Εξαιρετικά χρήσιμο το βιβλίο του Δημήτρη Καλτσώνη που αναλύει το κράτος
και το δίκαιο στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες
Στη χώρα μας, μετά τη σαρωτική επίθεση της τρόικας ΠΑΣΟΚ - ΕΕ - ΔΝΤ, επικρατεί από αμηχανία και απογοήτευση μέχρι πανικός, σε αρκετούς πρωτοπόρους αγωνιστές του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Τι διδάσκει, όμως, η εμπειρία της Βενεζουέλας;
ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΡΚΟΥ
H μελέτη και κατανόηση της εμπειρίας της Βενεζουέλας δείχνει ότι η σαρωτική επίθεση του κεφαλαίου μπορεί να ανακοπεί, ακόμη και να ανατραπεί, παρά το γεγονός ότι, μετά από μια σειρά ηττών, η Αριστερά και ειδικά η επαναστατική και κομμουνιστική, μπορεί να μη βρίσκονται ακόμη σε θέση να οδηγήσουν το εργατικό κίνημα σε μια μετατροπή των εξεγέρσεων σε επαναστατική κατάσταση, κρίση και νικηφόρα επανάσταση. Η εμπειρία αυτή επιβεβαιώνεται από μια σειρά αντίστοιχων γεγονότων σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής. Η ίδια τάση φαίνεται να αγκαλιάζει, σήμερα, τον αραβικό κόσμο, με όλες τις ιδιομορφίες του.
Μια από τις ιδιαιτερότητες της Λατινικής Αμερικής είναι, ότι ακριβώς από αυτή την υπο-ήπειρο ξεκίνησε η επέλαση των δογμάτων του νεοφιλελευθερισμού με το πραξικόπημα του Πινοσέτ, στη Χιλή, το 1973. Και μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά γράφει η Ναόμι Κλάιν (Το Δόγμα του σοκ, εκδ. Λιβάνη), σε μια χρονική περίοδο, όπου ο Νίξον δήλωνε, «είμαστε όλοι κεϋνσιανοί πια» και ο Φρίντμαν έγινε έξαλλος από το ταπεινωτικό γεγονός, ότι ο επικεφαλής του προγράμματος προστασίας των μισθών και ελέγχου των τιμών δεν ήταν άλλος από τον πιο πιστό μαθητή του, τον… Ντόναλντ Ράμσφελντ!
Οι αντιδραστικοί μετασχηματισμοί του ολοκληρωτικού καπιταλισμού που προηγήθηκαν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, με όλες τις σημαντικές ιδιαιτερότητές τους, οδήγησαν στις πρόδρομες οικονομικές κρίσεις των χωρών αυτών, με πιο γνωστές, την «κρίση της Τεκίλας» στο Μεξικό, την «κρίση της σάμπας» στη Βραζιλία και την «κρίση του ταγκό» στην Αργεντινή. Καμία χώρα της περιοχής δεν έμεινε ανέγγιχτη. Φυσικά, οι οικονομικές κρίσεις δεν γεννούν αυτόματα ή νομοτελειακά πολιτικές κρίσεις. Ωστόσο, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι σε ολόκληρη αλυσίδα χωρών της Λατινικής Αμερικής σημειώνονται από κοινοβουλευτικές ανατροπές νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων και πολιτικών μέχρι βαθύτατες κοινωνικές εξεγέρσεις, που οδηγούν σε ριζοσπαστικές αλλαγές πολιτικής.
Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνει ο Δ. Καλτσώνης, η «ιδιομορφία της Βενεζουέλας συνίσταται κυρίως στο ότι η ριζοσπαστικοποίηση του λαού, σε συνδυασμό με τη διεθνή συγκυρία επέτρεψαν την υλοποίηση μιας μεταρρυθμιστικής πολιτικής σε μια ιστορική περίοδο αντιμεταρρύθμισης» του «νεοφιλελεύθερου τύπου διαχείρισης του καπιταλισμού». Η διαπίστωση αυτή είναι σημαντική, περισσότερο δε που 12 χρόνια μετά την εγκαθίδρυση της προεδρίας Τσάβες, οι κοινωνικο-οικονομικοί μετασχηματισμοί του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και τα νεοφιλελεύθερα δόγματα έχουν τεθεί σε βαθιά δομική κρίση, με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα ειδικά, να έχουν βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα.
Η κρίση της αστικής ιδεολογίας υπογραμμίζεται από το γεγονός, ότι η απάντηση του κεφαλαίου στην οικονομική κρίση, μετά από κάποιους αρχικούς δισταγμούς, δεν είναι άλλη από την καθολική γενίκευση της ίδιας πολιτικής που οδήγησε στην κρίση. Με αποτέλεσμα, αφενός μια απότομη πτώση της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων στρωμάτων στην απόλυτη εξαθλίωση και αφετέρου, την απότομη εκτίναξη των κερδών μιας σχετικά στενής μερίδας του ελληνικού κεφαλαίου, του πιο διεθνοποιημένου τμήματός του. Αυτή τη σχετικά στενή μερίδα εκφράζει η κυβέρνηση Παπανδρέου. Σε βάρος μάλιστα, και εκείνων των τμημάτων του κεφαλαίου τα οποία, όπως γράφει ο Δ. Καλτσώνης για τη Βενεζουέλα, «δραστηριοποιούνταν στην εγχώρια βιομηχανία που ήταν προσανατολισμένη στην εσωτερική αγορά». Για την ακρίβεια, πρόκειται για τα λιγότερο διεθνοποιημένα κεφάλαια. Φυσικά, το ειδικό βάρος αυτών των τμημάτων, στην Ελλάδα της ΕΕ και του ευρώ, είναι μικρότερο από αυτό της Βενεζουέλας των αρχών της δεκαετίας του ’90. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι καθόλου αμελητέο. Η δυσαρέσκειά τους αντανακλάται στις αντιδράσεις μεγάλων συγκροτημάτων του Τύπου, την περασμένη εβδομάδα, στην αναγγελία του πακέτου ξεπουλήματος κρατικής περιουσίας ύψους 50 δισ. ευρώ.
Παρόμοιες αντιδράσεις σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, σημειώνει σωστά ο Δ. Καλτσώνης, «δεν συνεπάγονται τη διάρρηξη της συμμαχίας ανάμεσα στα τμήματα της κυρίαρχης τάξης, ούτε ανάμεσα στην κυρίαρχη τάξη κάθε χώρας και στην κυρίαρχη τάξη των ΗΠΑ. Προκαλούν όμως σοβαρές εντάσεις και αντιθέσεις οι οποίες “προστίθενται’’ στην κυρίαρχη αντίθεση που διαπερνά τις κοινωνίες αυτές». Πρόκειται για «εντάσεις και αντιθέσεις» που στη Βενεζουέλα οδήγησαν, σε «κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, από όπου μπορεί να εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζόμενων τάξεων», σύμφωνα με τον Λένιν, όπως γράφει ο συγγραφέας. Αυτή η δυνατότητα, παρά τις προσωρινές σημαντικές επιτυχίες της τρόικας σε βάρος του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα υλοποιηθεί νομοτελειακά.
Ο Δημήτρης Καλτσώνης εκτιμά, ότι «υπό προϋποθέσεις», «είναι δυνατό οι νομοθετικές, πολιτικές και οικονομικές αλλαγές», τις οποίες προωθεί μια «ριζοσπαστική κυβέρνηση» που αναδείχθηκε «στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας», να οδηγήσουν «στην επαναστατική ανατροπή της κυρίαρχης αστικής κρατικής εξουσίας». Αυτή η εκτίμηση, όμως, έρχεται σε καταφανή αντίφαση με όλη την προηγούμενη ανάλυση της εμπειρίας των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Αντίφαση που δεν μπορεί να μετριαστεί από το αναφερόμενο παράδειγμα της Τσεχοσλοβακίας του 1946.
Τέτοιες κυβερνήσεις προκύπτουν μετά από κορυφώσεις και σπασμούς της ταξικής πάλης. Ανεξάρτητα ακόμη και από τις ομολογημένες προθέσεις τους, αντικειμενικά στόχο έχουν την ενσωμάτωση του ανοδικά κινούμενου εργατικού κινήματος, την αποτροπή της επαναστατικής προοπτικής του, την επιστροφή στην «κοινοβουλευτική ομαλότητα» και την απρόσκοπτη καπιταλιστική κερδοφορία. Ένα επαναστατικό αντικαπιταλιστικό μέτωπο και ένα ταξικό εργατικό κίνημα δεν πρέπει να συμμετέχουν σε τέτοιες κυβερνήσεις, αλλά να τις αξιοποιεί για να προετοιμάσει και να προωθήσειτην επαναστατική κατάσταση προς την επαναστατική κρίση.
Ο συγγραφέας προβλέπει ότι «χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ριζοσπαστικοποίησης», πιθανότερο σήμερα είναι ότι οι όποιες φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις της αστικής «Μπολιβαριανής Δημοκρατίας», είτε θα ανατραπούν είτε θα «παγιωθούν και ενσωματωθούν ως κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις σοσιαλδημοκρατικού - κεϋνσιανού τύπου». Ωστόσο, είναι ένα μεγάλο θεωρητικό ερώτημα εάν στην εποχή μας μπορεί να «παγιωθούν» τέτοιες σχέσεις.
Σκέψεις για το Δίλλημα της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας
Εκδόσεις Ξιφαρά
Το έργο του λέκτορα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Δημήτρη Καλτσώνη, Το Δίλημμα της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας, επιχειρεί μια μαρξιστική κριτική στο «Κράτος και Δίκαιο στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες», όπως αναφέρει ο υπότιτλός του, με βάση την ιδιαίτερη θεωρητική και πολιτική αντίληψη του πολυγραφότατου συγγραφέα. Πέρα από το προαναφερθέν, ο ίδιος έχει συγγράψει τα έργα Ελληνική συνταγματική ιστορία 1821-1940, τ. Ι και τ. ΙΙ, (Ξιφαράς, 2009), Δίκαιο - Κοινωνία - Τάξεις (Σύγχρονη Εποχή, 2005), Το δικαστήριο από την πρωτόγονη κοινωνία στην αταξική (Σύγχρονη Εποχή, 2002), Κράτος και ανενέργεια του νόμου (Σάκκουλα, 1998), Τo Σύvταγμα στη λεvιvιστική σκέψη (Σύγχρovη Επoχή, 1997), δεκάδες άρθρα και δημοσιεύσεις σε εφημερίδες, περιοδικά και επιστημονικά συνέδρια.
Το Δίλημμα της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας, είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί. Ενώ εξετάζει τη μορφή του δικαίου στη Βενεζουέλα μετά την επικράτηση του Ούγκο Τσάβες, το Δεκέμβριο του 1998, αποκτά ιδιαίτερη αξία ακριβώς επειδή μεθοδολογικά δεν αποκόβει το δίκαιο από το κράτος. Ωστόσο, το διάβασμα και η κατανόησή του δεν απαιτεί ιδιαίτερες νομικές γνώσεις. Είναι γραμμένο απλά, αλλά όχι απλοϊκά. Και επειδή, όπως ο συγγραφέας αναφέρει στην εισαγωγή του, η «κίνηση των μορφών του κράτους και του δικαίου (…) έχει την αιτία της στις κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις με τις οποίες βρίσκονται σε διαλεκτική αλληλεπίδραση», ο ίδιος προχωρά σε μια συνοπτική και ουσιαστική παρουσίαση αυτών ακριβώς των κοινωνικο-οικονομικών εξελίξεων που οδήγησαν στην εγκαθίδρυση και εδραίωση, μέχρι τώρα, της κυβέρνησης Τσάβες, αλλά και τις εξελίξεις σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, σε συνδυασμό με τις κυριότερες παγκόσμιες τάσεις.
Από αυτή τη σκοπιά, το έργο αυτό, πέρα από σημαντικές πληροφορίες, επεκτείνεται σε γενικότερους συλλογισμούς γύρω από φλέγοντα θεωρητικά και άμεσα πολιτικά ζητήματα που απασχολούν την Αριστερά, στη χώρα μας και γενικότερα.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν, οι συνθήκες της προ-Τσάβες περιόδου, λόγω της ομοιότητας που παρουσιάζουν με την περίοδο που άνοιξε το Μνημόνιο στην Ελλάδα, παρά τις βαθιές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις δυο χώρες: Στα τέλη της δεκαετίας του 1980-αρχές 1990, μετά από τέσσερις δεκαετίες σχετικά «ήρεμης» εφαρμογής του νεοφιλελευθερισμού με αστική δικομματική εναλλαγή, η απότομη «πτώση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων, συνέπεια της εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων μέτρων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου», οδήγησε σε συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, και «θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι είχαν διαμορφωθεί ακόμη και συνθήκες επαναστατικής κατάστασης».
Σκέψεις για το Δίλλημα της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας
Εκδόσεις Ξιφαρά
Το έργο του λέκτορα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Δημήτρη Καλτσώνη, Το Δίλημμα της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας, επιχειρεί μια μαρξιστική κριτική στο «Κράτος και Δίκαιο στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες», όπως αναφέρει ο υπότιτλός του, με βάση την ιδιαίτερη θεωρητική και πολιτική αντίληψη του πολυγραφότατου συγγραφέα. Πέρα από το προαναφερθέν, ο ίδιος έχει συγγράψει τα έργα Ελληνική συνταγματική ιστορία 1821-1940, τ. Ι και τ. ΙΙ, (Ξιφαράς, 2009), Δίκαιο - Κοινωνία - Τάξεις (Σύγχρονη Εποχή, 2005), Το δικαστήριο από την πρωτόγονη κοινωνία στην αταξική (Σύγχρονη Εποχή, 2002), Κράτος και ανενέργεια του νόμου (Σάκκουλα, 1998), Τo Σύvταγμα στη λεvιvιστική σκέψη (Σύγχρovη Επoχή, 1997), δεκάδες άρθρα και δημοσιεύσεις σε εφημερίδες, περιοδικά και επιστημονικά συνέδρια.
Το Δίλημμα της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας, είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί. Ενώ εξετάζει τη μορφή του δικαίου στη Βενεζουέλα μετά την επικράτηση του Ούγκο Τσάβες, το Δεκέμβριο του 1998, αποκτά ιδιαίτερη αξία ακριβώς επειδή μεθοδολογικά δεν αποκόβει το δίκαιο από το κράτος. Ωστόσο, το διάβασμα και η κατανόησή του δεν απαιτεί ιδιαίτερες νομικές γνώσεις. Είναι γραμμένο απλά, αλλά όχι απλοϊκά. Και επειδή, όπως ο συγγραφέας αναφέρει στην εισαγωγή του, η «κίνηση των μορφών του κράτους και του δικαίου (…) έχει την αιτία της στις κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις με τις οποίες βρίσκονται σε διαλεκτική αλληλεπίδραση», ο ίδιος προχωρά σε μια συνοπτική και ουσιαστική παρουσίαση αυτών ακριβώς των κοινωνικο-οικονομικών εξελίξεων που οδήγησαν στην εγκαθίδρυση και εδραίωση, μέχρι τώρα, της κυβέρνησης Τσάβες, αλλά και τις εξελίξεις σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, σε συνδυασμό με τις κυριότερες παγκόσμιες τάσεις.
Από αυτή τη σκοπιά, το έργο αυτό, πέρα από σημαντικές πληροφορίες, επεκτείνεται σε γενικότερους συλλογισμούς γύρω από φλέγοντα θεωρητικά και άμεσα πολιτικά ζητήματα που απασχολούν την Αριστερά, στη χώρα μας και γενικότερα.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν, οι συνθήκες της προ-Τσάβες περιόδου, λόγω της ομοιότητας που παρουσιάζουν με την περίοδο που άνοιξε το Μνημόνιο στην Ελλάδα, παρά τις βαθιές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις δυο χώρες: Στα τέλη της δεκαετίας του 1980-αρχές 1990, μετά από τέσσερις δεκαετίες σχετικά «ήρεμης» εφαρμογής του νεοφιλελευθερισμού με αστική δικομματική εναλλαγή, η απότομη «πτώση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων, συνέπεια της εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων μέτρων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου», οδήγησε σε συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, και «θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι είχαν διαμορφωθεί ακόμη και συνθήκες επαναστατικής κατάστασης».
0 Τοποθετησεις:
Δημοσίευση σχολίου