Η πρόθεση της κυβέρνησης να καταργήσει τη μονομερή προσφυγή των εργαζομένων στη διαιτησία ισοδυναμεί με πλήρη αποδόμηση του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων.
Παναγιώτης Σωτήρης
Μέχρι τώρα τις συλλογικές διαπραγματεύσεις ρύθμιζε ο ν. 1876/90 που ψηφίστηκε επί της οικουμενικής κυβέρνησης. Μια συνδικαλιστική οργάνωση μπορούσε να καλέσει σε διαπραγμάτευση τους εργοδότες και εάν η διαπραγμάτευση δεν ευοδωνόταν, προσέφευγε στον ΟΜΕΔ για μεσολάβηση. Η μεσολάβηση σήμαινε διαπραγμάτευση των δύο μερών με την παρέμβαση του μεσολαβητή, ο οποίος στο τέλος κατέθετε την πρότασή του, που αν γινόταν δεκτή αποκτούσε ισχύ συλλογικής σύμβασης. Εάν οι εργοδότες δεν προσέρχονταν στη μεσολάβηση ή απέρριπταν την πρόταση του μεσολαβητή, τότε οι εργαζόμενοι μπορούσαν να προσφύγουν στη διαιτησία. Ο διαιτητής, ύστερα από συνάντηση με τα δύο μέρη, προχωρούσε στην έκδοση διαιτητικής απόφασης με ισχύ συλλογικής σύμβασης. Στον πυρήνα του ο ν. 1876/90 επεδίωκε την ταξική συνεργασία, με τη μεσολάβηση να ορίζεται ως διαδικασία συμφιλίωσης εργοδοτών και εργαζομένων, ενώ τα σωματεία για να κάνουν προσφυγή στη διαιτησία έπρεπε να αποδεχτούν την πρόταση του μεσολαβητή, ό,τι και εάν προέβλεπε αυτή. Ωστόσο, αποτελούσε και πρόοδο, καθώς δεν προέβλεπε την απαράδεκτη υποχρεωτική προσφυγή στη διαιτησία από υπαλλήλους του υπουργείου Εργασίας με ταυτόχρονη απαγόρευση απεργιών που προέβλεπε ο ν. 3239/55, δεν επέβαλε εργασιακή ειρήνη στις διαπραγματεύσεις και έδινε τη δυνατότητα να βγει σύμβαση ό,τι και εάν έκαναν οι εργοδότες.
Σταδιακά με την επιδείνωση του ταξικού συσχετισμού δύναμης η διαδικασία της μεσολάβησης και διαιτησίας έγινε ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί η πλήρης απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Οι εργαζόμενοι προσέφευγαν στη μεσολάβηση και οι προτάσεις του μεσολαβητή αποτελούσαν συνήθως πρόκριμα για την απόφαση του διαιτητή, ενώ μπορούσαν να επιλεγούν μεσολαβητές και διαιτητές με φιλεργατικές τοποθετήσεις. Εάν οι εργοδότες ακολουθούσαν επιθετική στάση, κινδύνευαν να βρεθούν με μεσολαβητικές προτάσεις και διαιτητικές αποφάσεις που να δικαιώνουν τους εργαζομένους. Οι συμβάσεις ή οι διαιτητικές αποφάσεις κηρύσσονταν υποχρεωτικές για όλους τους εργοδότες κάθε κλάδου και διαμορφωνόταν ένα πλέγμα συμβάσεων που κάλυπταν τις περισσότερες κατηγορίες εργαζομένων. Φυσικά, οι αποφάσεις κινούνταν σε συγκεκριμένα όρια: Συνήθως δίνονταν μια αύξηση κάπως μεγαλύτερη από την ΕΓΣΕΕ ή / και ικανοποιούνταν κάποια θεσμικά αιτήματα, αλλά ανατροπές μεγάλες δεν γίνονταν. Η κλίμακα των κατακτήσεων εξαρτιόταν από τη μαχητικότητα και τη μαζικότητα των σωματείων. Τα πιο ισχυρά και μαχητικά έπαιρναν μεγαλύτερες αυξήσεις και κατακτήσεις, ενώ τα υπόλοιπα περιορίζονταν στις αυξήσεις της ΕΓΣΕΕ λίγο επαυξημένες. Ακόμη κι έτσι μπορούσαν να υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις και συλλογικά δικαιώματα. Η διαδικασία διαπραγμάτευσης μιας σύμβασης και η κήρυξή της ως υποχρεωτική ήταν η μόνη δυνατότητα για το εργατικό κίνημα να νομοθετήσει, τροποποιώντας προς όφελός του μια «νομιμότητα» εξ ορισμού αντεργατική.
Η κυβέρνηση επιδιώκει να καταργήσει τον κρίσιμο κόμβο της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. Αυτή δεν θα επιτρέπεται πλέον για τις κλαδικές, ομοιοεπαγγελματικές και επιχειρησιακές συμβάσεις και μάλλον θα μείνει μόνο για την εθνική. Πλέον οι εργοδότες θα μπορούν να προσέρχονται στη μεσολάβηση, να μην αποδέχονται την πρόταση του μεσολαβητή και εκεί όλα να τελειώνουν. Θα εκβιάζουν τους εργαζομένους να αποδεχτούν ό,τι τους προτείνουν, καθώς με την ισχύουσα νομοθεσία εάν έξι μήνες μετά την καταγγελία της σύμβασης (που είναι προϋπόθεση για την έναρξη διαπραγματεύσεων) δεν υπάρχει νέα σύμβαση ή διαιτητική απόφαση, αυτή δεν ισχύει, οπότε όλοι οι νεοπροσλαμβανόμενοι δεν καλύπτονται από αυτήν (καλύπτει ατομικά όποιον έχει συνάψει σύμβαση αορίστου διαρκούσης της ισχύος της). Σε κλάδους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (π.χ. φροντιστήρια), αυτό σημαίνει να μην υπάρχει τυπικά καμιά σύμβαση. Η πρόθεση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να ψηφιστεί τώρα, ενώ οι συμβάσεις είναι σε διαπραγμάτευση, απειλεί να βρεθούν οι περισσότεροι κλάδοι χωρίς κανενός είδους σύμβαση.
Επιπλέον, η κυβέρνηση σπεύδει να αλλάξει τη διαδικασία επιλογής των μεσολαβητών και των διαιτητών, ορίζοντας χωριστά σώματα μεσολαβητών και διαιτητών και βάζοντας ως κριτήριο την ομοφωνία της ΓΣΕΕ και του ΣΕΒ για την επιλογή τους, με στόχο να αποκλειστούν όσοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν έστω και κατ’ ελάχιστο φιλεργατικοί.
Η κυβέρνηση επιδιώκει όσες κατακτήσεις υπήρχαν σε κλαδικό ή ομοιοεπαγγελματικό επίπεδο να καταργηθούν. Θέλει να επιβάλει καθεστώς εργοδοτικού δεσποτισμού και ατομικής διαπραγμάτευσης. Υπονομεύει τη δυνατότητα συλλογικής συνδικαλιστικής δράσης αφού η σύναψη σύμβασης και η μάχη για την εφαρμογή της αποτελεί το πρώτο κρίσιμο βήμα για τη συνδικαλιστική οργάνωση ενός χώρου. Η μάχη για να μην περάσει το νομοσχέδιο είναι τεράστιας σημασίας, ειδικά για τα σωματεία, που δίνουν μάχη για τις συμβάσεις.