Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ: Απαντάμε στη βαρβαρότητα ζητώντας το αδύνατο

Συνέντευξη στο Γιώργο Λαουτάρη


«Να ανταλλάξουμε ξανά τις διευθύνσεις και τα τηλέφωνά μας», προτρέπει ο Θάνος Μικρούτσικος
που εμφανίστηκε την Κυριακή το βράδυ στη σκηνή των Αναιρέσεων, μαζί με τον Γιάννη Κούτρα και τα Υπόγεια Ρεύματα για να παρουσιάσουν τη νέα τους δισκογραφική δουλειά, Τους έχω βαρεθεί, που περιέχει τα καλύτερα πολιτικά τραγούδια τριών δεκαετιών με σύγχρονο ήχο.








– Ένας νέος δίσκος, όπως ο τελευταίος σας, με πολιτικά τραγούδια προηγούμενων δεκαετιών, δεν είναι ντεμοντέ;

– Υπάρχουν ντεμοντέ πράγματα, είτε αφορούν το πολιτικό τραγούδι είτε αφορούν τη ζωγραφική, την ποίηση, τη λογοτεχνία. Το ντεμοντέ ή το διαχρονικό, έχει να κάνει πάντα με τη φόρμα που ο καλλιτέχνης, ο συνθέτης στην προκειμένη περίπτωση, εκφράζει αυτά που θέλει να πει. Αν η φόρμα μπορεί να λειτουργήσει διαχρονικά, τότε το καλλιτεχνικό αντικείμενο δεν μπορεί να είναι ντεμοντέ. Υπάρχει και στους κόλπους της Αριστεράς μια πολύ μεγάλη παρανόηση για το τι ακριβώς συνιστά ένα πολιτικό τραγούδι. Το πολιτικό έργο δεν κρίνεται από το κείμενο που μεταφέρει. Διότι η διαδικασία σύνθεσης ενός τραγουδιού, δηλαδή η μελοποίηση ενός κειμένου είναι πολύ σύνθετη. Kαι για να δικαιωθεί μετά τη μελοποίηση, το κείμενο θα πρέπει να σημαίνει και άλλα πράγματα από αυτά που σήμαινε πριν μελοποιηθεί. Η μουσική δεν είναι υπόκρουση. Η μεγάλη παρανόηση σε ό,τι αφορά την πολιτική τέχνη έχει γίνει κυρίως από την Αριστερά εδώ και 30-40 χρόνια, που θεωρούσε ως περιεχόμενο μόνο το μήνυμα του κειμένου. Παίρνεις ένα κείμενο, που όταν το διαβάζεις σημαίνει Α, Β. Η μελοποίηση πρέπει να το κάνει να σημαίνει Α, Β αλλά και Γ και Δ και Ε, να αποκαλύπτονται κρυμμένες πλευρές. «Έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε», λέει ο Τριπολίτης στο τραγούδι που έχω μελοποιήσει. Όταν το διαβάσεις, μπορεί να είναι ένα τραγούδι οργής, ένα τραγούδι θυμού. Εγώ το έκανα να λειτουργεί και ως ένα τραγούδι σαρκασμού και κριτικής σκέψης. Σε εκείνο που είμαι κάθετος είναι ότι η φόρμα προσδιορίζει το περιεχόμενο και πάντως το τελικό αποτέλεσμα είναι ήχος και κείμενο μαζί. Εάν αυτό είναι σωστό, τότε δεν υπάρχει περίπτωση να χαρακτηριστεί η δουλειά μου του ’70 ως ντεμοντέ. Διότι εκείνη την εποχή, 40 χρόνια πίσω, η προσπάθειά μου ήταν να διευρύνω τα όρια της τότε γνωστής φόρμας. Αν κάτι προσέφερα στην ελληνική μουσική ήταν ακριβώς αυτό.

– Στο δημοσιευμένο έργο του Νίκου Καββαδία υπάρχουν μόλις δύο στίχοι με άμεση πολιτική αναφορά, στο ποίημα Federico Garcia Lorca. Πώς αυτός ο ποιητής έγινε διαχρονικά σύμβολο της νεολαίας που αμφισβητεί;

– Δεν θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει με την τυπική έννοια τον Καββαδία ως πολιτικό ποιητή. Υπήρχε όμως μια παρανόηση με τον Καββαδία, που έγκειτο στο ότι ακόμα και καλοπροαίρετοι κριτικοί μεταξύ του 1930 και του 1975, τη χρονιά του θανάτου του, τον τοποθέτησαν ως ένα ποιητή που μιλά για τη ζωή των ναυτικών και τη θάλασσα, το οποίο ήταν η μέγιστη παρανόηση στη νεοελληνική φιλολογία. Ο Καββαδίας όντως περιέχει τις σκηνές αυτές, αλλά ως πεδίο για να πει άλλα πράγματα. Λέει λοιπόν στο νέο άνθρωπο: «Άκου να σου πω νεαρέ. Σε αυτή τη βαρβαρότητα πρέπει να απαντήσεις με το διαχρονικό αίτημα του ανθρώπου, που είναι να κατακτήσει το αδύνατο, να αλλάξει τα πράγματα, να σπάσει το τσόφλι, να ξεπεράσει τα όριά του». «Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία». Τι σημαίνει αυτό για το νέο άνθρωπο; Το πιο άγριο ζώο στον πλανήτη είναι ο καρχαρίας. Έχει επιβιώσει και των δεινοσαύρων. Είναι το πιο σκληρό ζώο. Λέει λοιπόν ο Καββαδίας, «πιτσιρίκο, θα τον δαμάσεις, χορεύοντας πάνω στο φτερό του». Αυτή είναι η ουσία της καββαδιακής φιλοσοφίας και ποίησης. Οι νέοι αμέσως το εξέλαβαν έτσι, γι’ αυτό υπάρχει και αυτή η καββαδιομάνια και η μία γενιά μετά την άλλη γίνονται φανατικοί της δουλειάς μου και του Καββαδία. Άρα ο Καββαδίας δεν είναι νατουραλιστής ποιητής που περιγράφει τη θάλασσα, είναι εξπρεσιονιστής, είναι ακόμα και σουρρεαλιστής. Δεν το είδε η φιλολογία αυτό, το είδαν όμως οι κάθε φορά πιτσιρικάδες, με τη βοήθεια της δουλειάς που έγινε με το Σταυρό του Νότου και τις Γραμμές των Οριζόντων. Γι’ αυτό ο Καββαδίας είναι απελευθερωτικός, γι’ αυτό παρότι δεν είναι τυπικά πολιτικός ποιητής, έχει αυτή τη μεγάλη ένταση, ίσως τη μεγαλύτερη κάθε άλλου ποιητή στην Ελλάδα.

– Ο αναβρασμός που ζούμε αυτή την εποχή, υπάρχει περίπτωση να δώσει ώθηση και στο ελληνικό τραγούδι;

– Το ελληνικό τραγούδι έχει μεγαλουργήσει έτσι κι αλλιώς σε διάφορες περιόδους. Ο Μαρξ έλεγε ότι το εποικοδόμημα έχει τους δικούς του κανόνες. Μπορεί η βάση να ακολουθεί μια ανοδική πορεία, αλλά η ιδεολογία που είναι στο εποικοδόμημα και η τέχνη είναι κομμάτι της, έχει τους δικούς της κανόνες και τις δικές της αντιφάσεις. Συνεπώς, αν κάτι ηρωικό ή παρακμιακό συμβαίνει στην κοινωνία, μην το βάζεις ότι συμβαίνει και στην τέχνη. Το ότι παρακμάζει η κοινωνία, αφορά εκείνο το κομμάτι της τέχνης σε εισαγωγικά που γίνεται με σκοπό να εμπεδωθεί αυτή η κοινωνία. Το εμπορευματοποιημένο τραγούδι, το ευτελές που παράγεται εδώ και 20 χρόνια και εκπέμπεται από την τηλεόραση από το πρωί μέχρι το βράδυ, ήταν αυτό που τους χρειαζόταν σε μια κοινωνία δήθεν ευμάρειας, μια κοινωνία ψευδαισθήσεων και λάιφ στάιλ, η οποία κατέρρευσε. Με την κρίση, να κι ένα θετικό, κατέρρευσε στις συνειδήσεις αυτό το μοντέλο. Δεν μας χρειάζεται όμως η δύσκολη κατάσταση για να γράψουμε. Όταν ο Ρουβάς έλεγε το Όλα καλά, έγραφα εγώ, έγραφαν οι Κατσιμίχες το Τρύπιες σημαίες, ένα από τα ωραιότερα πολιτικά τραγούδια όλων των εποχών, έγραφε ο Αγγελάκας το Σιγά μην κλάψω, ο Θηβαίος, ο Πασχαλίδης, ο Τσακνής, ο Αλκίνοος, ο Ζούδιαρης. Αλλά και ποιητές έγραφαν όλη αυτή την περίοδο αριστουργήματα. Τέχνη γίνεται. Απλώς η λειτουργία της δεν είναι η ίδια, γιατί τα πράγματα πια καναλιζάρονται κυρίως από τον ηλεκτρονικό Τύπο και ταυτόχρονα η δομή της κοινωνίας είναι τέτοια και οι συνθήκες άλλαξαν έτσι ώστε είναι δύσκολη η επικοινωνία ανθρώπων συνειδητών κάπως πιο μαζικά . Πρέπει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα να ανταλλάξουμε ξανά τις διευθύνσεις και τα τηλέφωνά μας.



ΝΗΣΙΔΕΣ ΑΝΑΠΝΟΗΣ
Καμία παραχώρηση στην τέχνη!

– Στο δίσκο Τους έχω βαρεθεί, τα τραγούδια απέχουν από την τυποποιημένη μορφή των 3λεπτων κομματιών, για το ραδιόφωνο. Έχουν μακριές εισαγωγές, σόλο, φτάνουν ως και 8 λεπτά. Τέτοιο περιθώριο δημιουργίας υπάρχει για τους νέους καλλιτέχνες;

– Το χαρακτηριστικό αυτό, δεν το βρίσκεις μόνο στο δίσκο με τα Υπόγεια Ρεύματα. Από την πρώτη μου δουλειά, σε ηλικία 22-23 ετών, δεν προσδιορίζει το τραγούδι μου η ανάγκη του κουπλέ-ρεφρέν και των 3 λεπτών. Πάντοτε η φόρμα προσδιορίζεται σε σχέση με τις απαιτήσεις του κειμένου, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της ραδιοφωνικής μη μετάδοσης. Αυτό λοιπόν το έκανα πριν καν εκδοθώ. Καμία παραχώρηση σε σχέση με την τέχνη μου! Μπορεί κακά τραγούδια να έκανα, παραχώρηση εκ προθέσεως δεν έκανα πουθενά. Η πρότασή μου στους πάντες είναι αυτή: Καμία παραχώρηση. Άλλωστε, τώρα δεν έχει και νόημα, δεδομένου ότι η δισκογραφική βιομηχανία απεβίωσε. Συνεπώς, και ένας νέος καλλιτέχνης δεν έχει να κερδίσει κάτι απ’ τη δισκογραφία, αλλά από τις ζωντανές εμφανίσεις και από την επαφή του με τον κόσμο.

– Μήπως όμως οι συναυλίες έχουν γίνει πια απλησίαστες;

– Ο Θάνος Μικρούτσικος από το ’74 της μεταπολίτευσης μέχρι το ’79, σύμφωνα με τα στοιχεία του ημερολογίου του έκανε 800 συναυλίες. Υπήρξαν φορές και με τρεις συναυλίες τη μέρα. Το πρωί σε πολιτιστικό σύλλογο, το απόγευμα απεργία στη Λάρκο και το βράδυ στη μπουάτ. Στις 800 αυτές συναυλίες ο Θάνος Μικρούτσικος πήρε 0 δραχμές. Η Μαρία Δημητριάδη πήρε 0 δραχμές. Πληρώνονταν στοιχειωδώς οι μουσικοί και η τεχνική κάλυψη. Αυτό ήταν δεδομένο και κοινή συνείδηση. Πώς ζούσα; Με τη δισκογραφία. Τώρα πια δεν υπάρχουν άλλες πηγές από τα λάιβ, όπου προσδιορίζω εγώ τα πράγματα, όπως π.χ. πέρσι στο Κύτταρο ή πρόπερσι στο Σταυρό του Νότου. Θέλω κυρίως ο νέος άνθρωπος να μπορεί να το παρακολουθήσει με 12 και 15 ευρώ, που το θεωρώ πάρα πολύ καλή τιμή. Τώρα που κανονίζουμε με το Χρήστο Θηβαίο την επόμενη χρονιά, δεν λέω «εγώ θέλω τόσα». Λέω «θα σας πω, αν μου πείτε πόσο θα έχει η είσοδος».

– Τραγουδώντας σήμερα το «Άννα μην κλαις», σημαίνει ελπίδα;

– Δεν είμαι αισιόδοξος για τη δική μου γενιά. Η μεγαλύτερη αυτοθυσία είναι να μην είσαι αισιόδοξος και να παλεύεις. Γιατί παλεύω; Για να πάρουν οι επόμενοι τη σκυτάλη από καλύτερο σημείο. Και επίσης για να δημιουργήσω τη δική μου νησίδα αναπνοής και όποιος μπορεί και θέλει, να αναπνέει κάπως πιο ελεύθερα. Στην τέχνη μου αυτό προσπαθώ να κάνω. Στην πολιτική μου δραστηριότητα, ακόμη κι ως υπουργός Πολιτισμού που συμμετείχα στο σύστημα, αυτό έκανα. Το θέμα του πολιτισμού πιστεύω έχει τη σχετική του αυτονομία.