Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

ΘΕΜΑ: Ταξική απάντηση στην κρίση

Η ταξική αναμέτρηση για την προώθηση ή την απόκρουση - ανατροπή της συνολικής βάρβαρης επίθεσης του κεφαλαίου έχει έντονη ιδεολογική πλευρά. Μια σειρά από αστικά ιδεολογήματα χρησιμοποιούνται για να πείσουν τους εργαζόμενους ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος, ότι φταίνε οι ίδιοι για την κρίση. Απαραίτητο στοιχείο για τη θεμελίωση μιας αριστερής πολιτικής είναι η αντίκρουση των αστικών μύθων και η διαμόρφωση ισχυρών ταξικών κριτηρίων.

Βασίλης Μηνακάκης 





Η έκρηξη του χρέους και η καπιταλιστική κρίση

Το χρέος και οι αιτίες του δεσπόζει στη συζήτηση το τελευταίο διάστημα. Αν δεχτούμε την κυρίαρχη προπαγάνδα, οφείλεται στα «λαμόγια» και τους «κλέφτες» ή στο «σπάταλο Δημόσιο» με τους «τεμπέληδες υπαλλήλους» και στο «μαζικό ευδαιμονισμό» - «καταναλωτισμό» που κατέλαβε τους πάντες τις τελευταίες δεκαετίες.
Δυστυχώς, για τα κυρίαρχα ιδεολογικά παραισθησιογόνα η πραγματικότητα δεν τα επιβεβαιώνει. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι Ελληνικό, αλλά διεθνές και μάλιστα με διπλή έννοια: Πρώτον διότι το δημόσιο χρέος αφορά όλο τον καπιταλιστικό κόσμο και ιδίως, σήμερα, τις «μητροπόλεις» του. Και δεύτερον διότι, έτσι όπως είναι δομημένο το χρηματοπιστωτικό σύστημα, υπάρχουν φόβοι ότι η κατάρρευση μιας χώρας (έστω σαν την Ελλάδα), περισσότερο δε μιας ομάδας χωρών, μπορεί να λειτουργήσει όπως η κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς, συμπαρασύροντας σε πρώτη φάση την ΕΕ, το ευρώ και –στην πλήρη ανάπτυξή του– συνολικά τον καπιταλιστικό κόσμο. Το πρόβλημα, συνεπώς, είναι πιο βαθύ και για να ερμηνευτεί χρειάζεται να ανιχνεύσουμε τις πιο ουσιαστικές τάσεις που καθορίζουν σήμερα τις εξελίξεις στον καπιταλισμό. Πιο συγκεκριμένα, το πρόβλημα χρέος - κρίση έχει τη βάση του στην τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους, δηλαδή στην κρίση στο πρωτογενές επίπεδο της καπιταλιστικής παραγωγής, αλλά και στους μηχανισμούς που κινητοποιήθηκαν για να αναταχθεί αυτό το πρόβλημα – τόσο μετά την κρίση του 2001 (υπερανάπτυξη χρηματοπιστωτικού συστήματος και προσπάθεια άντλησης κερδών από αυτό, ακόμη κι αν δεν υπάρχουν κέρδη στην πραγματική συσσώρευση) όσο και μετά το Σεπτέμβρη του 2008 (γιγαντιαία πακέτα στήριξης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα για να μην καταρρεύσει).
Είναι ενδεικτικό, ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα χρέους το έχουν οι χώρες που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στην υπερανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος και το μικρότερο οι χώρες όπου το παραγωγικό κεφάλαιο και η πραγματική συσσώρευση «πατούν πιο γερά στα πόδια τους». Αλλά και ότι, ακριβώς επειδή δεν έχει εξευρεθεί απάντηση στο βασικό πεδίο της καπιταλιστικής κερδοφορίας (παραγωγή υπεραξίας και αξιοποίηση του κεφαλαίου με ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους), γι’ αυτό όλοι οι αστοί οικονομολόγοι μιλούν για δυσεπίλυτο πρόβλημα, που θα ναρκοθετεί για χρόνια την πορεία του καπιταλισμού – και δη του υπεραναπτυγμένου.
Σε αυτό το πλαίσιο, πίσω από το ελληνικό δημόσιο χρέος βρίσκονται, από τη μια, η επίδραση της γενικότερης κρίσης και, από την άλλη, η μειωμένη αναπτυξιακή δυναμική του ελληνικού καπιταλισμού, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που είχε η κρατικομονοπωλιακή συνύφανση στην Ελλάδα, είτε αυτή αφορούσε στη σχέση ελληνικού κράτους - ελληνικών επιχειρήσεων, είτε τη σχέση ελληνικού κράτους - πολυεθνικών επιχειρήσεων. Επίσης, το γεγονός ότι ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού σκληρών ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων, επίδικο των οποίων είναι κατά βάση οι προοπτικές του ευρώ, της ευρωζώνης και της ίδιας της ΕΕ, ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, και ο συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στο παραγωγικό κεφάλαιο και το χρηματοπιστωτικό σύστημα.




Απέναντι στο κίνημα και την Αριστερά σήμερα δεν βρίσκονται μόνο οι εκδηλώσεις της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, στην ειδική φάση της και την ειδική διάσταση που παίρνει στην Ελλάδα, αλλά και η προσπάθεια συγκρότησης μιας αστικής στρατηγικής για την υπέρβασή της, με τρόπο που να διασφαλίζει τους «δίδυμους πύργους» του αστικού καθεστώτος (κερδοφορία - πολιτική κυριαρχία) και να αντανακλά τους υπό διαμόρφωση νέους συσχετισμούς δύναμης μεταξύ κεφαλαίου - εργασίας στο εσωτερικό του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού, αλλά και τους συσχετισμούς ανάμεσα στον ελληνικό και τους άλλους καπιταλιστικούς σχηματισμούς - κράτη εντός και εκτός ΕΕ. Άλλωστε, έτσι ήταν πάντα: Η κρίση δεν ήταν μόνο μορφή βίαιης εξωτερίκευσης των καπιταλιστικών αντιθέσεων, ήταν και μορφή βίαιης επίλυσής τους, δεν είχε μόνο την καταστροφική, είχε και τη δημιουργική πλευρά από τη σκοπιά του κεφαλαίου.
Στο πλαίσιο αυτό, ο αστικός συνασπισμός εξουσίας επιχειρεί να απαντήσει στη βαθιά κρίση του ελληνικού καπιταλισμού με μια στρατηγική τομή μακράς πνοής, τη σημαντικότερη μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, η οποία εκτυλίσσεται με πρωτοφανή σφοδρότητα, σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα και με τη μορφή ενός ωμού κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος. Στην προώθηση της τομής αυτής –που προκύπτει όχι ως σχέδιο επιτελείων αλλά ως απάντηση στις αντικειμενικές αναγκαιότητες και τους νόμους κίνησης του καπιταλισμού– συντάσσονται όλες οι δυνάμεις του αστικού συνασπισμού εξουσίας, εθνικές και διεθνικές, κυβερνητικές κι αντιπολιτευτικές, οικονομικές και πολιτικές, κόμματα και ΜΜΕ – με διαφορετικό ρόλο, αλλά με ενιαία στόχευση και λογική.
Ποιος είναι ο βασικός οικονομικός πυλώνας αυτής της τομής; Είναι μια άνευ προηγουμένου βουτιά στην εκμετάλλευση των μισθωτών και στην αποσπώμενη από το κεφάλαιο υπεραξία, που φτάνει με τα σημερινά δεδομένα το 25% και σηματοδοτεί μια γιγαντιαία ανακατανομή του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου υπέρ του κεφαλαίου. Το απόλυτα κυρίαρχο στοιχείο τούτης της υπερεκμεταλλευτικής βουτιάς είναι η βίαια άντληση μιας τεράστιας μάζας απόλυτης υπεραξίας και η βίαια άνοδος των έμμεσων μορφών εκμετάλλευσης (φορολογία, ΦΠΑ, τιμές καυσίμων κ.ά.), οδηγώντας στην απόλυτη εξαθλίωση μεγάλα τμήματα των εργαζόμενων. Η επιλογή αυτή συνδέεται άρρηκτα με τον ειδικό χαρακτήρα της παρούσας κρίσης, ως κρίσης που έχει στον πυρήνα της την πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους λόγω αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (κι άρα μπορεί να αντιρροπηθεί πρωτίστως με μια αύξηση της μάζας της αποσπώμενης απόλυτης υπεραξίας).
Ταυτόχρονα με την αύξηση της αποσπώμενης υπεραξίας, έχουμε και μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο κατανομής της. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι το τμήμα που καρπώνεται η εγχώρια αστική τάξη βαίνει μειούμενο, ενώ την ίδια στιγμή ένα αυξανόμενο τμήμα της κατευθύνεται προς τα κεφάλαια των ιμπεριαλιστικών χωρών πρώτης γραμμής και προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα (καθώς το 81% του ελληνικού χρέους βρίσκεται στα χέρια ξένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων).
Είναι σκόπιμο εδώ να υπογραμμιστούν δύο κρίσιμες πλευρές: Καταρχήν, ότι η επίθεση αυτή έχει βάθος, αλλεπάλληλα πακέτα και προοπτική. Δεν είναι, λοιπόν, σωστό να την περιορίζουμε στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, στο «μηχανισμό στήριξης», σε τούτο ή το άλλο πακέτο μέτρων. Αυτό που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα είναι η συνολική αντιπαράθεση σε όλο το αντεργατικό κουβάρι και όσους το υλοποιούν (ΠΑΣΟΚ, ΔΝΤ, ΕΕ, κεφάλαιο, ΛΑΟΣ και ΝΔ). Κάθε άλλη λογική φτωχαίνει την πάλη, αποσυσπειρώνει και δεν απαντά στα μεγάλα προβλήματα που βάζει ο κόσμος της εργασίας και του κινήματος, «δραπετεύοντας» άλλοτε στο επιμέρους και το άμεσο και άλλοτε στο επαναστατικό υπερπέραν.
Δεύτερο, η επίθεση έχει κύρια και δευτερεύουσα πλευρά. Η κύρια πλευρά είναι η αύξηση της εκμετάλλευσης και της αποσπώμενης υπεραξίας, και η δευτερεύουσα είναι ο τρόπος μοιρασιάς της, ο συσχετισμός δύναμης ανάμεσα σε αυτούς που την ιδιοποιούνται, η θέση κάθε καπιταλιστικού σχηματισμού –εν προκειμένω του ελληνικού– στη διαβάθμιση του διεθνούς καπιταλιστικού πλέγματος. Αν δεν κάνουμε αυτή τη διάκριση και κυρίως αν αναδείξουμε ως κύρια τη δευτερεύουσα πλευρά, θα οδηγηθούμε σε λάθος συμπεράσματα και λάθος ιεραρχήσεις στην πολιτική μας γραμμή, βαφτίζοντας «εξάρτηση» και «κατοχή», ένα βασικό καπιταλιστικό νόμο, που ο Λένιν ήδη έναν αιώνα πριν είχε χαρακτηρίσει ως ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη και μοιρασιά της υπεραξίας (και της πολιτικής ισχύος) με βάση το συσχετισμό δύναμης.
Για να αντιληφθούμε ποια από τις δύο προσεγγίσεις είναι σωστή, μας βοηθάει και ο αντίπαλος. Μας βοηθάει ο ΣΕΒ, που χρόνια τώρα «διεκδικούσε» και απαιτούσε αντίστοιχα μέτρα (ας θυμηθούμε τον Μίχαλο του ΕΒΕΑ) – αν ήταν αλλιώς, δεν θα υπήρχε αστική μερίδα που να αντιδρούσε. Μας βοηθούν οι αστικές τάξεις άλλων χωρών: Αντίστοιχα μέτρα παίρνονται στην Αγγλία, τη Δανία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία – για να μη μιλήσουμε για τη Ρουμανία και την Ουγγαρία. Κι αυτοί «εξαρτημένοι» είναι, «αποικίες υπό κατοχή»;
Βέβαια, το κρίσιμο ερώτημα είναι «τι εναλλακτική λύση υπάρχει;». Τίθεται, μάλιστα, τόσο από το αστικό στρατόπεδο –που προσπαθεί να πείσει τους εργαζόμενους ότι η πολιτική του είναι μονόδρομος–, όσο και από το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ, που προσπαθούν να εμφανίσουν ως αποτελεσματική λύση τις δικές τους απαντήσεις. Αναδεικνύεται, επίσης, από το μαχόμενο κομμάτι του κινήματος, που προβληματίζεται για την «επόμενη μέρα» των αγώνων, αλλά και από την ανήσυχη ριζοσπαστική ζώνη, η οποία αναζητεί βαθύτερες πολιτικές απαντήσεις.
Άρα, είναι μείζον να προσπαθήσουμε να το απαντήσουμε με όρους πειστικούς και μαζικούς, όχι μόνο με διακηρύξεις, αλλά με τη διαμόρφωση του πολιτικού περιεχομένου και των «υλικών» κινηματικών - πολιτικών όρων και φορέων, που θα αλλάξουν τους συσχετισμούς και θα επιβάλουν την προβαλλόμενη εργατική πολιτική πρόταση. Σε σχέση με αυτό, οφείλουμε να ξεκινάμε από τα εξής:
Η δική μας πολιτική πρόταση δεν απευθύνεται στην κυβέρνηση –στην όποια κυβέρνηση– για να την υλοποιήσει ή στις όποιες κοινοβουλευτικές διαδικασίες για να την υιοθετήσουν, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι «κυβερνητική πρόταση» στη βάση του υπάρχοντος πολιτικού και κοινωνικού συστήματος. Πρώτα απ' όλα απευθύνεται στο κίνημα, στον κόσμο της εργασίας και της Αριστεράς, για να τη διεκδικήσει, να αγωνιστεί γι’ αυτήν, να την επιβάλει. Άρα το «τι θα κάνετε;» πρέπει να γίνεται «τι θα κάνουμε;», ως πού μπορούμε να φτάσουμε, ποια πολιτική είμαστε διατεθειμένοι να στηρίξουμε, να επιβάλουμε, με ποια Αριστερά. Μιλάμε, δηλαδή, για μια πρόταση που αποτελεί ενότητα ανατρεπτικού περιεχομένου και ριζοσπαστικών - ανατρεπτικών τρόπων και φορέων προώθησής της, και που μόνο ως τέτοια ενότητα μπορεί να έχει νόημα και αποτελεσματικότητα. Κι ακόμη για μια πρόταση δυναμική, στενά συνδεδεμένη όχι κυρίως με το σημερινή συσχετισμό, τη σημερινή κατάσταση του κινήματος και της Αριστεράς, αλλά με τις τάσεις ριζοσπαστικής αλλαγής τους, ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος, αλλαγής του χάρτη στην Αριστερά, επαναθεμελίωσης του κομμουνισμού.
Η δική μας πολιτική πρόταση δεν θεωρεί δεδομένα και απαραβίαστα τα πλαίσια του συστήματος της αγοράς και της εκμετάλλευσης, της ΕΕ και του ΔΝΤ. Δεν έχει ως κριτήριά της την «εθνική οικονομία» γενικώς, τη «σωτηρία της χώρας» γενικώς, την «αποφυγή της χρεοκοπίας» γενικώς. Είναι στρατευμένη στην υπεράσπιση των εργατικών αναγκών και δικαιωμάτων, έχει ταξικό πρόσημο, θέτει σε απόλυτη προτεραιότητα το «έθνος των εργαζομένων», και από αυτή την άποψη συγκρούεται από ανατρεπτική σκοπιά με τα κριτήρια, τους πυλώνες και την πολιτική του αστικού συστήματος.
Η δική μας πολιτική πρόταση έχει ως ορίζοντα και στρατηγικό στόχο την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας και την κομμουνιστική χειραφέτηση. Όσο κι αν οι σημερινοί συσχετισμοί δεν κάνουν άμεσα εφικτή μια τέτοια λύση, όσο κι αν αυτή η προοπτική έχει κατασυκοφαντηθεί από τα καθεστώτα του «υπαρκτού», αποτελεί –στο βαθμό που θα επαναθεμελιωθεί με βάση τη σύγχρονη πραγματικότητα– τη μοναδική εναλλακτική συνολική πολιτική απάντηση προς τη σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα, τη μοναδική βιώσιμη αντίπαλη προς τον κόσμο του κεφαλαίου πρόταση εξουσίας, και μάλιστα μια πρόταση περισσότερο αναγκαία και ρεαλιστική (από οικονομικοκοινωνική άποψη) από ποτέ.
Με άλλα λόγια, η δική μας πολιτική πρόταση έχει κεντρικό - συνολικό πολιτικό στόχο, έχει περιεχόμενο, έχει τρόπο και φορείς διεκδίκησης - επιβολής, έχει ορίζοντα και προοπτική. Ό,τι απ’ αυτά κι αν λείψει, η πρότασή μας φτωχαίνει, αδυνατίζει και τραυματίζεται.



Η διπλή όψη της χρεοκοπίας


 ΔΕΝ ΦΤΑΙΜΕ ΟΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ - ΑΦΕΝΤΙΚΑ




Κυρίαρχο επιχείρημα της ιδεολογικής τρομοκρατίας που ασκείται στους εργαζόμενους είναι ότι «κινδυνεύουμε να χρεοκοπήσουμε», κι αν αυτό γίνει οι συνέπειες θα είναι τραγικές. Σε σχέση με αυτό, οφείλουμε καταρχήν να απαρνηθούμε το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, που παρουσιάζει την «εθνική οικονομία» σαν ένα καράβι στο οποίο «είμαστε όλοι μέσα», χωρίς διαφορετικά συμφέροντα και ταξικά άνιση κατανομή του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου. Διότι, ακόμη κι αν δεν χρεοκοπήσουν τα δημόσια οικονομικά (που ενδεχομένως ήδη βρίσκονται υπό καθεστώς χρεοκοπίας), έχει ήδη «χρεοκοπήσει» το εργατικό εισόδημα, ενώ το κεφάλαιο έχει ήδη φροντίσει να διασφαλιστεί, μεταφέροντας ή τις δραστηριότητες ή τις καταθέσεις του αλλού. Και πάντως, αν υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρον «να μη χρεοκοπήσει η χώρα», η λύση δεν είναι να χρεοκοπήσουν οι εργαζόμενοι - πολίτες της, αλλά να παραγραφεί το χρυσοπληρωμένο χρέος, να επιστραφούν τα διαφυγόντα κεφάλαια, να φορολογηθούν το κεφάλαιο, που κυρίως ωφελήθηκε από τα δάνεια, οι χρηματιστηριακές κινήσεις κεφαλαίων κ.λπ.
Συναφή στόχο –την αυτοενοχοποίηση των εργαζομένων και τη σύγκρουση των νέων με τους σαραντάρηδες - πενηντάρηδες– έχει και το ιδεολόγημα που επιρρίπτει την ευθύνη για την κατάσταση του χρέους και των ελλειμμάτων «σε όλους μας» και καλλιεργεί ένα κλίμα «συλλογικής συνενοχής» (άρα και «συλλογικών θυσιών για να σωθεί η χώρα»), στο όνομα του ότι δήθεν «όλοι λίγο πολύ κλέβουμε την εφορία», «όλοι μάθαμε στη χλιδή και στη ζωή με δανεικά», «όλοι ευθυνόμαστε για τη διαφθορά». Η αναίρεση του ιδεολογήματος αυτού έχει κεντρική σημασία, καθώς η αποδοχή του καταλήγει σε μια στάση ανοχής ή έστω παθητικής «γκρίνιας» στις προωθούμενες αντεργατικές τομές, που «βγάζει λάδι» τους μεγάλους και συνήθως νόμιμους «ληστές» του κοινωνικού πλούτου και των δημόσιων οικονομικών ή τους συμψηφίζει μαζί με κάποιον που δεν δήλωσε ένα νοίκι στην εφορία. Οδηγεί σε μια στάση κοινωνικού αυτοματισμού και οριζόντιου διχασμού εντός της ίδιας της τάξης, που εστιάζει στο δευτερεύον και όχι στο βασικό: Την ιδιοτελή κεφαλαιοκρατική υπεξαίρεση του συλλογικά παραγόμενου κοινωνικού πλούτου, είτε άμεσα, μέσω της εκμετάλλευσης και της απόσπασης υπεραξίας, είτε έμμεσα, μέσω της οικονομικής λειτουργίας του κράτους.



Εργατική έξοδος από ΟΝΕ - ΕΕ προς όφελος του λαού

Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ επιδείνωσε την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και λειτούργησε ως βενζίνη στη φωτιά της κρίσης. Στα χρόνια της συμμετοχής στην ΕΕ το χρέος από 27% το 1980, έφτασε στα 80% το 1990 και σήμερα στο 115%. Όσο για τα λεφτά που «πήραμε», για κάθε 100 ευρώ κοινοτικών κονδυλίων, το δημόσιο χρέος αυξανόταν κατά 250 ευρώ.
Με βάση το ρόλο της ΕΕ, της ΟΝΕ και του ευρώ στη δημιουργία της κρίσης και στην προώθηση της αστικής απάντησης σε αυτήν, καθώς και το ρόλο τους ως μηχανισμών διασφάλισης των πιστωτών, των αγορών και του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, η έξοδος από το ευρώ, την ΟΝΕ και την ΕΕ είναι αδύνατον να λείπει από ένα αντικαπιταλιστικό –ακόμη κι από ένα στοιχειωδώς φιλολαϊκό– πλαίσιο απάντησης στην κρίση. Η απουσία τους ισοδυναμεί με έλλειψη ριζοσπαστικού στίγματος και παραπέμπει σε διαχειριστική και όχι σε αριστερή πολιτική πρόταση.
Το να φύγει η Ελλάδα από το ευρώ και την ευρωζώνη, ταυτίζει μήπως την Αριστερά που το διεκδικεί με τη Μέρκελ, που επίσης το προτείνει ως απειλή ή ως λύση για όσους δεν συμμορφώνονται προς τα δρακόντεια πλαίσια των ευρωσυνθηκών και της ΟΝΕ; Αυτό μόνο ως ανοησία μπορεί να ειπωθεί. Γιατί η Μέρκελ το προτείνει ως λύση άμυνας κι έχοντας ως κριτήριο τα συμφέροντα του γερμανικού κεφαλαίου (που, ωστόσο, θα προτιμούσε να παραμείνει η Ελλάδα εντός ΟΝΕ), ενώ το κίνημα και η Αριστερά το προβάλλουν έχοντας ως κριτήριο τα συμφέροντα των εργαζομένων.
Αλλά, αν η Μέρκελ (το γερμανικό κεφάλαιο, δηλαδή) έχει αυτή τη θέση, μήπως πρέπει απλώς να περιμένουμε να μας εκπαραθυρώσουν αυτοί από την ΟΝΕ και το ευρώ; Ασφαλώς και όχι. Αν κάποια στιγμή γίνει αυτό, αν δηλαδή βγει η Ελλάδα από το ευρώ και την ΟΝΕ (περισσότερο δε από την ΕΕ), έχει τεράστια σημασία το πώς: ως παράπλευρη απώλεια του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού, «από τα πάνω» και αστικά ή από τα κάτω και προλεταριακά - διεθνιστικά, ως επιδίωξη και στόχος της εργατικής πάλης ή ως υποπροϊόν του ευρύτερου επαναστατικού αγώνα;
Ωστόσο, τίθεται ένα καίριο ερώτημα: Υπάρχει δυνατότητα αστικής εξόδου από το ευρώ και την ΟΝΕ/ΕΕ; Ποιος μπορεί να το αποκλείσει, σε έναν κόσμο και μια ΕΕ που αλλάζουν τόσο ραγδαία και τόσο ριζικά; Ποιος μπορεί να αποκλείσει ότι υπάρχει πιθανότητα να οδηγηθούμε και εκεί, είτε με πρωτοβουλία των ισχυρών της ΕΕ (το πιθανότερο σενάριο) είτε με πρωτοβουλία της ελληνικής αστικής τάξης (το πλέον απόμακρο ενδεχόμενο). Ακόμη κι αν γίνει κάτι τέτοιο, όμως, θα ακυρώνει την τάση προς καπιταλιστική ολοκλήρωση - «παγκοσμιοποίηση» και την επιδίωξη του ελληνικού κεφαλαίου να είναι «μέσα σε αυτό το κόλπο»; Ασφαλώς όχι. Απλώς θα ψαλιδίζει τη συγκεκριμένη έκφραση αυτής της τάσης, θα την αναδιατάσσει και θα την επανατοποθετεί στο πλαίσιο που επιβάλλει η νέα κατάσταση. Και θα μας υπενθυμίζει ότι στην πραγματικότητα η αδήριτη τάση της καπιταλιστικής διεθνοποίησης εξελίσσεται πατώντας διαρκώς σε δύο βάρκες: της ενότητας και της σύγκρουσης, του αστικού εθνικισμού και του επίσης αστικού κοσμοπολιτισμού, του προστατευτισμού και της «παγκοσμιοποίησης».
Συνεπώς, το δίλημμα δεν είναι εθνικό ή ευρωπαϊκό νόμισμα, δραχμούλα ή ευρώ, ευρωπαϊκός ή εθνικός προστατευτισμός, καπιταλιστική Ελλάδα εντός ή εκτός ΟΝΕ. Δεν τίθεται έτσι το ερώτημα, αν τοποθετούμαστε με εργατικό, ταξικό κριτήριο. Τίθεται ως εξής: Ποια πολιτική πρόταση αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα της εργαζόμενης και λαϊκής πλειοψηφίας; Ποια πολιτική δίνει περισσότερα εργαλεία και αφαιρεί εμπόδια στην προσπάθεια να υπηρετηθούν αυτά τα συμφέροντα; Ποια πολιτική συνδυάζει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο την εθνική πλευρά της πάλης με την τόσο επείγουσα και εξαιρετικά κομβική διεθνική πλευρά της;