρεύματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της «χρεοκοπίας» αυτών των σχημάτων είναι, επίσης, η προβολή ως ανώτατου πολιτικού στόχου στη συγκυρία της ανατροπής της κυβέρνησης. Ενώ το σύνθημα αυτό θα έπρεπε να αποτελεί την αφετηρία και μόνο, καθώς δεν απαντάει το τι θέλουμε να έρθει και πώς μετά την πτώση της κυβέρνησης και όλων των κυβερνήσεων της ίδιας πολιτικής (μήπως μια άλλη κυβέρνηση με «άλλη» πολιτική;), μετατρέπεται σε τέλος του «άμεσου πολιτικού προγράμματος», αποκαλύπτοντας τη γύμνια μιας επαναστατικότητας που δεν μπορεί να δει πέρα από τα κοινοβουλευτικά, κυβερνητικά και εν γένει «εξουσιαστικά» (με την έννοια της κατοχής και διεύθυνσης ενός κράτους) όρια της αστικής πολιτικής.
Για άλλη μια φορά, η επαναθεμελίωση προβάλλει σαν επείγουσα ανάγκη, και τώρα έχουμε την ευκαιρία να ξαναορίσουμε την επαναστατική πολιτική, όχι μόνο «θεωρητικά» αλλά και «πρακτικά», μέσα στο καμίνι των κοσμοϊστορικών ερωτημάτων της κρίσης και των εξεγερτικών προκλήσεων που αυτή φέρνει. Και η «πρώτη πράξη» αυτής της επαναθεμελίωσης δεν μπορεί παρά να είναι το «άνοιγμα των οριζόντων», η υπέρβαση της αστικού τύπου «εργατικής πολιτικής», το σπάσιμο της θηλιάς που πνίγει την επαναστατική αναζήτηση και η έξοδος από την αυτοπαγίδευση της Αριστεράς στα πλαίσια των εναλλακτικών λύσεων εντός του συστήματος.
Άμεσο πολιτικό πρόγραμμα σήμερα, για την ικανοποίηση των αναγκών και των επιθυμιών της εργαζόμενης πλειοψηφίας, είναι η επαναστατική λύση. Γι' αυτό πρέπει να προτάξουμε το τι θέλουν και μπορούν να κάνουν οι εργαζόμενοι ανατρέποντας το σύστημα, πώς θέλουν και μπορούν να ανασυγκροτήσουν τη ζωή και την κοινωνία, με ποιο κοινωνικό έργο (που είναι το πραγματικό περιεχόμενο της επαναστατικής διαδικασίας κατά τον Μαρξ, και όχι απλώς η «έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα» ή η «κατάληψη της εξουσίας») θα λύσουν το πρόβλημα της επιβίωσης και τα άμεσα προβλήματα, θεμελιώνοντας ταυτόχρονα μια άλλου τύπου σχέση μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ ανθρώπου-φύσης.
Η επαναστατική λύση δεν είναι η επίκληση της επανάστασης, είτε άμεσα είτε, πολύ περισσότερο, στο επέκεινα, ούτε, ακόμα περισσότερο, η επαγγελία μιας «άλλης εξουσίας» που θα μας λύσει τα προβλήματα. Επαναστατική λύση είναι η απάντηση των προβλημάτων από όργανα και αντι-θεσμούς των ίδιων των εργαζομένων, με την αναδιοργάνωση της ζωής σε άλλη βάση από αυτή της ατομικής ιδιοκτησίας, του εμπορεύματος, του χρήματος και του κράτους. Είναι η πρακτική που δεν περιμένει (έστω και διεκδικώντας) την εξασφάλιση της επιβίωσης και τη λύση των προβλημάτων από το κεφάλαιο και το κράτος (που αποδεδειγμένα πλέον δεν μπορούν να το κάνουν), αλλά αναλαμβάνει την επιβίωση και τη λύση των προβλημάτων με όρους αυτοδιεύθυνσης, συνεταιρισμού και αλληλεγγύης, έξω και ενάντια από την επικράτεια του κεφαλαίου και του κράτους. Είναι η πρακτική της Κομμούνας, των Σοβιέτ, των κολλεκτίβων της ισπανικής επανάστασης, που συναντιέται με τα σύγχρονα παραδείγματα των καταλήψεων και της αυτοδιαχείρισης εργοστασίων, καθώς και της αυτοοργάνωσης της γειτονιάς, στο Αργεντινάζο, των ελεύθερων αυτοδιευθυνόμενων κοινοτήτων των Ζαπατίστας, των ανεξάρτητων λαϊκών δομών επιβίωσης, εκπαίδευσης και υγείας που δοκιμάζονται στη Λατινική Αμερική, κ.λπ.
Μόνο έτσι μπορούν, άλλωστε, να μετατρέπονται οι «εξεγερτικές» συνθήκες σε «επαναστατικές». Διοχετεύοντας, δηλαδή, την απογοήτευση, την απόγνωση και την οργή, σε μια νέα συλλογική θέληση, δημιουργία και ελευθερία, που δεν θα εξαρτάται από κόμματα, κατεστημένους θεσμούς, εμπορεύματα, χρήμα, καταναλωτισμούς, ιδιοκτησία, ιεραρχίες, αυθεντίες, θρησκείες του Θεού ή της Επιστήμης, κυριαρχία και εκμετάλλευση επί του ανθρώπου ή της φύσης.
Όπως και ο Λένιν το 1917 (το βασικότερο «δίδαγμα» του οποίου ξεχνούν όλοι οι... μαθητές του), πρέπει να πούμε «γη, ειρήνη, ψωμί» όχι ως διεκδίκηση σε κάποια κυβέρνηση και σε κάποιο κράτος, αλλά παίρνοντας με τα «σοβιέτ» τώρα τη γη, αποδομώντας με τα «σοβιέτ των στρατιωτών» το στρατό του πολέμου, και κυρίως οργανώνοντας με τις «εργοστασιακές επιτροπές» τη λειτουργία των εργοστασίων πετώντας έξω ιδιοκτήτες και διευθυντές, καθώς και παίρνοντας με τα «σοβιέτ των περιοχών» το ψωμί από εκεί που υπάρχει συσσωρευμένο και παράγοντας συνεταιριστικά αυτά που χρειαζόμαστε.
Αλλιώς, θα βλέπουμε (όπως και τον Δεκέμβρη '08) τις... εξεγέρσεις να περνούν, και θα θρηνούμε για τις «τυφλές» εξεγέρσεις και για το «κόμμα της εργατικής τάξης» που δεν υπήρχε για να θέσει θέμα «εξουσίας»...