Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Κρίση και Αριστερά: Απαιτείται στρατηγικός επαναπροσανατολισμός

Στο φόντο της οικονομικής κρίσης, φουντώνει η κρίση των κομμάτων εξουσίας. Το μπαράζ εξελίξεων για τα σκάνδαλα αποτελεί και προσπάθεια να αποδοθούν κάποιοι ένοχοι στο λαό και να κορεσθεί έτσι σε ένα βαθμό η οργή του. Αλλά όλα αυτά αποτελούν ένα επικίνδυνο παιχνίδι: Ο κόσμος είναι πολύ θυμωμένος. Οι εξελίξεις δεν ελέγχονται εύκολα. Οι εργαζόμενοι είναι αυστηροί, διότι απειλείται η ίδια η κοινωνική τους υπόσταση. Και πιο αυστηροί θα είναι με την Aριστερά και τους σχηματισμούς της, διότι περιμένει και απαιτεί από αυτούς.

Παναγιώτης Μαυροειδής



Το ερώτημα των ημερών αφορά στην δυνατότητα της εργαζόμενης πλειοψηφίας στην Ελλάδα, να αντιμετωπίσει την ιστορικής σημασίας ανατροπή κατακτήσεων ενός ολόκληρου αιώνα. Εργασιακών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, που καταχτήθηκαν με αίμα. Μια ανατροπή που «επιβάλλεται» από μια κρίση - σταθμό του καπιταλιστικού συστήματος παγκόσμια. Δεν είναι η Ελλάδα το πρόβλημα. Στην Ελλάδα εκφράζεται αυτό τώρα, όπως χθες στην Ιρλανδία και αύριο στην Πορτογαλία. Ο καπιταλισμός είναι το μεγάλο πρόβλημα.
Η Aριστερά αν θέλει να κατακτήσει ένα πραγματικά πρωτοπόρο ρόλο και να κερδίσει την εκτίμηση των εργαζομένων και της νεολαίας, πρέπει να διαλέξει. Τι διεκδικεί; Υπάρχει ο ρόλος της αφ’ υψηλού πρωτοπορίας. Αυτού που περίπου χαίρεται μέσα στην αγωνία και το σάστισμα του εργαζόμενου με την κρίση και φαίνεται να του πετάει κατάμουτρα: «Εμείς σου τα λέγαμε. Ο καπιταλισμός είχε, έχει και θα έχει πάντα κρίσεις. Μόνη λύση είναι ο σοσιαλισμός. Μόλις το καταλάβετε, ελάτε να μας βρείτε». Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα. Λες και μιλάμε για μια συνηθισμένη κρίση. Λες και δεν ευθύνεται η Aριστερά για την πολιτική αδυναμία απάντησης του εργατικού κινήματος. Λες και δεν έχει υποχρέωση να συμβάλει τώρα στον αγώνα κοινωνικής και πολιτικής επιβίωσης των μαζών. Με άλλα λόγια στρίβειν δια τηςŸ επανάστασης ή μάλλον της λαϊκής εξουσίας. Στο παιχνίδι είναι και ο ρόλος του άτυπου συμβουλάτορα της αστικής τάξης και της κυβέρνησης: Κάντε αυτό, κάντε εκείνο. Μαζί με περισπούδαστες αναλύσεις περί «ανικανότητας» των κυβερνώντων, «άχρηστων και άσχετων» υπουργών, καθώς και «αναποτελεσματικών» μέτρων. Περισσεύουν δυστυχώς και οι πολιτικές φωνές που επιφυλάσσουν για την Αριστερά ρόλο σχεδιασμών επί χάρτου: Αν βγάλει τα συμπεράσματα του ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ, αν πάει προς τα εκεί ο ΣΥΡΙΖΑ και παραπέρα το ΚΚΕ, μαζί με ολίγη ΓΣΕΕ και περισσότερη ΑΔΕΔΥ, ίσως μπούμε όλοι μαζί στην παρέλαση για μια «προοδευτική κυβέρνηση», με πιθανό σημαιοφόρο τον Αλέκο Αλαβάνο. Την ίδια στιγμή, μικρός ο προβληματισμός για τις δυσκολίες να οργανωθεί ο απεργιακός αγώνας, να βαθύνουν τα βήματα συγκρότησης αγωνιστικών εργατικών μορφών, να αποκτηθούν πολιτικά χαρακτηριστικά. Υπάρχει φυσικά και ο δρόμος της κινηματικής και επαναστατικής αφασίας: Ξεκινά και σταματά με το «απλό και ενωτικό» σύνθημα «Να παρθούν πίσω τα μέτρα», χωρίς να διευκρινίζει ποιανού πακέτου ακριβώς. Την ίδια στιγμή καταδικάζει με βδελυγμία ως ρεφορμισμό κάθε απαίτηση για παύση πληρωμών, άρνηση του ιμπεριαλιστικού χρέους, δουλειά για όλους. Απόλυτη σιγουριά, μέσω της αποφυγής να λερωθεί κανείς με την προσπάθεια συγκρότησης μιας εργατικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής γραμμής παρέμβασης στις εξελίξεις.
Οι τραγικές αυτές αδυναμίες, θα θέσουν σε ισχυρή δοκιμασία το σύνολο των δυνάμεων της Aριστεράς. Η επαναστατική Aριστερά οφείλει να συμβάλει με απαιτητικό και πρωτότυπο τρόπο μπροστά σε αυτό τον κίνδυνο που ταυτόχρονα αποτελεί και μεγάλη πρόκληση. Να μην περιοριστεί στο ρόλο του κριτή, αλλά να πάρει δυναμικές και συνεκτικές πολιτικές πρωτοβουλίες.
Στο τέλος της σημερινής ταξικής και πολιτικής διαπάλης, δεν θα γίνει ταμείο μόνο για το ύψος των μισθών και των συντάξεων, αλλά και για τη δυνατότητα ή όχι της συνολικής πολιτικής συγκρότησης της εργατικής τάξης.
Ας μην ξεχνάμε: Τα συμφέροντα του κεφαλαίου, επιβάλλονται πολιτικά, μέσω των κομμάτων, του κράτους, των θεσμών, της αστικής ιδεολογίας. Αντίστοιχα, όποιος θέλει να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των εργαζόμενων, οφείλει να τολμήσει στο πεδίο της πολιτικής, βγαίνοντας από το καβούκι της ιδεολογίζουσας ή/και κινηματικής αφάνειας. Οφείλει να συγκροτήσει πολιτική κατεύθυνση διεξόδου από την κρίση, που να οξύνει την πολιτική αδυναμία του αντίπαλου, να συσπειρώνει υλικά την εργαζόμενη πλειοψηφία, να ψηλαφεί εκ των πραγμάτων την επαναστατική διέξοδο από ένα σύστημα κρίσης και κοινωνικής καταστροφής. Εδώ στοχεύει η γραμμή του ΝΑΡ και η πολιτική καμπάνια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η πολιτική διέξοδος της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, δεν είναι μόνο άθροισμα πολιτικών στόχων, αιτημάτων και ιδεών, αλλά ταυτόχρονα απαντά και στο ζήτημα των μέσων, των οργάνων και θεσμών πάλης της εργαζόμενης πλειοψηφίας.
Είναι ανάγκη σήμερα, να τεθεί ένας τριπλός πολιτικός στόχος: Πρώτο, ανατροπή της επίθεσης κυβέρνησης, κεφαλαίου, ΕΕ και ΔΝΤ. Κατάργηση Προγράμματος Σταθερότητας και όλων των μέτρων. Έξω το ΔΝΤ από την Ελλάδα. Έξω η Ελλάδα από ΟΝΕ / ΕΕ. Δεύτερο, αλλαγή του κοινωνικού συσχετισμού προς όφελος του κόσμου της εργασίας. Αρνούμαστε το χρέος, δεν πληρώνουμε, διεκδικούμε αυξήσεις στους μισθούς, μείωση ωρών εργασίας, κοινωνική ασφάλιση, υγεία και παιδεία. Εθνικοποιήσεις τραπεζών και βασικών τομέων της οικονομίας με εργατικό έλεγχο. Τρίτο, πολιτικό προβάδισμα σε μια σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική, με διεκδίκηση μιας νέας κοινωνικής συγκρότησης, με θεμέλιο τη συλλογική ιδιοκτησία, τη δημοκρατία των παραγωγών του πλούτου, την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και φυσικά το τέλος της ληστρικής κυριαρχίας επί της φύσης.
Ο στόχος αυτός δεν συγκροτείται μόνο μέσω του πολιτικού «λόγου» και των πολιτικών κινήσεων τακτικής. Αποκτά υλική υπόσταση με το βάθεμα της προσπάθειας για ένα μαχητικό εργατικό κίνημα με πολιτικά χαρακτηριστικά, που θα κερδίζει έδαφος με την οριζόντια αγωνιστική συγκρότησή του, σε πολιτική αντιπαράθεση με τον υποταγμένο κρατικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό των ΓΣΕΕ / ΑΔΕΔΥ. Αλλά και με τη διαμόρφωση ενός ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου αριστερής εργατικής αντιπολίτευσης στην αστική επίθεση και αντικαπιταλιστικής ανατροπής, που θα διεκδικεί να συγκροτείται ως μια μαχόμενη «Bουλή των κάτω».
Οι ηγεσίες των κομμάτων και των εσωτερικών τάσεων της διαχειριστικής Aριστεράς, εγκλωβισμένες στο αριστερό άκρο του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού, δεν φαίνεται να θέλουν και να μπορούν να διεκδικήσουν ένα τέτοιο προσανατολισμό. Ο ΣΥΝ αποδέχθηκε εδώ και χρόνια την πρωτοκαθεδρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης και παγκοσμιοποίησης, αναγορεύοντας πολιτικές και οικονομικές επιλογές του κεφαλαίου, σε ουδέτερες αναγκαιότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτήν, η εισαγωγή του ευρώ. Το ΚΚΕ υπονομεύει την επανεξόρμηση των απελευθερωτικών κομμουνιστικών ιδεών, με την υπεράσπιση του «κομμουνισμού της σφυρίχτρας» και της καταπίεσης. Η διαχειριστική Aριστερά, ενώ επιχείρησε να διατηρήσει το ρόλο του θεματοφύλακα των εργατικών δικαιωμάτων, αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει την εργατική πλειοψηφία περισσότερο ως τη μεγαλύτερη συντεχνία και εκλογικό κοινό, παρά ως δρων κοινωνικό υποκείμενο. Αφαίρεσε έτσι τον πολιτικό ρόλο από τις εργατικές διεκδικήσεις και τη δυναμική που αυτές έχουν, τόσο για την αγωνιστική αποτελεσματικότητα, όσο και για το μετασχηματισμό τους σε συνολικό πολιτικό αγώνα που να αποτελεί πολιτική απειλή για τις κυρίαρχες πολιτικές. Μέσα από στιγμιότυπα αποσπασματικών κινητοποιήσεων, και με ρητορικές επιθέσεις και βερμπαλισμούς, αναζητά μάταια την εξαργύρωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας σε εκλογική και πολιτική επιρροή, σε «θετικές ανακατατάξεις» στα αστικά πολιτικά κόμματα, ενώ ταυτόχρονα ένα τμήμα της υπόσχεται ζωή χαρισάμενη σε μια «λαϊκή εξουσία», που κάποτε θα προκύψει με μαγικό τρόπο.
Με τον τρόπο αυτό, απλά ανακυκλώνει την κρίση της, αναπαράγοντας και την αθλιότητα ενός εμφύλιου σπαραγμού χωρίς γόνιμα χαρακτηριστικά. Μια κρίση στρατηγική, κρίση περιεχομένου και ρόλου. Που αποτελεί ένδειξη αποσύνδεσης από την ταξική κοινωνική πάλη, υποταγής στον κοινοβουλευτισμό και επικράτησης του κομφορμισμού στη δημόσια εικόνα της. Γι’ αυτό και διασπάται συνεχώς, ακόμη και όταν υμνεί την ενότητα, οδηγώντας σε αποστρατεία το δυναμικό της, ξοδεύοντας άδοξα τις ηρωικές προσπάθειες των αγωνιστών της στους κοινωνικούς χώρους και το μαζικό κίνημα.
Αλλά αυτή η κατάσταση δεν θα μείνει έτσι για πολύ. Η κρίση θα τη σαρώσει. Αυτό είναι το αισιόδοξο στοιχείο. Με τη νεολαιίστικη έκρηξη του Δεκέμβρη του 2008 και τον εργατικό σεισμό της απεργίας και της διαδήλωσης της 5ης Μάη, αναδύεται μια νέα εποχή, που καθορίζεται από τον κοινωνικό αγώνα ζωής ή θανάτου, ιδιαίτερα για τη νέα γενιά. Η αντικαπιταλιστική επαναστατική Aριστερά, συγκροτείται μέσα σε αυτή τη δυναμική. Η κοινή δράση της Aριστεράς είναι το ελάχιστο ζητούμενο, το προφανές. Το ουσιώδες ερώτημα αφορά στο στρατηγικό επανα-προσανατολισμό της και εδώ ακριβώς θα κριθεί το αν η σημερινή της κρίση θα αποκτήσει δημιουργικό χαρακτήρα. Αν δηλαδή θα εκφραστεί όχι με μια κρίση εκφυλιστικού χαρακτήρα των σημερινών οργανισμών της, αλλά με τη βαθύτερη αναδιάταξη του ιδεολογικού και πολιτικού συσχετισμού, σε μια κατεύθυνση αναζήτησης ενός νέου φορέα της εργατικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής και του κομμουνισμού του 21ου αιώνα. Μια πολιτική αναγέννηση που είναι ρεαλιστική, αν διεκδικηθεί μέσα στο ζωογόνο έδαφος της κοινής δράσης για τη ματαίωση του κοινωνικού ολοκαυτώματος που επιχειρεί ο καπιταλισμός.